Οπως δυστυχώς συμβαίνει και με άλλους καλλιτέχνες εκτός δυτικής επικράτειας, οι περισσότεροι τη γνώρισαν τυχαία, απολαμβάνοντας το «Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί» του Τζιμ Τζάρμους. Ηταν μια ταινία για δύο εύθραυστους και φιλόμουσους βρικόλακες, ζευγάρι εδώ και αιώνες, που χοντρικά, αντί να σκοτώνουν για λίγο αίμα, προμηθεύονταν φιάλες από φίλους στην αγαπημένη τους Ταγγέρη. Εκεί ήταν που, κατάκοποι ένα βράδυ, εντόπισαν μια υπνωτιστική μουσική και ψάχνοντας την πηγή της, βρέθηκαν σε ένα καφέ να ακούν εκστασιασμένοι τη Γιασμίν Χαμντάν. Τραγουδούσε με διαπεραστική αισθαντικότητα το «Hal», ένα μυστικιστικό μείγμα αραβικής και ηλεκτρονικής μουσικής που για πολλούς θα επικρατούσε της ταινίας και θα εκτόξευε την καριέρα της ερμηνεύτριας. «Στην πραγματικότητα, βοήθησε απλώς να εκτεθώ σε ένα κοινό που αλλιώς δεν θα με γνώριζε» λέει η λιβανέζα τραγουδίστρια στα «NEA». «Βοήθησε να με μάθουν όσοι νομίζουν ότι εφόσον τραγουδάω αραβικά, εμφανίζομαι μόνο σε αραβικά μέρη».

Η 38χρονη, φυσικά, την είχε τη δισκογραφία της. Αριθμούσε τουλάχιστον δύο προσωπικά άλμπουμ (το «Arabology» που συνυπέγραφε ο αλλοτινός παραγωγός της Μαντόνα, Μιρβάις, και το «Ya Nass» με τον Μαρκ Κόλιν των Nouvelle Vague), τα οποία ήταν η εξέλιξη μιας ιστορίας που ξεκινούσε από τη Βηρυτό, μιας εγκατάστασης στο Παρίσι και μιας μουσικής οξυδέρκειας που μόνο κάποιος με ρίζες στην παράδοση αλλά και στις σύγχρονες φόρμες διέθετε.

Οταν βέβαια πρωτοπήγε στη Γαλλία, η Χαμντάν ήλπιζε ότι η γονιμοποίηση παλιών μελωδιών της Μέσης Ανατολής με trip-hop ρυθμούς θα γινόταν εύκολα κατανοητή από το σινάφι. Εγινε, η Λιβανέζα όμως έμαθε και πως οτιδήποτε δεν ανήκει στη δυτική ποπ ονομάζεται, απλουστευτικά, world music. «Η μουσική βιομηχανία μπορεί να γίνει κλειστοφοβική. Σε εγκλωβίζει σε κατηγορίες για να σε πουλήσει κι αν δεν ταιριάζεις, δεν ξέρει τι να σε κάνει» λέει σήμερα για εκείνα τα χρόνια. Ευτυχώς πάντως που εκείνη δεν αισθανόταν μέλος μιας παγκόσμιας γενιάς ορκισμένης να ενοποιήσει τη λαϊκή μουσική, ομογενοποιώντας τελικά τα πάντα. Πίστευε απλώς ότι «πρέπει να προκαλείς τον πολιτισμό, γνωρίζοντας όμως την προσωπική σου ιστορία».

Η μουσική της αποκάλυψη, στο κάτω κάτω, συνέβη σε ένα κλαμπ στις 4 τα χαράματα, όταν ο DJ έβαλε ένα παμπάλαιο τραγούδι της σύριας τραγουδίστριας Ασμαχάν. Της το έλεγε η γιαγιά της, της έκανε «κλικ» κι έτσι άρχισε να συλλέγει παλιά, αραβική μουσική, προσπαθώντας να απαντήσει στην κρίση ταυτότητας που την ταλάνιζε και που δεν οφειλόταν μόνο στην ηλικία. Η Χαμντάν είχε γεννηθεί με την έναρξη του εμφυλίου του Λιβάνου κι ο πατέρας της είχε φύγει με την οικογένεια για το Αμπου Ντάμπι, την Ελλάδα, το Κουβέιτ.

