Αυτές τις ημέρες βρίσκεται μαζί με όλο το κινηματογραφικό συνεργείο στον Πειραιά, όπου στο επόμενο διάστημα θα ακουστούν και τα τελευταία του «Πάμε!» ή «Καααατ!». Λίγο καιρό πριν τα άκουγε η Μυτιλήνη, καθώς εκεί διαδραματίζεται το τέλος της ιστορίας του. Από αυτό ξεκίνησε η ομάδα του, ολοκληρώνοντάς το μάλιστα μόλις σε δυο-τρεις ημέρες. Δεν είχε δηλαδή πειρασμούς το να δουλεύουν κατακαλόκαιρο σε ένα ωραίο ελληνικό νησί; «Είχε», λέει ο σκηνοθέτης Θοδωρής Αθερίδης, «αλλά τα σενάρια πρέπει να τα ακολουθείς. Αμα κάναμε όλοι ό,τι θέλαμε…».

Μιλά για την τελευταία του ταινία με τίτλο «Από έρωτα» που βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικό του έργο. «Πρόκειται για μια ερωτική ιστορία συγκινητική αλλά και αστεία», εξηγεί ο σκηνοθέτης, «για τον έρωτα μιας δημοσιογράφου, της Αννας, και ενός πυροσβέστη, του Αντώνη, ο οποίος τη σώζει από πυρκαγιά στην εφημερίδα της. Αυτά βέβαια οι θεατές τα βλέπουν αναδρομικά, γιατί στο παρόν η σχέση δεν υφίσταται και η Αννα επανέρχεται τις παραμονές του γάμου τού Αντώνη με μια Ρωσίδα. Το στόρι χτίζεται μέσα από μη γραμμική αφήγηση και στην πορεία οι θεατές μαθαίνουν κάποια πράγματα-κλειδιά: γιατί επιστρέφει τώρα η Αννα, σε τι κατάσταση βρίσκεται, ποια άλλα συνδέουν τους δυο τους».

Αυτά που συνδέουν πάντως την ταινία με το θεατρικό δεν είναι τόσο λίγα όσο απαιτούν άλλες παρόμοιες διασκευές. Η πλοκή άλλαξε, λέει ο Αθερίδης, ώστε τώρα να παρουσιαστεί όχι μόνο με τον λόγο, που είναι το μέσο στο θέατρο, αλλά και με τις εικόνες, το μέσο στον κινηματογράφο. Λίγο προφανή ακούγονται όλα αυτά, «κάθε τέτοια μεταφορά του λόγου σου όμως πρέπει να έχει μια ακρίβεια, όχι μονάχα ως πληροφορία και ως εντύπωση αλλά και ως αφήγηση» επισημαίνει. Και μη νομίσει κανείς ότι τα διάφορα φλασμπάκ του θεατρικού κειμένου ήταν πολύ διαφορετικά από ό,τι του κινηματογραφικού σεναρίου. «Ούτε εκείνο ήταν γραμμικό», θυμίζει ο δημιουργός του, «και εντέλει αυτό δεν γίνεται για να μπερδέψουμε τον θεατή, αλλά για να αναδειχθούν παλιότερες πτυχές της ιστορίας».

Γιατί τότε αποφάσισε να την ξαναπεί σχεδόν δέκα χρόνια από τότε που ανέβηκε στο Θέατρο Αθηνών; «Οι ρυθμοί με τους οποίους δούλευα δεν μου επέτρεπαν να στρωθώ να γράψω το σενάριο, κάτι που ήθελα να κάνω εξαρχής. Νομίζω πάντως ότι η απόσταση μόνο καλό έκανε. Κατασταλάζουν και μένουν στη μνήμη σου πράγματα από την ιστορία, τα οποία αναδεικνύεις πιο ψύχραιμα από ό,τι αν τη γράφεις εν θερμώ» απαντά. Μήπως όμως, με δεδομένο ότι κάτι παρόμοιο είχε κάνει και με το «Μια μέλισσα τον Αύγουστο», τέτοιες μεταφορές γίνονται επειδή είναι επικερδείς; «Καθόλου επικερδείς δεν είναι» αντιγυρίζει. «Αμα βλέπατε τι λεφτά έβγαλα με την πρώτη μου ταινία, θα καταλαβαίνατε ότι σε σχέση με τη δουλειά που έριξα δεν είχαν καμία επαφή με καμία πραγματικότητα. Στην Ελλάδα, οι σκηνοθέτες και οι ηθοποιοί κάνουν σινεμά από αγάπη γι’ αυτό. Εγώ πλούσιο έλληνα κινηματογραφικό σκηνοθέτη δεν γνωρίζω».