Ανάμεσά τους αναπτύχθηκε έρωτας με την πρώτη ματιά. Κι αυτός ο έρωτας, που άρχισε το 1972 και διήρκεσε περίπου 30 χρόνια, πήρε τη μορφή βιβλίου –«The Greek House» -, το οποίο θα κυκλοφορήσει εντός του 2015 (από τις εκδόσεις Farrar, Straus and Giroux της Νέας Υόρκης).

Μέσα από τις σελίδες του αναδύεται ο ισχυρός δεσμός του νεαρού τότε ζωγράφου Κριστιάν Μπρέκνεφ για τη Σίφνο μέσα από γλαφυρού ύφους παραστατικές περιγραφές.

Τον Μάιο του 1972 βρέθηκε στην Αθήνα, άβγαλτο αγόρι ακόμα, όπως περιγράφει τον εαυτό του, που έψαχνε να βρει την ταυτότητά του, προσωπική και επαγγελματική.

«Ηταν ένα αληθινό καταφύγιο για μένα που ήθελα να ξεφύγω από τη ζωή μου στην Ευρώπη και την Αμερική. Δεν υπήρχαν τηλέφωνα, παρά μόνον τηλέγραφος και μια τηλεφωνική γραμμή στο ταχυδρομείο. Ηδη από τον Πειραιά είχες αφήσει πίσω τον αληθινό κόσμο, τις έγνοιές σου, τις σχέσεις σου με τους εμπόρους τέχνης, τους εραστές, την οικογένειά σου».

Το οδικό δίκτυο, σχεδόν ανύπαρκτο στη Σίφνο, και εκτός από ελάχιστα ταλαιπωρημένα ρωσικά ταξί δεν κυκλοφορούσε κανένα άλλο όχημα.

«Για χρήματα ούτε λόγος. Οι συναλλαγές βασίζονταν στην ανταλλακτική οικονομία, οι τουρίστες ελάχιστοι κι εγώ ένας από τους πρώτους που πήγαν και έμειναν –ή πηγαινοερχόμουν συχνά –και έτσι γνωρίστηκα με όλους σε σημείο να με φωνάζουν Χρήστο, παρατσούκλι που υποδήλωνε οικειότητα και άρα αποδοχή».

Απαλλαγμένος από ό,τι τον απασχολούσε, είχε την ευκαιρία –λέει –να ανακαλύψει τον εαυτό του, να ξεκαθαρίσει πράγματα μέσα του, ακόμα και για τη σεξουαλικότητά του. Πρωτίστως όμως πήγε για να δημιουργήσει. Με μεταπτυχιακό δίπλωμα από τη βασιλική Σχολή Καλών Τεχνών του Λονδίνου, βρήκε στη Σίφνο την πηγή έμπνευσής του. «Η τελειότητα της αρχιτεκτονικής, η ποιότητα του γεωφυσικού αναγλύφου, οι εναλλαγές χρωμάτων ανά εποχή δημιουργούσαν ένα εντυπωσιακό εύρος οπτικών ερεθισμάτων που με έκαναν να νιώσω ότι θα μπορούσα να εργάζομαι εκεί για πολλά χρόνια. Και πράγματι πέρασαν τρεις δεκαετίες».

Εμενε στα χαλάσματα ενός σπιτιού που του παραχωρήθηκε, σιγά σιγά το αναστύλωσε και κατόπιν το αγόρασε.

Οπως συμβαίνει με όλα σχεδόν στη ζωή, κάθε αρχή έχει και ένα τέλος. Η έμπνευση λιγόστεψε. «Τίποτα δεν ήταν το ίδιο στην πάροδο του χρόνου. Δεν ήμουν πλέον ο ανασφαλής, εσωστρεφής 20άρης που προσπαθούσε να διαμορφώσει την καλλιτεχνική του ταυτότητα, κάνοντας παράλληλα την εσωτερική του αναζήτηση. Είχα εξελιχθεί σε ολοκληρωμένο καλλιτέχνη, με εκθέσεις –και χάρη στην γκαλερί Κρεωνίδη που τότε έδωσε παράταση στην παραμονή μου στο νησί –και πωλήσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό».

Πίσω στο τέλος της δεκαετίας του ’90, ένας στενός φίλος του από τη Νέα Υόρκη τον παρότρυνε να γράψει για το σπίτι στα Εξάμπελα και τη ζωή στο νησί. «Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Είχα ακόμη συναισθηματική εμπλοκή. Οταν πούλησα το σπίτι κι έφυγα, το 2007, άνοιξαν οι κρουνοί της σκέψης και δεν σταματούσα να γράφω» θυμάται ο Μπρέκνεφ που είχε την υποστήριξη του επί 36 χρόνια συντρόφου του, συγγραφέα Τιμ Λοβτζόι, με τον οποίο συνυπογράφει το βιβλίο για τη Σίφνο.