Είναι δεν είναι 30 χρονών. Από την Αρχιτεκτονική του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας δηλαδή (στην οποία κατέληξαν η μεν επηρεασμένη από τη ροπή της οικογένειάς της στις τέχνες και στα ταξίδια, ο δε από την αγάπη για τη μαθηματική λογική που έκανε τον χώρο να φαίνεται σαν ένα συνεχές δυναμικό σύστημα, σχεδόν μαγικό) αποφοίτησαν το 2009. Οσα ακολούθησαν ήταν καταιγιστικά: μεταπτυχιακό με άριστα στην Architectural Association του Λονδίνου, πρακτική στο γραφείο της Ζάχα Χαντίντ, μετακόμιση στη Νέα Υόρκη για δουλειά στο Vito Acconci Studio και, τελικά, ένα μήνυμα από τον Πάτρικ Σουμάχερ που έλεγε ότι η ιρακινή αρχιτέκτων, συνεργάτης της οποίας είναι και εκείνος, ζητούσε να τους προσλάβει.

«Η συμπυκνωμένη εμπειρία από αυτό το γραφείο αποτελεί μεγάλο προνόμιο» παραδέχεται η Νατάσα Λιανού. Γιατί σε αντίθεση με όσα ακολουθούν συγκεκριμένα patterns, εκείνο επιτρέπει ελευθερία έκφρασης. Απαιτεί όμως αφοσίωση και συνεχή εγρήγορση». «Εχοντας δουλέψει σε μεγάλη γκάμα και διάφορες κλίμακες», προσθέτει ο Ερμής Χαλβατζής, «όπως στάδια, αεροδρόμια, ξενοδοχεία, μας έχει δοθεί η ευκαιρία να αναλάβουμε μεγαλύτερες ευθύνες από την εκάστοτε εμπειρία μας». Για να μη μιλήσουμε για τη θέα του μπαλκονιού του στις παγκόσμιες τάσεις: «Κυρίαρχες είναι προτάσεις που απαντούν αυστηρά στον δοσμένο προϋπολογισμό» εξηγεί η Νατάσα. Και ο Ερμής συμπληρώνει τη συμπύκνωση πολλαπλών χρήσεων σε μεγάλα κτίρια, σαν μορφοκλάσματα (fractals): «Η δημιουργία δηλαδή μικρών πόλεων σε αυτά, με κατοικίες, γραφεία, εμπορικά ή σχολεία και σκοπό την ελαχιστοποίηση του χρόνου μεταφοράς».

Αλληλεπίδραση

Αυτά φαίνεται ότι υπαγορεύει η διαρκής επιτάχυνση του ρυθμού ζωής που κρύβει όμως και τον κίνδυνο μιας πόλης με μεγάλες, κοινωνικά ασύνδετες νησίδες. «Δεν είμαστε απροϋπόθετα υπέρ», αποκρίνεται η Νατάσα, μιας και η γκετοποίηση αυτόνομων συστημάτων χωρίς επικοινωνία «είναι λογικός κίνδυνος». Η αλληλεπίδραση, ωστόσο, είναι ζητούμενο για τους επονομαζόμενους LC Architects που εδρεύουν στο Λονδίνο. Ζευγάρι στη δουλειά και στη ζωή, έχουν να επιδείξουν έργα από μια στάση λεωφορείου στο Σικάγο και μια εξοχική κατοικία στην Ανδρο (άπαντα, στην ιστοσελίδα lianou-chalvatzis.com) μέχρι ένα φωτιστικό που παίζει με τη βαρύτητα και μια εβραϊκή τελετουργική καλύβα – «σουκά» – στο Τορόντο. Αφήνοντας λοιπόν κατά μέρος τα νεοφουτουριστικά στοιχεία που μοιράζονται με την «αφεντικίνα» τους, πιστεύουν ότι «κάθε προϊόν υψηλού σχεδιασμού κρύβει μια ιδέα» η οποία παράγει νέες ιστορίες και υπεραξία, ενώ στόχος τους είναι και η «ευφυής κομψότητα». Αρχιτεκτονική για εκείνους είναι η δημιουργία μιας ιστορίας «η οποία πλάθεται και εξελίσσεται μέσα στον χρόνο, όπως ένα βότσαλο που «κάθεται» σε ένα ρυάκι με νερό που συνεχώς κυλάει».

Καλά όλα αυτά, τι πιστεύουν όμως ότι λείπει αρχιτεκτονικά από την Αθήνα; Καταρχήν, υστερεί λένε σε έναν συνολικό πολεοδομικό σχεδιασμό, με ορίζοντα 50-100 χρόνων. Η προφανής επίσης έλλειψη πρασίνου και ελεύθερων χώρων δεν βοηθά την πόλη να γίνει κτήμα των κατοίκων της. Ωστόσο, ένα πρόσφατο κλίμα δημιουργικότητας και αλληλεγγύης την κάνουν πιο εξωστρεφή – εν πάση περιπτώσει, ετοιμάζουν μια μελέτη προς παρουσίαση τον Οκτώβριο.

Για ζητήματα όπως η εκμετάλλευση του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού ή η πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου αισθάνονται ότι αν και μοιάζει να είναι «μια καλή αρχή» θα πρέπει να δοθεί έμφαση στο συνολικό πλαίσιο, στο ερώτημα «τι πόλη θέλουμε». Και με δεδομένη τη σκληρή οικονομική συγκυρία, πιστεύουν ότι η αρχιτεκτονική μπορεί να παίξει ρόλο σε μια αναπτυξιακή πορεία, «αρχικά ως όχημα ψυχολογικής αναπτέρωσης των κατοίκων», με ένα ερώτημα να είναι πώς θα αποφευχθούν λάθη του παρελθόντος. «Αν π.χ. κατανοήσουμε ότι το ελληνικό τοπίο είναι θησαυρός και βασικό εξαγώγιμο προϊόν που πρέπει να περιφρουρηθεί και να επαυξηθεί τότε θα έχουμε θέσει ένα πλαίσιο». Οχι ότι η μεγιστοποίηση των τουριστικών δυνατοτήτων είναι αρετή από μόνη της. «Πρέπει να είναι ποιοτική, όχι ποσοτική», ξεκαθαρίζουν, «αποφεύγοντας παραδείγματα χωρών που επέλεξαν το δεύτερο». Σαν την Ισπανία; «Ναι, οι ακτές της είναι χτισμένες με μεγαθήρια».