«Εχω έναν µουσικό κόσµο που δεν µοιάζει µε κανέναν». Η φράση του Τσιτσάνη συνοψίζει τον καινοτόµο τρόπο που σκέφτηκε, δηµιούργησε και έδρασε στον 20ό αιώνα (η δηµιουργία του διατρέχει την περίοδο 1936 – 1983). Και όχι τυχαία οι νεότεροι ερευνητές και καλλιτέχνες (πρόσφατα τον διασκεύασε στον κύκλο «Cloudy Sunday Cloudy» ο Vassilikos) επανέρχονται στο έργο του φωτίζοντάς το ο καθένας από τη σκοπιά του.

Στο πεδίο της επιστημονικής έρευνας, για παράδειγμα, τα πράγματα προχωρούν με πρωτόγνωρο τρόπο. Αν για χρόνια η καταγραφή του λαϊκού και του ρεμπέτικου είχε και μια ισχυρή δόση ρετρό (χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν έχουν παραδοθεί σπουδαίες εργασίες όπως ενδεικτικά η μουσική «Σμύρνη» του Αριστομένη Καλυβιώτη, τα «Απαντα Τσιτσάνη» του Θεόφιλου Αναστασίου ή οι «Οψεις του Ρεμπέτικου» του Κώστα Βλησίδη και άλλα), σήμερα αυτοί που αναλαμβάνουν είναι οι νέοι επιστήμονες που συχνά είναι ταυτόχρονα και μουσικοί.

Μια τέτοια περίπτωση είναι αυτή του Δημήτρη Μυστακίδη που προσφάτως κατέθεσε έρευνα για τη λαϊκή κιθάρα. Μια ξεχωριστή περίπτωση είναι αυτή του 32χρονου πιανίστα και καθηγητή στο ΤΕΙ Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής Αρτας Νίκου Ορδουλίδη. H εργασία του που πρωτοπαρουσιάζουμε στον ελληνικό Τύπο είναι η πρώτη – διεθνώς μουσικολογική – διατριβή αφιερωμένη σε έναν σπουδαίο δημιουργό όπως ο Τσιτσάνης. Εκπονήθηκε στο Πανεπιστήμιο του Λιντς (School of Music) και έρχεται, «γυρισμένη» πλέον στα ελληνικά», να πυκνώσει τις τάξεις των ελπιδοφόρων εργασιών αποτελώντας την αιχμή του σχετικού επιστημονικού δόρατος. Γιατί όμως ο Τσιτσάνης;

«Το βραβείο που απονεμήθηκε από τη Μουσική Ακαδημία Charles Gross στη Γαλλία το 1985, το πρώτο Πανελλήνιο Συνέδριο για τον Τσιτσάνη, το πρώτο αγγλόφωνο Συνέδριο στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου το 2012, το βιβλίο και το ομώνυμο θεατρικό έργο «Ουζερί Τσιτσάνης», η συναυλία του Γιώργου Νταλάρα στην περίφημη αίθουσα συναυλιών του Μεγάρου Μουσικής στην Αθήνα, η χρήση του ορχηστρικού τραγουδιού «Νέο μινόρε» στην ταινία του Γούντι Αλεν «Ακαταμάχητη Αφροδίτη» (1995) και η ίδρυση της Πολιτιστικής Εταιρείας Μουσικής Βασίλης Τσιτσάνης είναι περιπτώσεις που επιβεβαιώνουν όλους τους ισχυρισμούς σχετικά με τη σημασία του έργου του Τσιτσάνη και το γεγονός ότι οι θιασώτες του ρεμπέτικου, η επιστημονική κοινότητα και ο λαός εξακολουθούν να το θεωρούν εθνικό θησαυρό. Σύμφωνα με τη γνώμη των μελετητών, ο Τσιτσάνης συνέβαλε θεμελιωδώς στην εξέλιξη της ελληνικής λαϊκής μουσικής» αναφέρει ο Ορδουλίδης στην εργασία του που παρεμπιπτόντως είναι «και η πρώτη διδακτορική διατριβή για μη δυτικό συνθέτη διεθνώς». «Κάναμε διάφορες συναυλίες στην Αγγλία και ενδιαφέρθηκαν οι καθηγητές μου. Ετσι ξεκίνησα το διδακτορικό μου πάνω στον Τσιτσάνη» μού λέει ο Ορδουλίδης, με σπουδές και εργατοώρες σε κέντρα και συναυλίες ως πιανίστας εδώ και δεκαπέντε χρόνια.

