Δύο μήνες πρόβες τούς φάνηκαν σαν να ήταν ολόκληρος χρόνος. Είναι η πρώτη φορά που οι ηθοποιοί δεν έκαναν ρεπό. Ξυπνούσαν, πήγαιναν στο θέατρο και έφευγαν για να κοιμηθούν. «Βλέπεις μια παράσταση και νομίζεις ότι τα πράγματα απλώς συμβαίνουν» λέει στα «ΝΕΑ» ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Ρήγος. «Tο κοινό ξέρει ότι κάνεις πρόβες, αλλά δεν μπορεί να καταλάβει πόσο δύσκολο είναι να συμβούν ταυτόχρονα όλα. Γιατί σε αυτό το έργο πρέπει να τραγουδήσεις, να χορέψεις, να παίξεις και ταυτόχρονα να αλλάζεις «θερμοκρασίες» πολύ γρήγορα. Από την τρέλα στο κανονικό και από το κανονικό στο παρανοϊκό. Για τους ηθοποιούς είναι ένα απίστευτο παιχνίδι δυσκολίας και για μένα είναι από τις πιο δύσκολες παραστάσεις που έχω κάνει. Να καταφέρεις να κρατήσεις την ιδιαιτερότητά της, χωρίς να την κάνεις μια ψευταδούρα».

Το «Rocky Horror Show» είναι ένα έργο ιδιόρρυθμο και ταυτόχρονα ιδιοφυές. Βλέποντάς το για πρώτη φορά μπορεί κάποιος να μην καταλάβει τον εσωτερικό στέρεο κώδικα των προσώπων, τα οποία είναι συμπληρωματικά μεταξύ τους. Σαν να λέμε ότι δεν μπορεί να λείπει κανένα πάνω στη σκηνή. Και ενώ είναι πολύ αστείο, έχει ροκ εν ρολ μουσική, σου δημιουργεί τόσο κέφι που θέλεις να σηκωθείς από την καρέκλα σου και να χορέψεις, ταυτόχρονα σου λέει ότι στη ζωή σου πρέπει να ζήσεις τα πάντα.

Η ΤΑΙΝΙΑ. «Είναι ένας ύμνος στη διαφορετικότητα» συμπληρώνει ο σκηνοθέτης. «Οταν βλέπεις το έργο δεν το καταλαβαίνεις. Εγώ όταν πρωτοείδα την ταινία πιο πολύ είχα σταθεί στο ευφάνταστο των χαρακτήρων, στο πόσο πλάκα έχει, πόσο καλτ είναι και ότι πρόκειται για μια 70s αισθητική. Είναι τόσο overdose που δεν σε αφήνει να δεις την αλήθεια παρά μόνο όταν το δουλέψεις πολύ και το ανακαλύψεις».

Αυτό έπρεπε να κάνουν οι ηθοποιοί: να ανακαλύψουν τον ήρωα και τον χαρακτήρα ξανά από την αρχή. Επρεπε από τη μία πλευρά να έχουν μια αλήθεια για να μην είναι σχηματικοί και από την άλλη να είναι τόσο σχηματικοί που να μη μοιάζουν αληθινοί. Ολα πρέπει να γίνουν με ελλειπτικό τρόπο και πολύ γρήγορα. Σαράντα πέντε λεπτά μουσική και τραγούδι και σαράντα πέντε λεπτά κείμενο. Με αυτή την έννοια ήταν ένα μάθημα για όλους καθώς σε τόσο συμπυκνωμένο χρόνο και με το κάλυμμα μιας υπερβολικής αισθητικής και μιας ξέφρενης ροκ εν ρολ μουσικής οι ηθοποιοί έπρεπε να πουν πολλά πράγματα. Και ενώ τα κοστούμια και το μακιγιάζ δημιουργούν – έτσι κι αλλιώς – μια στυλιζαρισμένη περσόνα, οι ηθοποιοί έπρεπε να βρουν τον εσωτερικό τους ρυθμό. «Πραγματικά, είναι από τα έργα που είχε πολλές δυσκολίες. Οι ηθοποιοί, πέρα από το ότι ταυτόχρονα πρέπει να τραγουδάνε, να χορεύουν – αυτή είναι βέβαια και η ουσία του μιούζικαλ, είναι ο κώδικας του ίδιου του είδους -, έπρεπε να μπορέσουν να βρουν την ουσία του πράγματος. Το λέω και το ξαναλέω, γιατί και εγώ ο ίδιος το ανακάλυψα στις πρόβες».

