Μία από τις αναμενόμενες ερωτήσεις σε κάποιον κατά δήλωσή του Αυστραλό, αλλά με ελληνικότατο όνομα, που γράφει στα αγγλικά, μα στα ελληνικά ολοένα βελτιώνεται, είναι το πώς αισθάνεται βρισκόμενος στην Ελλάδα. Οχι πάντως σαν συνεπής τουρίστας, λέει ο Χρήστος Τσιόλκας. Ούτε σαν ένας ιστορικά δικαιολογημένος άσωτος υιός. «Θυμάμαι, μικρό παιδί στη Μελβούρνη», είναι η αστειούτσικη παρομοίωση που επιλέγει σαν απάντηση, «τις παλιές ελληνικές ταινίες που είχανε, ξέρεις, έναν μακρινό ξάδερφο. Εναν συγγενή από την Αυστραλία».

Στη χώρα βέβαια βρίσκεται για το τελευταίο μυθιστόρημά του, ενδιαφέρον επομένως έχουν και οι ιδιότητες του ήρωα του «Μπαρακούντα»: ενός εμμονικού με τη νίκη κολυμβητή που ευτυχισμένο δεν τον λες. Φταίει ο μιαρός ερωτικός του προσανατολισμός; Η εργατική και ξενική του καταγωγή ή ο ανταγωνισμός της πισίνας;

«Δεν στόχευα σε μια ιστορία για έναν ομοφυλόφιλο που αποκαλύπτεται» λέει ο Τσιόλκας. «Ολες αυτές οι συγκρούσεις συμβαίνουν ταυτόχρονα στον Ντάνι. Ηθελα κυρίως ένα μυθιστόρημα για τις ταξικές διαφορές και το μεγαλύτερο βάρος του πρωταγωνιστή είναι ότι με όλα αυτά νιώθει διαρκώς ντροπή».

Θέλει τόσο πολύ να γίνει κάποιος, που σε ένα σημείο ψάχνει απελπισμένα το ίχνος του στο Διαδίκτυο. Γκουγκλάρει τον εαυτό του. Είναι άραγε η πιο ματαιόδοξη αναζήτηση του 21ου αιώνα ή μια χαλασμένη κραυγή για αποδοχή; Μάλλον και τα δύο, πιστεύει ο Τσιόλκας. Ο Ντάνι, βέβαια, σκέφτεται με όρους απόλυτης επιτυχίας / αποτυχίας και με δεδομένο ότι ο δημιουργός του τον εμπνεύστηκε παρανοώντας το ξέσπασμα ενός πραγματικού αυστραλού αθλητή, το ερώτημα είναι αν η χώρα του έχει πρεμούρα με κάθε είδους νίκη.

«Οταν μεγάλωνα, δεν υπήρχε η λέξη «loser»» λέει. «Η αλλαγή εντοπίζεται κάπου στο ’80, όταν η Αυστραλία άρχισε να θαυμάζει όχι την Αγγλία, αλλά την Αμερική». Κατόπιν, λόγω και μιας ύφεσης, από πολυπολιτισμική κοινωνία έφθασε να δονείται και από υπόγεια ρατσιστικά ρεύματα. Το 2001, το κόμμα One Nation φλέρταρε με διψήφια ποσοστά. «Ολες οι πολιτικές της παγκοσμιοποίησης επίσης», καταλήγει ο συγγραφέας, «αποδυνάμωσαν την εργατική τάξη και η απόσταση μεταξύ πλούσιων και φτωχών αυξήθηκε».

Νιώθει πάντως τυχερός που διερευνά τέτοια ζητήματα με την ελευθερία ενός συγγραφέα, όχι τους περιορισμούς ενός πολιτικού. Διστάζει βέβαια να αναλύσει την ακροδεξιά άνοδο στην Ευρώπη –δεν γνωρίζει πολλά, αν και ανησυχεί για τον αντισημιτισμό και την ισλαμοφοβία, πιστεύοντας ότι «το ευκολότερο πράγμα είναι ο φόβος να γίνει ρατσισμός». Για την Ελλάδα ξέρει λίγο περισσότερα. Οι πρώτες ιστορίες που άκουσε, είχαν ελληνικό άρωμα που δεν θα άλλαζε. Δεν ήταν δηλαδή πιο δύσκολο για την ελληνική του οικογένεια να αποδεχθεί την ερωτική του ταυτότητα; «Μάλλον για κάθε οικογένεια δύσκολο είναι» απαντά. Στο κάτω κάτω, με εμπειρίες που αργότερα θα περιλάμβαναν από ναρκωτικά μέχρι ανώνυμες συνευρέσεις, μάλλον την έζησε τη ζωή του. Οχι ότι το θεωρεί προαπαιτούμενο για καλά μυθιστορήματα. «Θα ανησυχούσα», ολοκληρώνει, «αν άρχιζα να μιλάω για τους κανόνες που ορίζουν έναν «καλό συγγραφέα»».