Στη δεκαετία του ’90 η μικρή επέστρεψε κι έστησε μαζί με έναν συμφοιτητή της τους Soap Kills, την πρώτη indie μπάντα της Μέσης Ανατολής. «Νιώθαμε και απελευθερωμένοι και απογοητευμένοι», θυμάται, «γιατί το περιβάλλον δεν ήταν έτοιμο, ακόμα και τεχνικά μιλώντας. Υπήρχε ένας ντράμερ όλος κι όλος στην πόλη. Αυτοσχεδιάζαμε, συνειδητοποιούσαμε τη δύναμη του πάθους μας και νιώθαμε σαν πολεμιστές. Το απίστευτο ήταν ότι οι Soap Kills ξεκίνησαν από τα πιο μικρά μέρη κι έφτασαν να δίνουν ενέργεια σε αμέτρητους ανθρώπους που περίμεναν κάτι τέτοιο».

Δεν είναι παράξενο που το όνομά τους αναφερόταν στην ανοικοδόμηση της Βηρυτού που «ξέπλενε» τα παλιά χαρακτηριστικά της. Η Χαμντάν μπορεί να χρειαζόταν τότε χώρο για να αναπνεύσει και να συναντιέται με ομοτέχνους (εξού και το Παρίσι), μπορεί να άκουγε Πι Τζέι Χάρβεϊ και Κέιτ Μπους, την ίδια στιγμή όμως εκτιμούσε «τον πλούτο, την εκλέπτυνση και την ομορφιά» των αραβικών τραγουδιών και συνθέτες όπως ο Αιγύπτιος Μοχάμεντ Αμπντέλ Ουαχάμπ, που «πατούσε γερά στον αραβικό πολιτισμό, αλλά ήθελε να τον διευρύνει». Τηρουμένων των αναλογιών, κάτι τέτοιο μοιάζει να κάνει γενικά –και το ερχόμενο Σάββατο ειδικά –η θαυμάστριά του κι ίσως για αυτό ενοχλείται ευγενικά όταν το δυτικό κοινό αντιμετωπίζει στερεοτυπικά τους καλλιτέχνες από τα μέρη της. «Πολλοί θεωρούν ότι ο αραβικός πολιτισμός είναι ένα ενιαίο πράγμα» εξηγεί. «Σε κοιτούν με καλοσύνη και γλυκύτητα, χωρίς όμως να βλέπουν την ουσία πέρα από το χρώμα. Είναι ευθύνη και των μίντια, που αποφασίζουν ποιον θα βάλουν μπροστά και ποιον πίσω. Οχι αντικειμενικά όμως. Σαν θεατρικό έργο».

Παρόμοιο παράδειγμα είναι η Αραβική Ανοιξη: ο όρος φαινόταν αστείος σε εκείνη και στους φίλους της που ήξεραν ότι «οι αραβικές χώρες είναι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους». Δεν γίνεται επομένως να πιστέψει κάθε αισιόδοξο παραμύθι για τη συνέχισή της, ειδικά με όσα γίνονται, ας πούμε, στη Συρία. Είναι όμως αισιόδοξη. Οπως αισιόδοξη είναι και για τον ρόλο της τέχνης σε χώρες όπως εκείνη όπου διαμένει σήμερα, με πολλούς κατοίκους της να κοιτούν το χρώμα που έλεγε πριν, χωρίς ωστόσο καμία καλοσύνη ή γλυκύτητα. «Η μουσική, η τέχνη γενικά και η επιστήμη είναι που επιτρέπουν στον πολιτισμό μας να παραμένει ζωντανός», κατά τη γνώμη της. «Δεν ξέρω τι θα συνέβαινε χωρίς τη μεταξύ τους επικοινωνία. Αυτά κάνουν το είδος μας να ευημερεί, γιατί εκεί οι άνθρωποι μπορούν να θέτουν ερωτήσεις και να παίρνουν απαντήσεις. Να σπάνε τα ταμπού και να αποκτούν επίγνωση της ανθρωπιάς τους».

INFO

Υasmine Hamdan, το Σάββατο 1η Νοεμβρίου στο Gazarte (Βουτάδων 32-34, Γκάζι). Ωρα έναρξης: 21.00. Τιμές εισιτηρίων: 15 ευρώ (όρθιοι), 23 (β’ ζώνη), 30 (α’ ζώνη). Προπώληση: www. tickethour.com, www.gazarte.gr, καταστήματα Γερμανός, Gazarte