«Μωρό μου, δεν πουλάμε σώμα, πουλάμε πνεύμα» είναι το αγαπημένο της μάντρα όταν βρίσκεται μπροστά σε φωτογραφικό φακό. Οποιος γνωρίζει τη Γλυκερία Μπασδέκη ξέρει ότι το εννοεί. Οπως εννοεί όταν λέει πως η ποίηση και το γράψιμο γενικότερα είναι για εκείνη το ελιξίριο της ομορφιάς. Ειλικρινής, αυθόρμητη και ετοιμόλογη, αντιφατική αλλά σίγουρα οξυδερκής και απολαυστική.

Δεκαεννέα μόλις ετών προειδοποιούσε τους αναγνώστες: «Είναι επικίνδυνο να ανοίγεις την πόρτα σου σε άγνωστες μικρές». Καθόλου δεν θα της κακοφαινόταν αν κάποιος της έλεγε ότι μάλλον είχε θράσος.

Η Γλυκερία Μπασδέκη τότε τα είχε όλα στα πόδια της. Αισθανόταν, όπως λέει, «βασίλισσα της ποίησης» με τις καλές κριτικές της, τη νιότη της και την όρεξή της για ζωή. Υπάκουσε στο τελευταίο με ευλάβεια, άφησε κάτω τα στυλό της και απόλαυσε ταξίδια, έρωτα και τηλεπαιχνίδια. «Επαιξα στο «Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος» και κέρδισα 800 ευρώ. Οχι, δεν τα έκανα βιβλία. Πήρα μποτάκια και έκανα δώρα». Μια αντίφαση που δηλώνει την ιδιοσυγκρασία της αλλά και τη θερμοκρασία της προσωπικότητάς της. Μια γυναίκα, δηλαδή, που ζει στην Ξάνθη, το πρωί πάει στο σχολείο όπου είναι διορισμένη και το μεσημέρι μαγειρεύει για την οικογένειά της και διορθώνει τα γραπτά των μαθητών της.

Αυτό έκανε 23 χρόνια –τόσα μεσολάβησαν –από την πρώτη της ποιητική συλλογή μέχρι να ξαναστρωθεί στο γράψιμο. Και αυτή η «σκοτεινή» και «ειρωνική» της ποίηση ή τα ιδιότροπα θεατρικά της από πού αντλούν υλικό; Τη μια στιγμή δηλώνει ότι η ποίηση δεν θα την κάνει ούτε ψηλότερη ούτε ομορφότερη, δεν θα εξαφανίσει τα παραπάνω κιλά της ούτε και την κυτταρίτιδα και την άλλη εξαίρει τις «ευεργετικές» ιδιότητες που έχει στην εξωτερική εμφάνισή της. «Ναι, το ξέρω ότι θα ακουστεί αντιφατικό, αλλά όταν γράφω λαμβάνω μια σωματική ευχαρίστηση, νιώθω να ομορφαίνω. Εντάξει, ξέρω ότι δεν είναι μια κατάσταση μόνιμη και αληθινή, αλλά είναι το δικό μου ελιξίριο».

Ισως και το εισιτήριο που ψάχνει για τα δικά της ταξίδια. Αυτό αναζητεί και στο καινούργιο έργο της που «παλεύει» αυτές τις ημέρες να ολοκληρώσει. Πρόκειται για την «Κερένια κούκλα», έργο που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Κωνσταντίνου Χριστομάνου, και σπεύδει να ξεκαθαρίσει: «Το διάβασα στα 17 μου και θα γράψω ό,τι θυμάμαι από τότε. Οδηγός μου όποια λέξη και εικόνα είναι πιο δυνατή στο μυαλό μου».

Δεν είναι τυχαίοι οι τίτλοι και των δύο θεατρικών έργων που έχουν την υπογραφή της: το «Ραμόνα travel: Η γη της καλοσύνης», βασισμένο στο «Λεωφορείον ο Πόθος», το οποίο παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του εφετινού Φεστιβάλ Αθηνών με sold out παραστάσεις, και η περυσινή ανεξάρτητη παραγωγή που παίχτηκε στα «Σφαγεία» με τον τίτλο «Στέλλα travel: Η γη της απαγγελίας». Αυτή ήταν η πρώτη της απόπειρα κειμένου για το θεατρικό σανίδι με το οποίο εγκαινίαζε τη συνεργασία της με την ομάδα Bijoux de Κant και για το οποίο απέσπασε εξαιρετικές κριτικές. Εκεί τη γνώρισε ο Θοδωρής Γκόνης, ο οποίος της ζήτησε να γράψει για το εφετινό Φεστιβάλ Φιλίππων. «Ετσι έγραψα το «Donna abbandonata ή Πολύ με στεναχωρήσατε, κύριε Γιώργο μου». Ηταν μια ιδιαίτερη στιγμή για μένα αφού πρώτη φορά έβγαινα έξω από το «αβγό» της Bijoux de Κant και φοβόμουν πάρα πολύ. Το αποτέλεσμα όμως ήταν για μένα εξαιρετικό τελικά, αφού ο Θοδωρής Γκόνης πήρε το κείμενο και το πήγε αλλού».

Η συνεργασία αυτή είχε και μια άλλη χαρά για τη Γλυκερία Μπασδέκη. Και η μαγική λέξη είναι η «παραγγελία». Ομολογεί πως μπορεί να βρεθεί σε δημιουργική εγρήγορση μόνο όταν κάποιος της ζητήσει συγκεκριμένα πράγματα σε συγκεκριμένο χρόνο. «Είμαι τεμπέλα και ανασφαλής» εξηγεί. «Αν δεν έχω χρονικούς περιορισμούς, δεν μπορώ να αποδώσω. Μόνο έτσι στρώνομαι στο γράψιμο και τότε γίνομαι εξαιρετικά επιμελής».

Δεν διστάζει να φανερώσει και σκέψεις από τα πιο κρυφά σημεία του μυαλού της: «Οταν κάποιος σου ζητάει να γράψεις, αισθάνεσαι την επιβεβαίωση και την ευχαρίστηση ότι αρέσεις. Δεν είναι λίγο». Σίγουρα όχι, αλλά πώς μπορεί να σταθεί δίπλα στην τόσο τρυφερή της σχέση με τη δημιουργία, η οποία υποδηλώνει σεμνότητα; «Ολοι οι καλλιτέχνες είναι νάρκισσοι. Και περισσότερο νάρκισσοι είναι οι πολύ μεγάλες σεμνότητες».