Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί στο θέατρο είναι η πλήξη. Προσπαθώ να την αντιμετωπίσω με τίμια μέσα. Το ανέντιμο είναι να κάνει κανείς θέαμα, εντός εισαγωγικών». Αυτά δήλωνε ο Γιάννης Κόκκος στην ιταλική εφημερίδα «Ρεπούμπλικα» τον Δεκέμβριο του 1998 με αφορμή το ντεμπούτο του στην περίφημη Σκάλα του Μιλάνου, με την υπογραφή του στη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια στο «Λυκόφως των θεών», την τελευταία όπερα της τετραλογίας του Βάγκνερ με τον ενιαίο τίτλο «Το δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν».
Εχουν περάσει κάμποσα χρόνια από τότε και εκατοντάδες παραστάσεις του, όμως μένει αμετακίνητος στην θέση αυτή. Με τους ίδιους όρους εργάστηκε πάνω στο σαιξπηρικό διαχρονικό συμβολο της ζήλειας, τολμώντας όμως να βάλει το μαχαίρι πιο βαθιά έχοντας πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του τη μόνιμη επωδό του: «Δεν ανακαλύπτουμε το ζεστό νερό! Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε καλά τα πράγματα και από κει και πέρα η δική μας οπτική σε αυτά μπορεί να φέρει τη δημιουργία». Σκηνογραφικά πάντως η δική του οπτική θέλει τις αψίδες του Ηρωδείου στο σκηνικό του γκρεμισμένες και με μια αίσθηση… διαλυμένες.
Και αν η χαρτογράφηση του απτού κόσμου μπορεί να είναι εφικτή, τι γίνεται με εκείνη των συναισθημάτων; «Εδώ προχωράμε προς το άγνωστο. Και ένα γοητευτικό αποτέλεσμα που μπορεί να προκύψει είναι η ένωση και των δύο αυτών κόσμων, όσο πολύπλοκο και αν ακούγεται αυτό» λέει ο διάσημος σκηνοθέτης.

Αυτό το ιδανικό πεδίο δημιουργίας στην τέχνη που ζυμώνει τον ορατό με τον αόρατο κόσμο, ποιο κοινό είναι ικανό να το δεχθεί και να το αξιολογήσει; Ή ποιο είναι το ιδανικό για εκείνον;«Οταν εργάζομαι δεν σκέφτομαι τους θεατές. Προσπαθώ να κάνω τη δική μου μετάφραση των έργων που αγαπώ ή που αγάπησα στην πορεία. Γιατί υπάρχουν και αυτά. Για παράδειγμα, δεν γνώριζα καλά και είχα προκατάληψη για τον «Δον Κιχώτη» του Ζιλ Μασνέ,που ανέβηκε στο θέατρο Μαρίινσκι. Δουλεύοντας και μελετώντας το όμως, ανακάλυψα πράγματα που με συγκινούσαν και τα απέδωσα με έναν τρόπο προσωπικό που με γέμισε».

ΙΔΕΑΛΙΣΤΗΣ. Ο Γιάννης Κόκκος συνδέθηκε με τη μουσική αλλά και την ιδεαλιστική αντιμετώπιση της ζωής του ήρωα γιατί, όπως λέει, «κι εγώ προσπαθώ να παραμείνω ιδεαλιστής». Αυτό δεν είναι άλλωστε και η μεγαλύτερη ανταμοιβή των εμπλεκομένων με τον κόσμο της τέχνης; «Ζούμεμια άλλη ζωή στο θέατρο και την όπερα με τους όρους των ποιητών. Και σήμερα υπάρχει ανάγκη να επέμβουν στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι».
Φύσει και θέσει αισιόδοξος, ο Γιάννης Κόκκος υπερασπίζεται την ελπίδα που διαβλέπει να έρχεται μέσα από τη νέα γενιά. «Μπορεί να ακούγεται σαν κουβέντα του αέρα, αλλά πιστεύω πολύ στους νέους δημιουργούς οι οποίοι έχουν πάντα τον τρόπο τους. Στην Αθήνα υπάρχουν τόσα θέατρα στα οποία εργάζονται χωρίς να πληρώνονται πολλές φορές οι ηθοποιοί. Αυτό για μένα λέει πολλά και ίσως να είναι μια μορφή αντίστασης».

Δανείζεται τους στίχους του Εμέ Σεζέρ για να περιγράψει τις σκέψεις του για την ανάγκη της δημιουργίας: Η τέχνη υπάρχει για να κάνει τη ζωή φορητή και τον θάνατο αποδεκτό. «Αλλά για να γίνει η ζωή φορητή» υπογραμμίζει «χρειάζεται πάλη και αντίσταση. Και για να γίνει ο θάνατος αποδεκτός απαιτείται μια μη θρησκευτική πνευματικότητα».

Οι ιδανικές και καθαρές γραμμές της κοινωνικής δράσης όπως την οραματίζεται ο Γιάννης Κόκκος έχουν κάποιο έρεισμα στο σήμερα; «Στην Ελλάδα παρατηρείται τα τελευταία χρόνια η άνοδος της Χρυσής Αυγής και μάλιστα με τόσο μεγάλο ποστοστό.

Εδώ πρέπει να πούμε ότιτο φαινόμενο της Ακροδεξιάς είναι πανευρωπαϊκό. Φυσικά στην χώρα μας έχει την χειρότερη μορφή, διότι πρόκειται για ναζιστές. Ξεχνάμε να δούμε ότι κερδίζουν με τον ίδιο μηχανισμό που κέρδισαν με την κρίση του 1929. Αδιαφορούμε για τις ιδεολογίες οι οποίες επιφέρουν συρρίκνωση των αξιών και των ιδανικών και στη θέση τους μπαίνουν κούφια οράματα. Ο κόσμος ο οποίος δεν έχει από πουθενά να κρατηθεί τα αποδέχεται. Νομίζει ότι ξαναβρίσκει κάτι βαθύ και ηθικά υψηλό. Το χειρότερο είναι ότι εάν αύριο επιστρέφαμε σε μια εποχή ευμάρειας –έστω και επίπλαστης –τα ακροδεξιά φαινόμενα θα εξαφανίζονταν αμέσως».

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΨΕΜΑΤΑ. Πολιτικές και κομματικές διαδρομές μιας κοινωνίας, λέει ο γνωστός σκηνοθέτης, η οποία δεν έχει ουσιαστικές ηθικές βάσεις παρά μόνο ηθικολογικές. Η Ελλάδα έζησε την οικονομική ευδαιμονία μέσα σε ένα ψέμα. «Και τώρα ζει το ψέμα της εξόδου της κρίσης. Τίποτα δεν πάει καλά».

Προκαλούμε τη μνήμη του όταν ζούσε στην Ελλάδα της δικτατορίας και ως νέος έψαχνε τρόπους να αντισταθεί και ως δημιουργός να εκφραστεί. «Εφτιαχνα σκίτσα σατιρικά σε διάφορα έντυπα όπως το περιοδικό «Πορεία». Δεν υπέγραφα και έζησα για περίπου δύο χρόνια με διαβατήριο των Ηνωμένων Εθνών».