Μια φθινοπωρινή µέρα, αρκετά χρόνια πριν, ο κοµίστας και γελοιογράφος Soloup ξεκίνησε από τη Μυτιλήνη για µια εκδροµή στο Ayvalik. Μιάµιση ώρα χρειάστηκε για να διασχίσει µε το καραβάκι το µπουγάζι µεταξύ του νησιού και της µικρασιατικής πόλης. Ξεναγό για τον τελικό προορισµό του είχε το βιβλίο ενός ανθρώπου που γεννήθηκε εκεί, γεµάτο µε διηγήσεις για σπίτια που µέσα σε µια νύχτα κάποιοι τα άφησαν βίαια και κάποιοι άλλοι τα βρήκαν εγκαταλειµµένα. Επιστρέφοντας αναζήτησε κι άλλες µαρτυρίες και καταγραφές, µέχρι που αποφάσισε να µεταγράψει την εµπειρία του µε τη βοήθεια της τέχνης του και στόχο την ανθρωποκεντρική έρευνα. Οχι ότι µια άλλου είδους «φαγούρα» έλειπε από τα καύσιµά του. «Πάντα µε συγκλόνιζαν όσα άκουγα παιδί από τη γιαγιά µου τη Μαρία» λέει σήµερα στα «ΝΕΑ». «Μου µιλούσε για τη φρίκη που έζησε στο λιµάνι της Σµύρνης. Μεγαλώνοντας, όπως φαντάζοµαι ότι συνέβη στους περισσότερους µε καταγωγή από τη Μικρασία, αυτά κλειδώθηκαν σ’ ένα µπαούλο γιατί δεν αντέχεις να ζεις µαζί τους. Ερχεται όµως µια µέρα που σε «φαγουρίζει», όπως λες κι εσύ, να ξανακοιτάξεις µέσα του. Να σταθείς, ενήλικας πια, µπροστά σ’ εκείνο που δεν άντεχες µικρός. Ε, αυτή η µέρα για µένα υπήρξε το ταξιδάκι στο Ayvalik. Και το κλειδί του βρισκόταν µέσα στο «Αϊβαλί, η πατρίδα µου» του Φώτη Κόντογλου που είχα για συντροφιά».

Η έρευνα που ακολούθησε δεν ήταν παίξε – γέλασε. Γύρω από εκείνο του Κόντογλου, μαζεύτηκε μια μεγάλη παρέα από βιβλία. Αρχικά λογοτεχνικά, όπως των Ηλία Βενέζη, Στρατή Δούκα, Κοσμά Πολίτη, Αγάπης Βενέζη – Μολυβιάτη. Ο κύκλος άνοιξε και σε ιστορικά ερωτήματα, χρειάστηκαν επομένως μελέτες, αρχεία και βιβλιοθήκες, φωτογραφίες και γκραβούρες ή καταγεγραμμένες αφηγήσεις. Ηταν φυσικά μια έρευνα με κάμποσες εκπλήξεις, ασυνήθιστου όμως χαρακτήρα: «Οσο σκαλίζεις», εξηγεί ο Soloup, «συνειδητοποιείς ότι τα κομμάτια που ψάχνεις δεν απουσιάζουν τόσο από το παρελθόν –αφού λίγο – πολύ τα στοιχεία υπάρχουν –αλλά από το τώρα. Σήμερα είναι που η άγνοια της Ιστορίας κρύβεται πίσω από προκαταλήψεις και εύκολες και μονοδιάστατες απαντήσεις».

