Ηταν μεσημέρι. Ενα από εκείνα του Αυγούστου. Τα χιόνια είχαν λιώσει, η θερμοκρασία είχε ανέβει κάπως. Ετσι κι αλλιώς η θεά Ηρα ανέκαθεν βρισκόταν σε μόνιμο καύσωνα και ζεμάτιζε τον Δία που προσπαθούσε να πάει προς το οροπέδιο των Μουσών για να γλιτώσει από τη μουρμούρα.

Είχε βρει την ηρεμία του. Νόμιζε. Στα δεξιά του άκουσε ομιλίες ανθρώπων. «Δεν είναι δυνατόν» σκέφτηκε κι ετοιμάστηκε να αμολήσει ένα αστροπελέκι. Αλλά κάτι άστραψε μπροστά του κι έχασε προς στιγμήν το φως από τα μάτια του. Μόλις είχε κάνει κλικ με εκείνη τη βαριά –αγαπημένη του όμως –φωτογραφική μηχανή ο Ελβετός Φρεντερίκ Μπουασονά.

Στις 2 Αυγούστου 1913 ο ανήσυχος διανοούμενος Ελβετός με το σπάνιο ταλέντο μαζί με τον συμπατριώτη του Ντανιέλ Μποντ – Μποβί και τον Χρήστο Κάκκαλο από το Λιτόχωρο για οδηγό τους (κυνηγός αγριοκάτσικων που είχε μεγάλη εμπειρία στον Ολυμπο, ήταν, λέγεται, ο πρώτος από τους τρεις που σκαρφάλωσε στον Μύτικα) πάτησαν τα πόδια τους στην κατοικία των θεών της μυθολογίας και μάλιστα χωρίς κατάλληλο εξοπλισμό.

Ή, αλλιώς, ήταν οι πρώτοι που έφθασαν στην κορυφή του ψηλότερου όρους της Ελλάδας (2.918 μ.), του δεύτερου των Βαλκανίων (μετά το όρος Ρίλα της Βουλγαρίας με 2.925 μ.).

Αν το συνταίριασμα μύθου και ιστορίας είναι σουρεαλιστικό, η έκθεση φωτογραφίας «Αναβάσεις στο βουνό των θεών – Frederic Boissonnas» ανασυνθέτει μια θρυλική περίοδο περίπου 14 ετών, στη διάρκεια της οποίας ο Μπουασονά με τον Μποντ – Μποβί (πρύτανη της Σχολής Καλών Τεχνών της Γενεύης) και τον Κάκκαλο ανέβηκαν συνολικά τέσσερις φορές στον Ολυμπο και η απελεύθερη Ελλάδα μέσα από τη φύση της και τις φωτογραφίες του Μπουασονά συστηνόταν στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Κάπου 140 καρέ μοναδικής αισθητικής του Μπουασονά από τις συνολικά 300 φωτογραφίες που τράβηξε ο ένθερμος φιλέλληνας και αεικίνητος περιηγητής είναι ένα απάνθισμα από τις τρεις αναβάσεις του και συνιστούν ενιαία αφήγηση για το ελληνικό όρος.

Η φωτογράφιση του Ολύμπου ήταν αποτέλεσμα αλυσιδωτής αντίδρασης και τον μίτο της ιστορίας ξετυλίγει ο Βαγγέλης Ιωακειμίδης που έχει τη γενική επιμέλεια της έκθεσης (στο Κέντρο Μεσογειακών Ψηφιδωτών Δίου): «Ο λόρδος Νάπιερ –πιθανόν ο 12ος -, που είχε θαυμάσει τη δουλειά τού Μπουασονά για το Λευκό Ορος, του παρήγγειλε να φωτογραφίσει τον Παρνασσό. Εντυπωσιάστηκε με τη σειρά του από τις φωτογραφίες του Μπουασονά για τον Παρνασσό ο τότε βασιλιάς Γεώργιος Α’ και του παρήγγειλε να φωτογραφίσει τον Ολυμπο».

Αλλο που δεν ήθελε ο Μπουασονά, ο οποίος, με καταγωγή από τη Μασσαλία (ιδρύθηκε από Φωκαείς περί το 600 π.Χ.), πίστευε ότι ήταν απόγονος των αρχαίων ελλήνων θαλασσοπόρων. Ο Ελβετός, λάτρης του αλπινισμού, αρχικώς κατευθυνόταν στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, αλλά επιδημία χολέρας τον εμπόδιζε να προσεγγίσει. «Αξιοποίησε τον χρόνο που είχε ανεβαίνοντας στον Ολυμπο τον Αύγουστο του 1913» σημειώνει ο κ. Ιωακειμίδης.