Ούτε Δύση, ούτε Ανατολή

Με τι καινούργια στοιχεία φωτίζει όμως ο νέος επιστήμονας το παζλ του Τσιτσάνη; «Από το 1936-1940 γράφει με το παλιό στυλ. Το λεγόμενο ρεμπέτικο. Μετά τον Πόλεμο το αλλάζει αυτόματα. Αν σε όλα τα προηγούμενα κυριαρχούν τα μακάμ (σ.σ.: σετ μελωδικών δρόμων που χρησιμοποιούνται στην αραβική μουσική, είναι κυρίως μελωδία και σπάνια συγχορδίες), ο Τσιτσάνης δίνει πια βάρος στην αρμονία η οποία βέβαια προϋπάρχει αλλά τότε θεσμοποιείται. Ο Τσιτσάνης στέκεται στη μέση: Ούτε Δύση ούτε Ανατολή» σημειώνει ο Ορδουλίδης. Και προσθέτει: «Ακόμη μία καινοτομία του είναι πως ενέταξε το πιάνο στη δισκογραφία ενώ σε πολλά τραγούδια τα δεύτερα και τρίτα μπουζούκια που χρησιμοποιεί παίζουν ξεχωριστές μελωδίες. Μερικά παραδείγματα: «Τι τη θέλεις την Τσιγγάνα», «Χατζή μπαξές», «Μόρτισσα», «Αστραπή – βροχή – χαλάζι», «Μαυρομάτα» (Περαία και Μοσχάτο), «Τα λιμάνια»».

Υπάρχει επίσης κάτι μοναδικό στην περίπτωση του Τσιτσάνη (ίσως μόνο ο Χιώτης τού μοιάζει πολύ σε αυτό). Ο τρικαλινός δημιουργός (ξεκίνησε με μαντολίνο, παρεμπιπτόντως, αλλά αγάπησε σχεδόν αμέσως το μπουζούκι και επηρεάστηκε πολύ από τον σμυρνιό συνθέτη Βαγγέλη Παπάζογλου) είχε από νωρίς συνείδηση του τι κάνει. Και όσο προχωρούσε – με αποκορύφωμα το έτος 1950 όταν κορυφώνεται η δημιουργία του – ακόμη περισσότερο. Το 1950 είναι η χρονιά που γράφει 50 τραγούδια, σχεδόν όλα επιτυχίες. Αποτελεί μια κομβική χρονιά για τον ίδιο και τους μετασχηματισμούς του λαϊκού τραγουδιού. «Και εσκεμμένα χρησιμοποιεί με επιμονή τον όρο «λαϊκό» και όχι «ρεμπέτικο» αφήνοντας πίσω τον παλιό κόσμο» μάς λέει ο Ορδουλίδης. «Στην πραγματικότητα, ακόμη και ο ίδιος ο Τσιτσάνης αναφέρεται στον εαυτό του ως λαϊκός συνθέτης και πάντα αποφεύγει να χρησιμοποιεί τη λέξη ρεμπέτικο. Στο έργο του Βασίλη Τσιτσάνη αποδίδεται η ευρύτερη αποδοχή του είδους υπό τον όρο λαϊκό».

Το σίγουρο είναι πως ο Τσιτσάνης υπήρξε μια πολυδιάστατη προσωπικότητα. «Ηταν ακαδημαϊκός μουσικός. Σκεφτόταν λίγο παραπάνω» λέει ο Ορδουλίδης. Σκεφθείτε πως ο συνθέτης υπολόγιζε ακριβώς τις τάσεις κάθε φορά: όταν βγήκαμε από τον Πόλεμο δεν δίστασε να γράψει πιο χορευτικά κομμάτια (όπως τσιφτετέλια). Στη Μεταπολίτευση έγραψε και δύο αμιγώς πολιτικά: το «Είμαι της Γερακίνας γιος» και το «Μπλόκο». Ακόμη και τραγούδι για τον Κόμη Δράκουλα έγραψε όταν ήταν της μόδας ο ήρωας των ταινιών τρόμου («Ντάκουλας» με τον Τζων Στάκας και με εισαγωγή με… νυχτερίδες).

Μια τρίτη πλευρά που αναδεικνύει η διδακτορική έρευνα είναι ο Τσιτσάνης ως σχολή παιξίματος στο μπουζούκι. «Ο Τσιτσάνης σκέφτηκε εξαρχής να κάνει σημαία το μπουζούκι. Μελετούσε αφάνταστα, μάτωνε όντως πάνω στο όργανο αφού σκεφτείτε πως τότε η χορδή είχε απόσταση από την ταστιέρα δύο εκατοστά. Οταν μετακόμισε με την οικογένειά του στη Γλυφάδα κλεινόταν για ώρες στο υπόγειό του. Οι δικοί του τον έψαχναν για να φάει. Εψαχνε την κάθε νότα, πέταγε μελωδίες» σημειώνει ο Ορδουλίδης. Το βέβαιο είναι πως με τούτη την εργασία παραδίδεται πια στο ευρύ κοινό μια ολόκληρη συστηματοποιημένη και ακαδημαϊκή ματιά πάνω στους δρόμους, τους ρυθμούς, τις τεχνολογίες ηχογράφησης και πάνω από όλα σε μια ολόκληρη ηρωική εποχή μέσα από το κομβικό πρόσωπο του Τσιτσάνη.