Σχεδιαστής της απρόσιτης τελειότητας που εμφανίζεται μόνο στα κόκκινα χαλιά του Χόλιγουντ και της Νέας Υόρκης, ο Οσκαρ ντε λα Ρέντα, ο οποίος πέθανε στα 82 του μετά την πολύχρονη περιπέτειά του με τον καρκίνο, ήταν ο δημιουργός που είχε απήχηση σε συγκεκριμένους τύπους γυναικών: τις συζύγους των αμερικανών προέδρων, τις κυρίες της υψηλής κοινωνίας και τις απανταχού ρομαντικές διαγνωσμένες με «σύνδρομο της Σταχτοπούτας».

Υπήρξε πρεσβευτής της μόδας στην οποία το κόστος δεν έχει σημασία, επειδή ζητούμενο είναι η καλή και σωστή εμφάνιση. Με τον θάνατό του έκλεισε μια αστραφτερή πύλη από την οποία κάθε σεζόν πρόβαλλε το ύφος της σχολαστικής κομψότητας. Η πολυτέλεια για τον Οσκαρ ντε λα Ρέντα ήταν όρος απαράβατος σε όλα τα δείγματα της δουλειάς του. Από τα πρωινά μεταξωτά σύνολα μέχρι τις τουαλέτες για τις επίσημες περιστάσεις. Αν και το ύφος του υποστήριζε με κάθε εκατοστό πολυτελούς υλικού το στυλ ζωής των πλούσιων Αμερικανών, προσπαθούσε να δείχνει με τη γραμμή των ρούχων του μια άνετη εμφάνιση.

Το τι σημαίνει Οσκαρ ντε λα Ρέντα για την αμερικανική μόδα γνωρίζει με ακρίβεια κάθε κυρία στο Τέξας, κάτοχος πετρελαιοπηγών και λοιπών προσοδοφόρων πηγών. Το ύφος του, σοφιστικέ και ώριμο, το λάτρεψαν οι γυναίκες που θεωρούν αδιανόητο να γευματίσουν χωρίς να φορούν ένα ταγέρ φτιαγμένο στα μέτρα τους και προσαρμοσμένο στον ατσαλάκωτο, ανέμελο ρυθμό ζωής τους. Διάσημος για τα εξαιρετικά θηλυκά φορέματά του, ο Ντε λα Ρέντα κέρδισε τις καρδιές της ανώτερης οικονομικά τάξης της Αμερικής, στις οποίες προσέφερε τουαλέτες που κολακεύουν τη σιλουέτα, εξεζητημένα κοστούμια και λαμπερά βραδινά σύνολα. Το λεξιλόγιό του ήταν κυρίως τα φτερά, τα βολάν, οι κεντημένοι κρύσταλλοι και τα λουλούδια, τα εντυπωσιακών όγκων μανίκια, η χρυσή δαντέλα και τα αστραφτερά υλικά.

Στα 18 του χρόνια ο Οσκαρ Αριστείδης Ορτίζ ντε λα Ρέντα Φιάλο έφυγε από τη γενέτειρά του, τη Δομινικανή Δημοκρατία, και κατευθύνθηκε προς τη Σχολή Καλών Τεχνών της Μαδρίτης. Στην Ισπανία ο νεαρός Κεντροαμερικανός ανακαλύπτει πως η μόδα αποτελεί πεδίο στο οποίο γονιμοποιείται η δημιουργικότητά του. Ξεκίνησε με σχέδια ρούχων που δημιουργούσε έναντι μικρής αμοιβής ως πατρόν σε εφημερίδες και περιοδικά. Κι έφθασε να γίνει μαθητής του Κριστόμπαλ Μπαλενθιάγα. Αργότερα στο Παρίσι, ανέλαβε βοηθός ραπτικής στον οίκο Lanvin. Το 1963 επέστρεψε στην Αμερική και δήλωσε έδρα των δραστηριοτήτων του τη Νέα Υόρκη, ως σχεδιαστής της Ελίζαμπεθ Αρντεν. Ο ίδιος είχε εξομολογηθεί σε συνέντευξή του στους «Νιου Γιορκ Τάιμς» ότι είχε ζητήσει μεγάλη αμοιβή (700 δολάρια την εβδομάδα). «Δεν θεωρούσα ότι τότε είχα τις γνώσεις και την τεχνική για να αξίζω αυτά τα χρήματα» παραδέχθηκε.

Τρία χρόνια μετά, ο Οσκαρ ντε λα Ρέντα ήταν σε θέση να υπογράφει την προσωπική του συλλογή και το 1974 ήταν διευθυντής της δικής του εταιρείας. Στο μεταξύ είχε ήδη το προνόμιο να ντύνει τις πρώτες κυρίες, από την Τζάκι Κένεντι, τη Νάνσι Ρίγκαν, τη Χίλαρι Κλίντον. Πρόσφατα η Μισέλ Ομπάμα ενέδωσε στις καυστικές του παρατηρήσεις ότι δεν επιλέγει αμερικανούς σχεδιαστές και του έκανε τη χάρη να εμφανιστεί με κάτι μοναδικά δικό του σε ένα κοκτέιλ στον Λευκό Οίκο.

Από τον Ιανουάριο του 1993 έως το 2002 ο Ντε λα Ρέντα εκτελούσε χρέη καλλιτεχνικού διευθυντή σχεδιάζοντας τις συλλογές υψηλής ραπτικής για τον οίκο Balmain στο Παρίσι.

Τα χρόνια της ισπανογαλλικής θητείας στη μόδα τού έμαθαν τη χρυσή τομή της ισορροπίας των δυνάμεων. Τα ρούχα του υποστήριζαν την πολυτέλεια, τη χλιδή, την κομψότητα, ταυτόχρονα όμως είχαν και τον χαρακτήρα του ευκολοφόρετου ενδύματος. Ο Ντε λα Ρέντα κέρδισε πόντους σε αυτό το παιχνίδι της διεθνούς αναγνώρισης επειδή επέτρεπε σε μια τουαλέτα ή σε ένα παντελόνι του κεντημένο με χάντρες να έχει την πιο απλή ίσια γραμμή.