Σκιτσάροντας τοn Βενέζη
Ο Soloup παραδίδει ένα graphic novel 440 σελίδων που, όπως σημειώνει στην εισαγωγή του και ο Bruce Clark, συγγραφέας του βιβλίου για τις «παρενέργειες» της Συνθήκης της Λωζάννης «Δυο φορές ξένος», έχει κατορθώσει «να υφάνει μια σύγχρονη ιστορία για έναν Ελληνα που παίρνει το πλοίο από τη Μυτιλήνη για το Αϊβαλί, με αρκετές διηγήσεις από το παρελθόν». Σε αυτές περιλαμβάνονται οι «σπαρακτικές οικογενειακές αναμνήσεις του συγγραφέα γνωστού ως Ηλία Βενέζη», η ιστορία της αδελφής τού Ηλία, Αγάπης, «που έβαλε σε κίνδυνο την ίδια της τη ζωή και έπιασε φιλία με έναν τούρκο στρατιώτη σε μια απέλπιδα προσπάθεια για να βρει τον αδελφό της», αλλά και εκείνη του νεαρού μουσουλμάνου από την Κρήτη, του Χασάν, που «φτιάχνει εκ νέου τη ζωή του (…) στο λιμάνι των Χανίων, η ανταλλαγή πληθυσμών όμως τον αναγκάζει να εγκαταλείψει τα πάντα». Ολα αυτά σε έξι κεφάλαια, από τα οποία το πρώτο και το τελευταίο αναφέρονται στο παρόν, ενώ τα ενδιάμεσα σε κείμενα και πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις του παρελθόντος, παραπέμποντας σε βιβλία των Φώτη Κόντογλου, Ηλία Βενέζη ή του τουρκοκρητικού συγγραφέα Αχμέτ Γιορουλμάζ. Θυμίζοντας αμυδρά αλλού τον Will Eisner, αλλού τους Altan και Edika, αλλά πάνω από όλα τον καλύτερο εαυτό του, ο Soloup, παρατηρεί ο Clark, «δείχνει πόσο εύκολο είναι να δεθούν οι άνθρωποι από τις αντίθετες πλευρές του ελληνοτουρκικού καθρέφτη, τουλάχιστον επιφανειακά, μας υπενθυμίζει όμως ότι οι δαίμονες του παρελθόντος δεν μπορούν να εξορκιστούν με μια κουβέντα και ένα φλιτζάνι καφέ».

Πόσες δηλαδή ήταν οι διαφοροποιήσεις και πόσα τα κοινά στοιχεία στην προσέγγιση Ελλήνων και Τούρκων; «Στο «Αϊβαλί» προσπάθησα να υπάρχουν και οι δυο ματιές, όσο βέβαια αυτό είναι εφικτό, αφού δεν μεγάλωσα στην Κίνα αλλά σε κάποιες, μεταλλαγμένες σήμερα, προσφυγικές συνοικίες των Αθηνών» αποκρίνεται ο Soloup. Θεώρησε αναγκαία, διευκρινίζει, τη συνύπαρξη και της ματιάς των Τούρκων μέσα από τις αφηγήσεις του Αχμέτ Γιορουλμάζ. Το δράμα των χρόνων του πολέμου, λέει, δεν ξεκίνησε και τελείωσε στην Καταστροφή της Σμύρνης το 1922, ούτε αφορά μόνο τη δική μας πλευρά. Είχε αρχίσει δεκαετίες πριν και για εκείνον –μέσω των συνεπειών της –φτάνει μέχρι σήμερα, που Ελλάδα και Τουρκία συνεχίζουν ακόμα τον πόλεμο μέσω των διαφορετικών εθνικών αφηγήσεων. «Σε κάθε αφήγηση, οι κακοί και οι φταίχτες είναι πάντα οι άλλοι. Αυτοκριτική, μηδέν» παρατηρεί, ξεκαθαρίζοντας όμως ότι αυτό δεν εξισώνει τις ευθύνες, ούτε «ισοφαρίζει» τις φρικαλεότητες. Απλώς, πέρα από τον «ρεαλισμό» των στρατηγών, των πολιτικών και της διπλωματίας υπάρχουν οι άνθρωποι. «Και αλίμονο αν αρχίσουμε να θεωρούμε την υπεράσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας «ουτοπική». Ο ανθρώπινος πόνος –των μικρασιατών προσφύγων και των ανταλλαγμένων μουσουλμάνων της Συνθήκης της Λωζάννης –μπορεί να είναι η βάση μιας άλλης συνεννόησης».

