Υπάρχουν γωνιές της ελληνικής γης που δεν τις πιάνει το μάτι σου και όταν ακούς να γίνεται λόγος γι’ αυτές, σίγουρος πως δεν θα χρειαστεί ποτέ να τις μνημονεύσεις, σχεδόν αδιαφορείς. Αν και βαρυφορτωμένες με Ιστορία, περιστατικά που τις χαρακτηρίζουν καίρια, δεν σου αποκαλύπτουν απολύτως τίποτε. Ενώ τα ίδια ακριβώς περιστατικά, τοποθετημένα σ’ έναν άλλο τόπο, σε συγκινούν και σε μαγεύουν.

Για να επαναλάβουμε μια παμπάλαια αλήθεια, όσο λιγότερο αναγνωρίζει ο βιαστικός, ευκαιριακός επισκέπτης τις εντυπώσεις που έχει ο ίδιος αποκομίσει, σε σελίδες που έχουν γραφεί για μια πόλη, για ένα χωριό, για μια εξοχή, τόσο αυθεντικότερα εκφράζεται με τις σελίδες αυτές η πραγματική τους εικόνα. Ακριβώς γιατί η εικόνα ενός τόπου μέσα σε ένα σημαντικό κείμενο έχει εσωτερικοποιηθεί, ενώ η μηχανιστική θεώρηση της επιπόλαιης γνωριμίας δεν μπορεί να ικανοποιηθεί παρά με κοινοτοπίες.

Αν ένα πλήθος γεωγραφικής φύσεως λεπτομερειών στολίζει την πόλη της Μεσσήνης, δύο τουλάχιστον δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητες. Χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμού Παμίσου, στο κάτω μέρος της μεσσηνιακής πεδιάδας (πρόκειται για το ομηρικό «Μάκαρ πεδίον» ή τη «Μακαρία», όπως λέγεται ακόμη και σήμερα), δεν μπορεί να ξέρει κανείς πόσοι ακριβώς γνωρίζουν ότι σ’ αυτήν οφείλει η Μεσσήνη το προσωνύμιό της ως «Νησί». Ηταν στις αρχές της περιόδου της Φραγκοκρατίας όταν οι γάλλοι ιππότες που βρίσκονταν στην Πελοπόννησο αντίκρισαν ένα απροσδόκητο θέαμα: τα νερά του Παμίσου να έχουν καλύψει ολοσχερώς την περιοχή της Μακαρίας, με αποτέλεσμα να της δώσουν το προσωνύμιο «Νησί».

Προσωνύμιο που το διατήρησε ως το μοναδικό της όνομα για 600 τουλάχιστον χρόνια, αν και η λέξη «Νησί» εξακολουθεί να παραμένει σε ισχύ. Στην ίδια περίοδο της Φραγκοκρατίας τοποθετείται και η θρυλική μορφή της πριγκίπισσας Ισαβέλλας, που έγινε γνωστή ως πριγκιπέσα Ιζαμπώ, και την περιπετειώδη ζωή της αφηγείται, σε μια έξοχη μυθιστορηματική σύνθεση, στο ομότιτλο βιβλίο του ο Αγγελος Τερζάκης.

«Εν αρχή ην ο λόγος. Και μετά, για να ξεμπερδεύουμε, ο Ζαν-Πολ Σαρτρ», είχε γράψει, δίκην αφορισμού, τη δεκαετία του ’70 ο ποιητής Τάκης Σινόπουλος προκειμένου να σχολιάσει τη «γλώσσα» ενός ποιητή, χωρίς να χρειαστεί να μετέλθει τις περιπέτειες της γλώσσας από καταβολής της έως τις ημέρες μας. Αν λοιπόν θεωρήσουμε ως αρχή της Μεσσήνης το ομηρικό «Μάκαρ πεδίον» και ως «Ζαν-Πολ Σαρτρ» το γεγονός ότι πριν από έναν ακριβώς χρόνο ξαναλειτούργησε το αρχαίο θέατρό της, που ανακάλυψε ο αρχαιολόγος Πέτρος Θέμελης, άνετα καταχωρίζουμε στο «σήμερα» της Μεσσήνης τους ποιητές Κική Δημουλά και Γιώργο Μαρκόπουλο με τις ιδιότυπες αλλά και τόσο εκφραστικές περιγραφές της γενέτειράς τους.

Θυμίζοντας όμως ταυτόχρονα δύο ακόμη δημιουργούς που κατάγονται από τη Μεσσήνη, τον ποιητή, νομικό, ακαδημαϊκό και πρώτο πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Μ. Δ. Στασινόπουλο. Αλλά και τον πεζογράφο και θεατρικό συγγραφέα Σωτήρη Πατατζή, που το μυθιστόρημά του «Μεθυσμένη πολιτεία» είναι εμπνευσμένο από το «Νησί», ενώ το θεατρικό του «Δον Καμίλο» και η διασκευή του έργου «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ» έχουν κάνει λαμπρή καριέρα στο ελληνικό θέατρο.

