Προσωπικά με βοήθησε πάρα πολύ η μεθοδολογία του Ανατόλι Βασίλιεφ. Μια μεθοδολογία που ήρθε στην ουσία να κωδικοποιήσει αυτά που είχα ήδη μάθει από τον Κουν, τον Μινωτή, τον Τσιάνο, τον Βογιατζή. Θέλω να πω ότι είναι πράγματα που κι εγώ τα δοκίμαζα εμπειρικά, η διαφορά όμως με τους Ρώσους είναι ότι αυτοί δεν έχουν εμπειρική θεατρική παιδεία. Η παιδεία τους είναι πλέον επιστημονική. Υπάρχει παιδαγωγική, δηλαδή ένα παιδαγωγικό σύστημα που δεν έχει να κάνει με την εμπειρία, αλλά με έναν κώδικα, με ένα σύστημα, με μια μεθοδολογία.

Αυτήν ακριβώς τη μεθοδολογία πήρα από τον Βασίλιεφ. Μου άνοιξε μια δυνατότητα να διαβάζω τα κείμενα με έναν τρόπο πιο ουσιαστικό, να παρατηρώ δηλαδή τη δομή τους, να μη μένω στα ντουβάρια τα εξωτερικά. Να βλέπω δηλαδή πώς είναι φτιαγμένα και από μέσα, τι ακριβώς είναι το υλικό τους. Είναι σαν να αποκτάς την όραση μιας τέταρτης διάστασης. Βλέπεις τα πράγματα όχι μόνο να συνυπάρχουν αλλά και διάφανα. Να τα βλέπεις δηλαδή όλα όπως ακριβώς είναι. Με τον ίδιο τρόπο δούλεψα και τη «Φλαντρώ» του Παντελή Χορν. Με αποτέλεσμα να μπορέσω να δω το έργο με έναν τρόπο που αποκάλυπτε τα συστατικά του. Η ίδια δεν άλλαξα τίποτε, δεν πρόσθεσα τίποτε.

Αυτή είναι η σπουδαιότητα των πολύ μεγάλων έργων. Δεν υπάρχει μόνο το προφανές. Το προφανές είναι η αφήγηση, η ιστορία. Οπως ακριβώς ένας αρχιτέκτονας, όταν βλέπει ένα κτίριο, ξέρει πώς ακριβώς έχει φτιαχτεί. Ξέρει πού είναι οι αρμοδεσιές, πού έχουν ριχτεί τα μπετά, πού έχουν πέσει οι κολόνες, πώς ισορροπεί η στρουκτούρα. Ετσι κι εμείς οι ηθοποιοί θα πρέπει να μπορούμε να διακρίνουμε πώς έχει φτιαχτεί ένα έργο, για να μπορούμε να το εκφράζουμε σκηνικά με τον τρόπο μας. Ανάλογα με την εποχή μας, με την ευαισθησία της και την αισθητική της, τους κώδικές της. Είναι κάτι που προσπαθώ να το καταλάβω και η ίδια, γιατί είναι και για μένα ένας καινούργιος δρόμος πολύ ωραίος. Μου αποκαλύπτει πράγματα που δεν τα είχα ποτέ φανταστεί.