Κόμικς και Iστορία

Και είναι αυτά θέματα για να τα αποτυπώσει κανείς σε ένα μέσο που ορισμένοι το θεωρούν παιδιάστικο; Μάλλον άστοχη ερώτηση για κάποιον που γελοιογραφεί στο «Ποντίκι», ενώ στο παρελθόν έχει συνεργαστεί με εφημερίδες και περιοδικά («Βήμα», «Βαβέλ», «Γαλέρα»), που έχει κυκλοφορήσει 13 άλμπουμ και φυσικά τη διατριβή «Τα ελληνικά comics», την εκτενέστερη μέχρι σήμερα μελέτη για το θέμα. Η ερώτηση θα είχε επίσης νόημα αν τα κόμικς δεν είχαν επιδείξει έργα όχι ακριβώς μυθοπλαστικά, όπως το «Palestine» του Joe Sacco, το «Persepolis» της Marjane Satrapi, το «Maus» του Art Spiegelman. «Το «Αϊβαλί» έχει αρκετά υβριδικά στοιχεία αφήγησης, είναι ένα παλίμψηστο κειμένων, εικόνων, φωτογραφιών το οποίο δεν μπορώ να το εντάξω ξεκάθαρα κάπου, σίγουρα όμως βρίσκεται κοντά στα παραπάνω παραδείγματα» είναι η άποψη του δημιουργού του. Ο οποίος επιστρατεύει πάνω από ένα αφηγηματικό ή σχεδιαστικό στυλ: «Είναι μια δυνατότητα που μου παρείχε το ίδιο το μέσο των κόμικς για καλύτερη απόδοση τόσο του χρόνου (ας πούμε ασπρόμαυρο σκίτσο για το παρελθόν, τόνοι του γκρι για το σήμερα) όσο και του ύφους που απαιτεί η κάθε εξιστόρηση. Για παράδειγμα, στα σημεία των αφηγήσεων του Κόντογλου προσπάθησα οι εικόνες να παραπέμπουν ή και να αναφέρονται στην εικαστική δουλειά του ίδιου του δημιουργού».

Αυτά βέβαια είναι τεχνικά ζητήματα. Οχι τόσο δύσκολα όσο η αποφόρτιση που ίσως επιδιώκει ο δημιουργός ενός έργου με τίτλο σχεδόν γαργαλιστικό για κάποιον με αλυτρωτικά αισθήματα ή προτίμηση στις τεταμένες ελληνοτουρκικές σχέσεις. «Τις περισσότερες φορές δεν μας ταράζουν τα πράγματα, αλλά οι ιδέες που έχουμε γι’ αυτά» πιστεύει ο Soloup και θυμάται ένα σχετικό «παιχνίδι» που έκανε όσο ήταν φαντάρος στη Μυτιλήνη. Κοίταζε τα απέναντι παράλια και προσπαθούσε να τα σκεφτεί με διαφορετικές λέξεις. Στη λέξη Τουρκία ταραζόταν. Του φαίνονταν απειλητικά, γεμάτα κάννες που τον σημαδεύουν. Στις λέξεις Μικρά Ασία τα παράλια μετατρέπονταν σε εύφορα μεσογειακά τοπία, στα σπίτια των γιαγιάδων του, στον Ηράκλειτο. «Σε ρωτώ λοιπόν» καταλήγει. «Ποια από τις δύο εικόνες ήταν η «πραγματική»; Υπάρχουν πολλές ερωτήσεις και δεν υπάρχει μια απάντηση. Στο «Αϊβαλί» το ζητούμενο δεν ήταν ν’ αποφορτίσω κάτι. Αντίθετα ήθελα να δούμε τα πράγματα με όλες τις φορτίσεις, χωρίς όμως τις έτοιμες απαντήσεις. Τώρα για όσους σκέφτονται άσπρο – μαύρο και νιώθουν τους εαυτούς τους άσπρους, όλοι οι άλλοι τους φαίνονται μαύροι».

Αν του ζητήσεις κάποιο συμπέρασμα για τους σημερινούς εθνικισμούς ή τον ρωτήσεις για τη δυσκολία να το απευθύνει σε ανθρώπους με σοβαρότερα προβλήματα από το «Αϊβαλί» ή νομίζουν πως αυτά θα λυθούν αν το κατακτήσουν, η απάντησή του θα υπονοήσει ότι το πρόβλημα, όπως καμιά φορά και στις ιστορικές αποφάσεις, δεν είναι διατυπωμένο σωστά. «Αν και το «Αϊβαλί» εκ των πραγμάτων αναφέρεται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ο βασικός του προβληματισμός είναι αρκετά πλατύτερος. Είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι μέσα στην Ιστορία σε περιόδους κρίσης. Τότε δηλαδή που πρώτα μεταμορφώνονται σε αγέλες και μετά σε θύματα. Μπορεί ν’ αλλάξει αυτό;» αναρωτιέται. «Μπορούμε να υπερασπιστούμε την ελευθερία μας, ειδικά σε περιόδους κρίσης; Δεν μιλάμε για το παντεσπάνι, αλλά για το κομμάτι ψωμί που συντηρεί την ανθρώπινη αξιοπρέπεια».