Καµιά διακοσαριά σινεφίλ στέκονται µε τα εισιτήρια στο χέρι στην είσοδο του Ζέφυρου. Κάνουν ένα τελευταίο τσιγαράκι, περιεργάζονται τις ρετρό αφίσες πίσω από τη γυάλινη βιτρίνα, πιάνουν ψιλή κουβέντα µε τον διπλανό τους στο πλατύ πεζοδρόµιο.

Είναι η τρίτη συνεχόµενη εβδοµάδα που παίζεται στον θερινό των Πετραλώνων το «Θεώρηµα» (1968) σε σκηνοθεσία και σενάριο του Πιερ Πάολο Παζολίνι. Μέχρι εδώ όλα καλά, σκέφτεται όποιος τύχει να περάσει από εκεί.

Τίποτα παράξενο, τίποτα διαφορετικό από αυτά που έχουµε συνηθίσει. Λίγα λεπτά όµως πριν ξεκινήσει η προβολή των 21.00, έξι αργοπορηµένοι νέοι φτάνουν σχεδόν τρέχοντας στο ταµείο. Βλέπουν την κοσµοσυρροή και απογοητευµένοι µέσα στη φούρια τους ψελλίζουν «φτου σου, δεν παίζει απόψε το «Θεώρηµα»!».

«Δεν πίστευαν στα μάτια τους» θυμάται ο Βελισσάριος Κοσσυβάκης από την εταιρεία διανομής New Star που ανέλαβε να τους εξηγήσει πως ούτε σε λάθος κινηματογράφο ήρθαν ούτε μόνοι τους θα είναι στην ιστορική αίθουσα.

«Είχαν την εντύπωση πως το σινεμά θα ήταν άδειο. Δυστυχώς, έχει επικρατήσει η άποψη ότι οι κλασικές ταινίες απευθύνονται σε περιορισμένο κοινό». Στο εξωτερικό βέβαια η αντίληψη είναι εντελώς διαφορετική.

Υπάρχουν μάλιστα αρκετά φεστιβάλ, όπως για παράδειγμα το TCM Classic Film Festival στο Χόλιγουντ, το Plaza Classic Film Festival στο Τέξας και το Festival Paris Cinéma στο Παρίσι, που στήνουν κάθε καλοκαίρι ολόκληρο το πρόγραμμά τους ή ένα μέρος του με κλασικές ταινίες του κινηματογράφου που έχουν γράψει ιστορία.

Η αλήθεια είναι πως στην Ελλάδα το κοινό που παρακολουθεί συστηματικά ταινίες του κλασικού κινηματογράφου –ταινίες βραβευμένες που τις έχει κρίνει τελεσίδικα ο χρόνος, όπως οι «Πολίτης Κέιν», «Μερικοί το προτιμούν καυτό», «Καζαμπλάνκα», «Λεωφορείον ο Πόθος» κ.ά. –δεν είναι τόσο πολυπληθές όσο το κοινό που θα γεμίσει την αίθουσα ενός μούλτιπλεξ όταν προβάλλει μια μπλοκμπάστερ ταινία.

Από τα περίπου δεκαπέντε εκατομμύρια εισιτήρια άλλωστε που κόβονται κάθε χρόνο στην Ελλάδα, μόνο οι διακόσιες χιλιάδες προέρχονται από προβολές κλασικών αριστουργημάτων.

Το κοινό βέβαια που επιλέγει τις κλασικές ταινίες είναι σταθερό. «Μπορεί να μην είναι συμπαγές –άλλοι προτιμούν περισσότερο τις γαλλικές ή τις αμερικανικές ταινίες και άλλοι τις ρωσικές ή τις ιταλικές -, είναι όμως σταθερό και ενημερωμένο. Το ψάχνει πριν πάει κινηματογράφο.

Δεν βλέπει φως και μπαίνει» διευκρινίζει ο Βελισσάριος Κοσσυβάκης. Ο Ορέστης Ανδρεαδάκης, καλλιτεχνικός διευθυντής του Athens Open Air Film Festival που φέτος προβάλλει διαμάντια του κινηματογράφου όπως«Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι», «Τσάιναταουν»,«Η παράσταση αρχίζει»,«Το μεροκάματο του φόβου»,«Να είσαι εκεί κύριε Τσανς», «Μαγική πόλις» του Νίκου Κούνδουρου κ.ά., συμφωνεί μαζί του.

