Σαββατόβραδο στο Ηρώδειο. Μια μεγάλη ουρά περιμένει να μπει στο θέατρο. Στο ταμείο ένας απαιτητικός Κινέζος επιμένει να βγάλει εισιτήριο. Θέλει να δει τον «Οθέλλο» απόψε, όχι αύριο που είναι η πρεμιέρα. Με μεγάλη ευγένεια ο ταμίας του εξηγεί ότι δεν είναι κανονική παράσταση αλλά η τελευταία γενική δοκιμή χωρίς κοινό. «Και αυτοί τι είναι;» ρωτάει έτοιμος να θυμώσει ο μακρινός τουρίστας. «Ανεργοι», του λέει ο ταμίας, «η παράσταση είναι αφιερωμένη στους ανέργους απόψε και δεν πληρώνουν εισιτήριο».

Μαλακώνει ο ξένος, από εκνευρισμένος μέσα σε μια στιγμή κοιτάζει γύρω του έκπληκτος και απορημένος, το βλέπεις ξεκάθαρα στο πρόσωπό του: «Παίζετε για τους άνεργους, εδώ…» μονολογεί και απομακρύνεται ήσυχα. Παράξενα πράγματα συμβαίνουν στην Ευρώπη, ίσως σκέφτεται. Ποιος ξέρει. Πολύ θα ήθελα να τον ρωτήσω πώς του φάνηκε αλλά δεν τον πρόλαβα. Χάθηκε ανάμεσα στους ξένους που περπατούσαν στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου.

Στο μεταξύ ο κόσμος στο προαύλιο πληθαίνει. Δεν έχει κοσμικούς απόψε ούτε φανταχτερές εμφανίσεις. Ολα είναι ήσυχα και διακριτικά. Ο Ιάγος – Δημήτρης Πλατανιάς και μερικοί ακόμη καλλιτέχνες με τα βαριά μαύρα κοστούμια τους έχουν βγει από τα καμαρίνια για να πάρουν λίγο αέρα. Μιλάνε με τους φίλους τους.
Λίγο πριν από τις εννιά μπαίνουμε στο θέατρο. Το κάτω διάζωμα, με εξαίρεση ελάχιστες θέσεις που καταλαμβάνουν κάποιοι καλλιτέχνες, μένει κενό. Οι ταξιθέτριες οδηγούν τον κόσμο στο επάνω διάζωμα που σε λίγο γεμίζει ασφυκτικά. Οι φίλοι και οι συγγενείς των μελών της παιδικής χορωδίας και μερικοί δημοσιογράφοι κατευθύνονται από την άλλη πλευρά στις αριστερές κερκίδες. Μπροστά μου έρχονται δύο αναπηρικά καροτσάκια, δυο – τρεις νεαροί με πατερίτσες και ένας υπέργηρος. Μια κοπέλα του φέρνει μια καρέκλα και τον βοηθάει να καθήσει. Τους κοιτάζω με απέραντο θαυμασμό. Θα παρακολουθήσουν την παράσταση ήσυχοι και απορροφημένοι. Δεν είναι εύκολο και όμως το παλεύουν.

Ολοι όσοι βρίσκονται απόψε εδώ μέσα εξάλλου έχουν να παλέψουν με κάτι. Μου κάνει (καλή) εντύπωση επίσης ο αριθμός των νεαρών. Ανέκαθεν πίστευα ότι το λυρικό θέατρο προσελκύει μεγαλύτερους σε ηλικία θεατές. Λάθος μου.

Λίγο αργότερα στην ουρά για την τουαλέτα, πιάνω την κουβέντα με μια κοπέλα που στέκεται μπροστά μου. «Ανεργη, πρώην ιδιωτική υπάλληλος» μου δηλώνει με το κεφάλι κάτω. Φοβάται ότι δεν θα ξαναβρεί δουλειά και αυτό την απελπίζει. Νιώθει όμως μεγάλη χαρά γιατί μπορεί να παρακολουθήσει μια ωραία παράσταση. Της αρέσει η κλασική μουσική, η όπερα. Τραγουδάει και η ίδια. Δεν έχει χάσει ούτε μία από τις εκδηλώσεις της Λυρικής Σκηνής. Το βρίσκει «απίθανο» αυτό που κάνουν.

«Οταν χάνεις τη δουλειά σου, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ένα πιάτο φαγητό θα το βρεις. Αντε και ένα κρεβάτι» μου λέει, η Μ.Λ. που αναγκάστηκε να επιστρέψει στο πατρικό της σπίτι γιατί δεν μπορούσε πια να πληρώνει ενοίκιο (για ευνόητους λόγους δεν θέλει να δημοσιευθεί το όνομά της). Ευτυχώς οι συνταξιούχοι γονείς της λείπουν πολλούς μήνες τον χρόνο στο χωριό τους, έτσι έχει την ησυχία της. Γιατί δεν αντέχει το βλέμμα τους. Λες και φταίει αυτή που έχασε τη δουλειά της.