Και τον φετινό Αύγουστο η σειρά «Ενας τόπος, πολλοί συγγραφείς» μάς βοήθησε να συνειδητοποιήσουμε ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός: Καταπληγωμένος τόπος η Ελλάδα, από τη μια της άκρη ώς την άλλη, δεν υπάρχει ακόμα και μια σπιθαμή γης που να μην έχει ανασκαφεί από ένα δημιουργό –ποιητή ή πεζογράφο. Με αποτέλεσμα να έρχονται στην επιφάνεια περιστατικά και ιστορίες που, αν και έχουν αποτυπωθεί με εγκαυστική στη συνείδηση και στη μνήμη του λαού μας, συχνά, μέσα στην τύρβη μιας ακαταδάμαστης καθημερινότητας, αποσιωπούνται. Χωρίς βέβαια να ξεχνιούνται. Αλλωστε η Ιστορία για να είναι διαρκώς παρούσα χρειάζεται να μεταποιείται σε λογοτεχνία. Εστω και αν ούτε με τη μια ούτε με την άλλη μορφή φαίνεται να συνετίζει τους ανθρώπους –όσον αφορά περιστατικά και ιστορίες αυτόχρημα τραγικές που θα μπορούσαν να μην έχουν επαναληφθεί.

Κορυφαίος στη σειρά των δημιουργών που έχουν ταυτίσει την πεζογραφία τους με τις περιπέτειες εξαιρετικά δοκιμασμένων περιοχών του τόπου μας, ο Θανάσης Βαλτινός. Γεννημένος στο χωριό Καράτουλα της Κυνουρίας το 1932, θα εμφανιστεί στα Γράμματα με το αφήγημά του «Η κάθοδος των εννιά», που θα δημοσιευτεί στο περιοδικό «Εποχές» το 1963 –πολύ αργότερα θα εκδοθεί σε βιβλίο. Αυτό το εκτενές αφηγηματικό κείμενο, στα πενήντα πια χρόνια της ζωής του, δεν έχει πολιτογραφηθεί μόνον ως ένας εμβληματικός κρίκος στην αλυσίδα της πεζογραφικής προσφοράς του Θανάση Βαλτινού, αλλά και ως ένας εξέχων δείκτης της σύγχρονης Γραμματείας μας.

Η καταγραφή ενός περιστατικού που συνέβη στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, με την φαινομενικά ουδέτερη ματιά και την πλήρη ιδεολογική ανεξιθρησκία του συγγραφέα του, αναδεικνύουν το ίδιο το περιστατικό στις πραγματικά επικές του διαστάσεις. Απόδειξη το γεγονός πως, αν και τα μέρη που αναφέρονται μάς είναι γνωστά καθώς πρόκειται για τον Ταΰγετο, την Σπάρτη, τον Ευρώτα, το Αστρος, είτε για χωριά και περιοχές που ενδεχομένως έχουν αλλάξει οι ονομασίες τους, ή ακόμα κι αν έχουν παραμείνει οι ίδιες μάς είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστες, όπως Λογκάστρα, Σουστιάνοι, Βουρλιά, Ζυγός, γνωστοί ή άγνωστοι δηλαδή οι τόποι αποκτούν το νόημά τους χάρη στις περιπέτειες των ανθρώπων που τους θεώνται ή ζουν μέσα τους. Πράγμα που σημαίνει ότι στη μετάφρασή της «Η κάθοδος των εννιά» διατηρεί για τον αλλόγλωσσο αναγνώστη την ίδια δραματική ένταση και γοητεία, αφού ο συγγραφέας του εστιάζεται στις σχέσεις και κάνει τα πραγματικά τοπολογικά στοιχεία εντελώς διακοσμητικά.

«Η κάθοδος των εννιά» που ως ύφος και ήθος ζωής διακρίνει σύνολη την πεζογραφία του Θανάση Βαλτινού («Συναξάρι του Αντρέα Κορδοπάτη», «Εθισμός στη νικοτίνη», «Φτερά μπεκάτσας», «Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν», «Ορθοκωστά» κ.ά.) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια στροφή στην ελληνική πεζογραφία, αν δεν είχε προηγηθεί η «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα. Με μόνη διαφορά ότι η «Ιστορία» αυτή βασίζεται στην προφορική μαρτυρία ενός αιχμάλωτου στρατιώτη και, κατά δεύτερο λόγο, ότι η Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή, όσο οδυνηρές κι αν υπήρξαν για την Ελλάδα, παραμένουν πάντα μια υπόθεση που ξετυλίχθηκε σε κάποια απόσταση από την ίδια.