Ο εκ των πρωταγωνιστών Κωνσταντίνος Ασπιώτης βρέθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη σε έναν λαβύρινθο: διατροφή, εκγύμναση σώματος και φωνής ήταν το πρόγραμμά του σε καθημερινή και πολύωρη βάση. Τον συνάντησα στις πρόβες με φιλέ στα μαλλιά και μπουρνούζι να τρώει τη σαλάτα του – σε διαδικασία μελέτης. «Αν δεν φάω αυτή τη στιγμή, δεν θα φάω καθόλου. Και αυτό ήταν μια από τις δυσκολίες που ανακάλυψα όταν πήρα τον ρόλο στα χέρια μου. Γιατί δεν πήρα μόνο τον ρόλο, πήρα και τις απαιτήσεις που είχε ο Ρήγος» λέει. Ως Φρανκ ν’ Φέρτερ έπρεπε να χάσει 20 κιλά, να κάνει γράμμωση, ενώ οι μεγάλες δυσκολίες σε υποκριτικό επίπεδο φάνηκαν στην πορεία. «Οταν πήρα τον ρόλο, είδα πρώτα την ταινία. Είδα λοιπόν τον Τιμ Κάρι, ο οποίος έφτιαξε και εφηύρε τον Φρανκ ν’ Φέρτερ. Οπότε λες για να το φτάσεις ή για να το κάνεις δικό σου πρέπει να κάνεις κάτι διαφορετικό. Δεν ήξερα όμως πώς θα γίνει». Βασίστηκε πάρα πολύ στο κείμενο και στη μετάφραση της Σήλιας Γεωργιάδη, αλλά και στην απόδοση των στίχων στα ελληνικά από τη Γιάννα Βασιλείου. Τον βοήθησε πολύ και ο ενδυματολόγος τους Γιώργος Σεγρεδάκης, ο οποίος κάθε μέρα του έφερνε δώρο μια κορόνα, μια ζώνη, ένα γάντι για να βρει κάτι για τον ρόλο του.

ΧΩΡΙΣ ΑΝΑΣΤΟΛΕΣ. Η Βασιλική Τρουφάκου μαζί με την Τζένη Θεωνά και τον Ιβάν Σβιτάιλο είναι τρία πρόσωπα δεμένα με έναν τρόπο υπόγειο, αλλά και φανερό ταυτόχρονα. «Πρώτη φορά νιώθω την ευθύνη ότι πρέπει να λειτουργήσουμε σαν ομάδα επί σκηνής» είπε η Τρουφάκου που ερμηνεύει τη Ματζέντα. «Είναι δύσκολο και είναι κάτι που γίνεται με τις πρόβες. Σε αυτό το έργο πρέπει να αφήσεις τον εαυτό σου και τις αναστολές σου πίσω. Να αφήσεις τη φαντασία σου ελεύθερη και όταν το κάνεις βουτάς σε ένα σύμπαν πολύ ωραίο. Είναι ένα έργο που θέλει την καλή σου διάθεση, για να μπορέσεις να είσαι δημιουργικός την ώρα της πρόβας. Εχει αυστηρές δομές, πρέπει να κρατήσεις τις φωνές σου και δεν θα μπορούσε να γίνει με έναν άνθρωπο που δεν έχει χιούμορ, που δεν σε αφήνει ελεύθερο και που δεν έχει μια λοξή, αλλά αληθινή ματιά».

«Τα πάντα ζήσε»

Ηταν εμμονή του σκηνοθέτη να κρατήσουν το έργο ακριβώς όπως είναι, γι’ αυτό και μια μεγάλη δυσκολία ήταν να μεταφραστούν οι στίχοι στα ελληνικά. «Υπάρχει μια φράση στο έργο που λέει ο Δρ. Φρανκ, “Don’t dream it. Be it. Μην το ονειρεύεσαι. Ζήσ’ το”, που το έχουμε μεταφράσει ως “Τα πάντα ζήσε. Πραγματικά, όταν έρχεται η στιγμή που ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης ως Φρανκ-ν-Φέρτερ λέει “Τα πάντα ζήσε”, αισθάνεσαι ότι αυτή είναι η ουσία της ζωής ολόκληρης» λέει ο Κωνσταντίνος Ρήγος.

INFO

«Rocky Horror Show», έως 16 Νοεμβρίου στο Rex (Πανεπιστημίου 48, Αθήνα, τηλ. 211-8000.080). Εισιτήρια: 12-40 ευρώ. Σκηνοθεσία – χορογραφία – σκηνογραφία: Κωνσταντίνος Ρήγος. Ενορχήστρωση: Δήμος Αναστασιάδης. Πρωταγωνιστούν με σειρά εμφάνισης: Βασιλική Τρουφάκου, Μάξιμος Μουμούρης, Νάντια Μπουλέ, Ιβάν Σβιτάιλο, Τζένη Θεωνά, Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Νάσος Παπαργυρόπουλος, Γιάννης Τσεμπερλίδης, Κλέων Γρηγοριάδης. Στον ρόλο τού αφηγητή ο Γιώργος Μαζωνάκης. Φαντάσματα: Γιάννης Μωραΐτης, Χρήστος Νικολάου, Γιάννης Τσεμπερλίδης, Ιόβη Φραγκάτου, Ηρώ Χαλκίδη.