Γνώρισα ως σκηνοθέτις την Επίδαυρο πολύ αργά, γεγονός που δεν θα είχε συµβεί αν δεν αναλάµβανε τη διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου ο Γιάννης Χουβαρδάς. Ηθελα από πάντα να κάνω για το θέατρο τον Πελοποννησιακό Πόλεµο, επειδή όµως το σχέδιο ήταν πολύ ακριβό, µου πρότεινε ο Χουβαρδάς να σκεφθώ τον «Οιδίποδα». Ηταν κάτι που µε ευχαρίστησε γιατί ο «Οιδίπους» προσέγγιζε εποχιακά τον Πελοποννησιακό Πόλεµο, τουλάχιστον κατά την περίοδο του λιµού. Δεν ήθελα, όµως, να κάνω τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» χωρίς τον «Οιδίποδα Τύραννο».

Οργάνωσα, λοιπόν, µια ενιαία παράσταση µε τους δύο Οιδίποδες, εγκιβωτίζοντας τον «Οιδίποδα Τύραννο» στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ», καθώς την ώρα που «φεύγει» ο Οιδίπους, οι κόρες του, µεγάλες πια, χωρίς όµως να είναι παιδιά στον «Επί Κολωνώ», θυµούνται τη βαριά µοίρα του πατέρα τους, αλλά και τη δική τους. Εκανα, λοιπόν, την ενιαία παράσταση µε τους δύο Οιδίποδες, σε µετάφραση του Γιάννη Λιγνάδη και µε Οιδίποδα τον Μιχαήλ Μαρµαρινό.

ΕΝΟΧΗ. Σκηνοθετώντας, όµως, για πρώτη φορά σε ώριµη ηλικία στην Επίδαυρο, µου είχε φύγει η επιθυµία της. Το θεωρούσα άλλωστε σαν µια παραχώρηση στο όραµά µου, αυτό του Πελοποννησιακού Πολέµου. Επρόκειτο για την αντικατάσταση ενός σχεδίου ιστορικού µε ένα άλλο, πολύ σηµαντικό βέβαια, σχέδιο, αλλά δεν ήταν αυτό που µε βασάνιζε. Τα πράγµατα, όµως, όπως συµβαίνει συνήθως, εξελίχθησαν µε έναν άλλο τρόπο.

Αρχίζοντας από το ταξίδι, όταν έφτασα στην Επίδαυρο, προχωρηµένη απογευµατινή ώρα, µε τη δύση του ήλιου, παραδόξως, απέφυγα να ανέβω στο ίδιο το θέατρο

Οταν νύχτωσε όµως για τα καλά, µε κατέλαβε κάτι σαν ενοχή, που είχα δείξει µια τόσο µεγάλη αδιαφορία.

Πώς είναι δυνατόν να είµαι τόσο αναίσθητη και να µην έχω τρέξει αµέσως σ’ αυτόν τον µυστηριώδη, θρυλικό χώρο, όπου έχουν προσκυνήσει, πριν από µένα, τόσο σπουδαίοι άνθρωποι, Ελληνες και ξένοι; Σκέφτηκα: Μήπως επειδή έχω πάψει τελευταία ν’ αγαπώ πάρα πολύ το θέατρο, αυτό πήρε αµπάριζα και την Επίδαυρο;

Αισθάνθηκα µια βαθιά ενοχή, πρώτα σαν Ελληνας και µετά σαν πνευµατικό ον. Την άλλη µέρα, λοιπόν, ανεβαίνοντας στο θέατρο, πίεσα τον εαυτό µου να νιώσει αυτό το ιερό δέος που διατείνονται πως αισθάνονται όλοι όσοι πατάνε τα άγια χώµατά του. Αντίθετα, όµως, το καυτό λιοπύρι µε έναν ήλιο που µε έδερνε αλύπητα, µε έκανε να νιώσω µια σωµατική δυσφορία, γεγονός που είχε ως αποτέλεσµα να σβήσει η ενοχή.

Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν να αφήσω ελεύθερα τα συναισθήµατά µου, να µην νιώθω ούτε ενοχική ούτε υποχρεωµένη να αισθάνοµαι µε τον άλφα ή τον βήτα τρόπο. Να αισθανθώ πρωτίστως πρακτικά γιατί βρισκόµουν σ’ έναν χώρο όπου θα παρουσίαζα την παράστασή µου –διπλή µάλιστα παράσταση –ενώ ο χώρος µού φαινόταν πολύ πρόσφορος για το εγχείρηµά µου.

ΜΟΝΗ ΣΤΟ ΚΟΙΛΟ. Θα έλεγα ότι η συµφιλίωσή µου µε το θέατρο έγινε χάρη σε λόγους πρακτικούς. Η απόλυτη µάλιστα συµφιλίωση µε το θέατρο της Επιδαύρου έγινε αργά το βράδυ, όταν τελείωσε η πρόβα και έφυγαν οι ηθοποιοί.

Επρεπε να µείνω ολοµόναχη ή µάλλον µαζί µε τον φωτιστή, προκειµένου να φωτίσω τις θέσεις των ηθοποιών. Εστεκα στο κοίλον του θεάτρου, έβλεπα κάτω την ορχήστρα, πιο πέρα τα αρχαία, ακόµη πιο µακριά τα δέντρα, τα φώτα όµως «χορεύανε» και δεν «κάθονταν» καλά. Παρατηρούσα πως όσο περισσότερα φώτα έβαζα τόσο περισσότερο έκανα ένα spectacle άχρηστο για τον χώρο αυτό. Ο ίδιος ο χώρος ζητούσε µια οµοιοµορφία, µια ησυχία και, ακόµη περισσότερο, τη δική του ανάδειξη. Πρωτίστως, όµως, την παραλληλία της δικής του κίνησης µε το θέαµα που θα δεχότανε. Αποφάσισα, λοιπόν, να καταργήσω τα πολλά φώτα. Δυο τρία φώτα όλα κι όλα, σε ενιαίο µάλιστα φωτισµό.

Αρχισα να περπατώ σε όλες τις σειρές του θεάτρου, ώς επάνω, σ’ έναν χώρο ακατάλληλο για να καθήσει ο οποιοσδήποτε, αφού υπάρχουν φίδια. Ανέβαινα και κατέβαινα, πήγαινα δεξιά, πήγαινα αριστερά, σχεδόν τρέχοντας, για να βλέπω την πρόβα από διαφορετικά σηµεία.

Την επόµενη µέρα, ενώ γινόταν η πρόβα, κατάλαβα απολύτως ότι θα έπρεπε να ανεβοκατεβαίνω τις κερκίδες διαρκώς προκειµένου ν’ ακούω τον ήχο από όλες τις πλευρές. Συνειδητοποίησα ότι το ίδιο το θέατρο σού δείχνει ταυτόχρονα τη δύναµη και την αδυναµία του, καθώς δεν µπορείς να δεις τις λεπτοµέρειες, ενώ ακούς λίγο χαοτικά. Στο µέσον και προς τα κάτω ακούς λίγο καλύτερα, αλλά και πάλι δεν βλέπεις τόσο καλά.

Οταν κάθεσαι µπροστά στο κέντρο ή στα πλαϊνά, ανάλογα µε το πώς έχει στηθεί το θέαµα, ακούς, αλλά ακούς πολύ δυνατά. Εποµένως, όσοι κάθονται µπροστά σε ακούνε να φωνάζεις, ενώ για τους επάνω φωνάζεις πάντα λίγο, και µόνον όσοι είναι στο µέσον σε ακούνε να µιλάς καλά.