Ενώ στον Εμφύλιο, οπουδήποτε κι αν σημειώθηκαν περιστατικά αντίστοιχα με αυτά που αναπαριστώνται στην «Κάθοδο», συμπλέκονται μεταξύ τους σε βαθμό που όλη η Ελλάδα υπήρξε για δεκαετίας όμηρός τους. Επιπλέον, ενώ στην «Ιστορία» του Στρατή Δούκα δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς σε ποιο βαθμό τον άμεσο, ευθύ λαϊκό λόγο τον πιστώνεται ο πραγματικός της αφηγητής ή ο καταγραφέας της, στην «Κάθοδο» πρόκειται για μια γλώσσα με όλα τα στοιχεία μιας χειροποίητης αυθεντικότητας. Ωστε ακόμη και τα «ιδιότροπα» ονόματα των ηρώων της (που βέβαια δεν είναι τα πραγματικά) να ηχούν σαν ξεκορμισμένα από τον περιβάλλοντα χώρο, τον γήινο, τον αψύ και σκληρό, αλλά ταυτόχρονα και λίγο σαν υπερβατικό (Νικήτας, Μπρατίτσας, Κωνστανταράκος, Γεωργουλέας, Κουτσός, Λυγκίτσος, Κατσάνης, Γυαλής).

Τι περίεργο, αλήθεια, να λένε αναμεταξύ τους τα απολύτως απαραίτητα και μάλιστα σε μια πρωτόλεια, ιδιωματική σχεδόν γλώσσα, αλλά το αισθηματικό σύμπαν που δημιουργείται να εκφράζει με ενάργεια έναν κόσμο ανείπωτο ακόμη κι απ’ την πιο επεξεργασμένη, πνευματικά λεπτεπίλεπτη, γλώσσα. Ενώ όπου επεμβαίνει ο συγγραφέας για την περιγραφή του ταυτισμένου με τον ψυχισμό των ηρώων του «τοπίου» δεν χρησιμοποιεί μια πιο πεποικιλμένη ή πνευματική γλώσσα, απλά με έναν ανεπαίσθητο τρόπο αποκαλύπτει τις άπειρες δυνατότητες της χρησιμοποιημένης από τους ήρωές του φαινομενικά ακατέργαστης γλώσσας. Οι ίδιοι μάλιστα μέσα στη μονόγραμμη θωριά τους ορθώνονται μοναδικοί, σχεδόν αρχετυπικοί, ενσαρκώνοντας ταυτόχρονα και τον άγγελο και τον δαίμονα.

Οπως ακριβώς στην περίφημη σκηνή με τον αγωγιάτη που τον έχουν ζώσει οι αντάρτες.

«Ζύγωσε ο Νικήτας, πίσω του ο Μπρατίτσας και μεις. Τον βάλαμε στη μέση. Ο αγωγιάτης άπλωσε το χέρι του κι ακούμπησε τον τράχηλο του μουλαριού. Να πιαστεί από κάτι δικό του. –Από πού έρχεσαι; Τον ρώτησε ο Νικήτας. / –Από τα Βούρβουρα. / –Πού πηγαίνεις; / –Στο Καστρί. / –Πόσο είναι ώς εκεί; / –Μιάμισι ώρα. / –Εχει απόσπασμα; / –Δεν ξέρω. / –Τι κουβαλάς; / –Ασβέστι για την εκκλησιά. / –Στα Βούρβουρα έχει σταθμό; / –Οχι. / –Οι Βουρβουρέοι έχουν όπλα; / –Οχι. / Οι Καστρίτες; / –Δεν ξέρω. / –Τι θάλασσα είναι κει κάτω; / –Το Αστρος.

Ηταν έτοιμος να απαντήσει ακόμα, αλλά ο Νικήτας δεν τον ρώτησε τίποτα άλλο. Ο Γιωργουλέας όπλισε. Ο αγωγιάτης άρχισε να χλομιάζει. Ο Νικήτας τον κοίταζε. Ο Γιωργουλέας στεκόταν με το όπλο ασάλευτος, σα να ‘τοιμαζόταν από μέσα του. Το χέρι του αγωγιάτη σφίχτηκε νευρικά πάνω στο ζο. Η ματιά του Νικήτα πήγε σε κείνο το χέρι. Χοντρά λιοκαμένα δάχτυλα και στον παράμεσο μια φαγωμένη βέρα χαράκωνε τη σάρκα.

–Πήγαινε, του είπε. / Δεν το κατάλαβε αμέσως. / –Φύγε, του ξαναείπε ο Νικήτας. Εσκυψε, πήρε την ψάθα του κι άρχισε να τραβάει το μουλάρι. Ο Γιωργουλέας τίναξε το χέρι του οργισμένος και του άρπαξε την ψάθα από το κεφάλι.

Ο αγωγιάτης μάκρυνε σκυφτός χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Στράβωνε μονάχα η ραχοκοκαλιά του, εκτεθειμένη ακόμα στα ντουφέκια μας.

Ο Γιωργουλέας γύρισε στον Νικήτα.

–Γιατί τον άφησες; / –Καμώσου. / –Ξέρεις τι θα κάνει μόλις καβαλήσει τη ράχη; / –Εγώ κάνω κουμάντο εδώ. / –Με τη δική μου ζωή; / Πετάχτηκε ο Μπρατίτσας: / –Σκάσε.».