Οποιος έχει διαβάσει έστω και ένα ποίημα της Κικής Δημουλά γνωρίζει πολύ καλά πως για τίποτε δεν έχει μιλήσει ποτέ άμεσα και απερίφραστα. Δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά για τη γενέτειρά της, τη Μεσσήνη, που με μια φευγαλέα εικόνα της πλατείας της και με μια εντελώς προσωπικής κοπής ανάμνηση –σκέτο ποίημα –μας τη μεταφέρει πολυτιμότερη από κάθε άμεση περιγραφή της:

«Η μάνα μου, για να με παρηγορήσει ότι είχα και χωριό και παππού και γιαγιά, μου έδειχνε τη φωτογραφία των γονιών της. Η πατρίδα της δεν φαινόταν. Τους κοίταζα. Αλλά και τι λόγια και τι χάδια να πάρεις από μια φωτογραφία που πίστευα από τότε πως ήταν φτιαγμένη από πεθαμένο χαρτί. […] Το 1940, τη μέρα που κηρύχτηκε ο πόλεμος, μόλις άρχισαν να ουρλιάζουν οι σειρήνες ενώ η μητέρα μου λιποθύμησε από τρόμο και εγώ σκλήριζα, τα δυο αδέλφια της που ρύθμιζαν τις μικρές και τις μεγάλες τύχες των αποφάσεων, αναθέτοντας στον πατέρα μου την ξεκούραστη φάση μόνο να τις σέβεται, αποφάσισαν με γρήγορο πανικό να φύγουμε από την Αθήνα. Να πάμε στην πατρίδα τους όπου εκεί θα ήμασταν ασφαλείς. Βρέθηκα στριμωγμένη σ’ ένα ταξί, σ’ όλο το μακρύ ταξίδι έκλαιγα γοερά.

Η μάνα μου με φίλευε κάθε τόσο γλυκύτατη υπόσχεση, σώπα, θα δεις, θα γνωρίσεις και τη γιαγιά σου, για παππού κουβέντα. Ηταν φαίνεται ήδη πεθαμένο χαρτί. Φτάσαμε. Θυμάμαι μια έρημη σχεδόν πλατεία, με δυο-τρεις φιγούρες να τρέχουν γρήγορα.

Ενα ωραίο κτίριο, εκεί που θα μέναμε. Κι αντί να ανεβούμε τις ρουφηχτικά επιβλητικές ξύλινες σκάλες, βρεθήκαμε να μας κατεβάζουν άρον άρον στο καταφύγιο που διέθετε το εκεί υποκατάστημα της Τραπέζης της Ελλάδος. Μόλις είχε χτυπήσει συναγερμός. Εκεί στριμωγμένο και το άγνωστο σε μένα σόι της μάνας μου. Το ελάχιστο φως του καταφύγιου έκανε τις μορφές τους ακόμα πιο άγνωστες απ’ όσο μου ήταν. Φίλα το χέρι της γιαγιάς σου, μου ψιθύρισε η μάνα μου σπρώχνοντάς με να σκύψω. Καθώς ανίχνευα ποια γιαγιά, ποιο χέρι, φίλησα πονώντας έναν σκληρό όγκο που έβγαλε εύκαμπτο, μεταλλικό ήχο. Σκιάχτηκα ότι η γιαγιά είχε πολλά σιδερένια δάχτυλα. Ηταν η αρμαθιά από τα κλειδιά με τα οποία κλείδωνε κάποτε τη διακυβέρνηση της εξουσίας της. Φίλησα τα κλειδιά, ενώ ένιωσα να μου χτενίζει τρυφερά τα μαλλιά ένα σκεβρωμένο χτένι, που προσπαθούσε να είναι χέρι και χάδι.

Οταν ένας τρομακτικός βρόντος από βόμβα που έπεσε πολύ κοντά στην Ηλεκτρική Εταιρεία βύθισε το καταφύγιο στο σκοτάδι. Προηγήθηκε μια δυνατή, στιγμιαία λάμψη, προφανώς από βραχυκύκλωμα. Στη διάρκειά της και όσο το σκοτάδι της επέτρεπε να πλανάται, απροετοίμαστο να κλειστεί αμέσως στον απόλυτο εαυτό του, πρόφτασα να γνωρίσω και να αποκτήσω γιαγιά. Είδα το κεφάλι της βομβαρδισμένο από μπαμπακένια λευκότητα και τη μορφή της κρυμμένη στο καταφύγιο της παλιάς ακμαίας ομορφιάς της».