«Υπάρχει κοινό που κυνηγά τις κλασικές ταινίες. Και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό υπάρχουν σινεφίλ που δεν πάνε μόνο στον κινηματογράφο αλλά αγοράζουν κιόλας ακριβές σειρές DVD για την ταινιοθήκη τους, όπως το «Criterion Collection», με επανεκδόσεις, έξτρα και άρθρα. Τους αρέσει να τα βλέπουν με τον σωστό τρόπο» υποστηρίζει και μας εξηγεί τι σημαίνει σωστός τρόπος. «Με τον ανάλογο σεβασμό, εννοώ, με ένα φορτίο σκέψης. Δεν τα βλέπουν όπως παρακολουθούν μια τηλεοπτική σειρά. Δεν είναι εύπεπτη διαδικασία».
Τα φιλμ νουάρ, οι ταινίες του Χίτσκοκ, της Οντρεϊ Χέπμπορν, του Κάρι Γκραντ, του Χάμφρι Μπόγκαρτ συγκεντρώνουν τις περισσότερες προτιμήσεις του κοινού. Η αγάπη των θεατών είναι τόσο μεγάλη που σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα τους οδηγεί στις κινηματογραφικές αίθουσες ξανά και ξανά για την ίδια ταινία.

«Πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια, στον Αλφαβίλ, συνάντησα έναν πελάτη που είχε δει την «Κατάσταση των πραγμάτων» του Βιμ Βέντερς 17 φορές» θυμάται ο Γιώργος Στεργιάκης, ένας εκ των ιδιοκτητών του ιστορικού Αστυ στο κέντρο της Αθήνας και διοργανωτής του φεστιβάλ Ταινιόραμα εδώ και 23 χρόνια. «Η κλασική ταινία δεν έχει πεθάνει. Στις οκτώ εβδομάδες που κράτησε φέτος το φεστιβάλ κόψαμε 4.000 εισιτήρια. Είχαμε όμως γερούς ανταγωνιστές απέναντί μας: το Μουντιάλ, τα θερινά σινεμά που ο κόσμος προτιμά σε σχέση με μια κλειστή αίθουσα, το αφιέρωμα που έκανε πρόσφατα η Ταινιοθήκη στον Γκοντάρ».

Πολλοί κυνηγούν τη μαγεία του παλιού με μανία. «Και αυτό γιατί στις κλασικές ταινίες αντανακλάται ένα ιδανικό παρελθόν, που είτε οι θεατές το έχουν ζήσει και θέλουν με έναν τρόπο να το επαναφέρουν είτε θέλουν να το ανακαλύψουν αν δεν το έχουν ζήσει» υποστηρίζει ο Ορέστης Ανδρεαδάκης.

Μια μανία που δεν γνωρίζει από μόδες και εξάρσεις αλλά που περνάει από γενιά σε γενιά ακόμα και ως ένα είδος «διαπαιδαγώγησης». «Εχω δει παππούδες και γιαγιάδες που έρχονται με τα εγγόνια τους, πατεράδες που φέρνουν τους γιους τους να δουν Φελίνι, Ταρκόφσκι. Δεν είναι τυχαίες επιλογές. Τα πετάνε κατευθείαν στα βαθιά» λέει ο Γιώργος Στεργιάκης.

Και επιβεβαιώνεται από τη Λουίζα Κουστουμπάρδη που μαζί με τον γιο της βρέθηκαν στο Αστυ για να δουν τη Μέριλιν Μονρόε στο «Μερικοί το προτιμούν καυτό».
«Είναι η πρώτη φορά που ήρθαμε σε προβολή κλασικής ταινίας. Το βλέπω ως μια μορφή εκπαίδευσης για το παιδί» εξηγεί. Γιατί όμως σε μια κλειστή αίθουσα, στα μέσα του καλοκαιριού, και όχι στο σπίτι αραχτοί στον καναπέ; «Μια παλιά ταινία είναι σαφώς καλύτερο να τη βλέπεις στον κινηματογράφο. Δημιουργεί άλλη ατμόσφαιρα. Και η διαδικασία όμως δεν είναι φαστ φουντ. Για να έρθεις εδώ θα ντυθείς, θα φτιαχτείς, θα βγεις έξω, θα πιάσεις στο χέρι σου το εισιτήριο. Είναι μια μαγική ιεροτελεστία».
Λίγες ώρες αργότερα, στη βραδινή προβολή της «Σκύλας» (1931) στον Ζέφυρο, πετυχαίνουμε την Ελίζα. Αγαπημένη της ταινία είναι η «Καζαμπλάνκα». «Είναι ασπρόμαυρη και ατμοσφαιρική. Εκεί τα βλέμματα σε πείθουν πως ο έρωτας αυτός μπορεί και να είναι αληθινός. Μια τέτοια ταινία δεν τη βαριέσαι ποτέ» λέει στα «ΝΕΑ» και εξηγεί γιατί βάζει στο μενού της προσωπικής της διασκέδασης μια κλασική ταινία.

«Εχουν άλλη ματιά, άλλη φωτογραφία, άλλο χρώμα συγκριτικά με τις νεότερες. Με τον τρόπο τους άνοιξαν τον δρόμο για τις μεταγενέστερες. Εχεις την αίσθηση ότι αυτό ήταν καινούργιο τότε, ότι υπήρχε τόλμη, αθωότητα και αυθορμητισμός επειδή όλα ξεκινούσαν» τονίζει.