Οταν η σαμπάνια που ανοίγεται επί σκηνής είναι από τον Γιώργο Λούκο. Οταν τη Νύφη την πάνε… τέσσερις στην εκκλησιά την ώρα που ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος τραγουδάει «Το προσκλητήριο που μου ‘πεσε απ’ τα χέρια». Και όταν η Μάνα δίνει οδηγίες στον γιο της για την πρώτη νύχτα του γάμου, βιάζοντάς τον πάνω στο γαμήλιο τραπέζι κι ύστερα βυζαίνοντάς τον, το σίγουρο είναι ότι ο Ματωμένος Γάμος δεν είναι του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, όπως διατείνεται το πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών. Της Λένας Κιτσοπούλου, μπορεί.

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΜΕΝΟΙ. Τι περίμεναν να δουν οι θεατρόφιλοι που είχαν προ καιρού προαγοράσει τα εισιτήρια για τις δύο παραστάσεις του κατά Κιτσοπούλου «Ματωμένου Γάμου» και είχαν κατακλύσει την Πειραιώς 260; Απροετοίμαστοι πάντως στην πλειοψηφία τους δεν ήταν. Τουλάχιστον αν κρίνει κάποιος από τις κουβέντες στα πηγαδάκια έξω από τον χώρο Η. Κι ας είχε πάει η ώρα 23.30, έπειτα από δυόμισι ώρες παράσταση χωρίς διάλειμμα.

Στην πρώτη μισή και πλέον ώρα μόνο ακούγαμε. Δεν βλέπαμε. Η αγωνία της Μάνας –του εξαιρετικού Νίκου Καραθάνου –για τον επικείμενο γάμο του γιου της «αναλώνεται» κεκλεισμένων των θυρών, σκοτεινά και συντροφιά με το «Πάμε πακέτο» που η Μάνα παρακολουθεί κάνοντας ζάπινγκ. Κι αν αυτό το εύρημα συνεχίστηκε και στα προξενιά, με την πεθερά να εξετάζει τη Νύφη με φακό, την ώρα που ο πατέρας της βλέπει αθλητικά στην τηλεόραση, το σκηνικό άλλαξε άρδην μόλις έφτασε η ώρα του γάμου.

Ολα ανοιχτά. Ολα φωτεινά. Και το γνωστό λεξιλόγιο-μανιέρα της σκηνοθέτιδος επί σκηνής. Μικρόφωνα, λαστιχένιες μάσκες, λαϊκά άσματα, βωμολοχίες (που δεν περιλαμβάνονταν στη μετάφραση του ποιητή Νίκου Γκάτσου), ξεγύμνωμα και αποδόμηση, αποδόμηση, αποδόμηση.

Η ώρα του γάμου φτάνει. Μόνο που τα «όργανα» δεν παίζουν το κλασικό «Σήμερα γάμος γίνεται», αλλά «Το προσκλητήριο». Η Νύφη (Εμιλυ Κολιανδρή) τραγουδά «Αbraza me» (για να κλείσει και το μάτι στον Ισπανό Λόρκα ή ό,τι έχει απομείνει από αυτόν στην εν λόγω παράσταση) και η Μάνα χορεύει με μια βεντάλια στο χέρι (είπαμε, ισπανικές πινελιές). Η Νύφη πάει στην εκκλησιά οριζοντίως. Η πεθερά τραγουδά «Ιτιά, ιτιά» και ενώ το τραπέζι έχει στρωθεί κι οι καλεσμένοι έχουν πάρει θέση φορώντας τα καλά τους, ο συμπέθερος (Χρήστος Σαπουτζής) ρίχνει τις ζεϊμπεκιές του με το «Καλότυχα είναι τα βουνά» (το γνωστό ηπειρώτικο).

Από το χάος που λατρεύει να δημιουργεί η Λένα Κιτσοπούλου δεν λείπουν το χιούμορ, η κριτική σε πολλές κοινωνικές συμβάσεις και ουκ ολίγες φορές το ξεμπρόστιασμα για όσα κουκουλώνονται κάτω από πολιτικώς ορθές επιλογές. Κάπου εκεί εντάσσεται η βουλιμική απατημένη εξαδέλφη (Βίκυ Βολιώτη) που τρώει ό,τι βρει και μετά ξερνάει στις σαμπανιέρες. Ο συμπέθερος χουφτώνει τη χήρα συμπεθέρα. Ακολουθούν οι καβγάδες των γονέων για το ποιος έχει το καλύτερο παιδί. Και η ανελέητη σάτιρα για τα γαμήλια τραπέζια –εκεί που η ίδια η Κιτσοπούλου κάνει ένα πέρασμα με λουλουδάτο φόρεμα και τις αγαπημένες της πλατφόρμες για να δώσει ευχές και να δηλώσει ότι η σαμπάνια που ανοίγεται όπως στα σκυλάδικα «είναι από τον Γιώργο Λούκο». Κερασάκι στην τούρτα, ένας τύπος που σπάει πιάτα.

ΗΡΩΙΝΟΜΑΝΗ ΣΤΡΟΥΜΦΑΚΙΑ. Η Μάνα βιάζει και θηλάζει τον νιόγαμπρο γιο της (Αινείας Τσαμάτης). Ο κουμπάρος (Γιάννης Κότσιφας) ημίγυμνος με γραβάτα, όταν δεν ουρλιάζει, παραποιεί το «Σχολείο των Στρουμφ» τραγουδώντας «Δευτέρα ηρωίνη, την Τρίτη κοκαΐνη… από όλα τα χαπάκια το έκστασις μ’ αρέσει!».

Οι τόνοι πέφτουν όταν η Νύφη κλέβεται με τον πρώην αγαπημένο της (Σταύρος Γιαννουλάδης) και σύζυγο της εξαδέλφης της. Δεν σέρνεται πια στα τέσσερα με το νυφικό να την πνίγει και τα οπίσθιά της ακάλυπτα. Μόνο με τα εσώρουχα στην αγκαλιά του αγαπημένου της, την ώρα που η Μάνα σπαράζει και ο Γαμπρός καβαλάει έναν καλεσμένο για να πάει να τη βρει.

Το φεγγάρι του Λόρκα είναι ένας προβολέας. Και μετατρέπει το φινάλε σε tableaux vivant, με τη φωνή της σκηνοθέτιδος να διαβάζει τις σκέψεις τής Νύφης, την οποία πνίγει η πεθερά της.

Τα βουβά ουρλιαχτά διαδέχεται ένα θερμό χειροκρότημα με «μπράβο», αλλά και με πολλές –εκφρασμένες στα μετά την παράσταση πηγαδάκια –επιφυλάξεις.