«Οταν το τελείωσα, κατέθεσα τα όπλα, είπα πως μπορώ πια να πεθάνω, αρκεί να το δημοσιεύσουν τα παιδιά μου, σαν ελευθερωθούν οι ελληνικές ψυχές και συνειδήσεις» έγραφε η Πηνελόπη Δέλτα στο ημερολόγιό της στις 13 Μαρτίου 1940. Τρεις μήνες πριν η συγγραφέας των «Μυστικών του Βάλτου», του «Μάγκα» και του «Τρελλαντώνη» είχε βάλει τελεία σε ένα έργο που παρόμοιό του δεν είχε ξαναγράψει: τις «Ρωμιοπούλες».

Δεν ήταν βγαλμένο από τον επίγειο παράδεισο των παιδικών αναμνήσεων, αλλά από τη γεμάτη συμβάσεις ζωή των γυναικών και την οδύνη των ανεκπλήρωτων ερώτων τους, δεμένο με τη μεγάλη της αγάπη, τα στιγμιότυπα της ελληνικής Ιστορίας. Mε άλλα λόγια, ένα τρίτομο μυθιστόρημα που απευθυνόταν σε ενήλικο κοινό.

Το έργο αυτό έμεινε στο συρτάρι για 75 χρόνια. Και τώρα, που πλέον η παρουσίαση του αρχείου της φθάνει στο τέλος του, ήρθε η στιγμή να δει το φως της δημοσιότητας από τις εκδόσεις Ερμής.

«Είναι ένα έργο που πρέπει να ειδωθεί ως αυτοβιογραφία» εκτιμά ο επιμελητής του αρχείου της Πηνελόπης Δέλτα Αλέκος Ζάννας, ο οποίος επιμελήθηκε και την έκδοση.

«Επρεπε πρώτα να έχουμε μελετήσει τα αυτοβιογραφικά στοιχεία της, τα οποία και λειτούργησαν ως κλειδιά για να καταλάβουμε το συγκεκριμένο μυθιστόρημα» εξηγεί τον λόγο για τον οποίο το ανέκδοτο έως τώρα έργο επιλέχθηκε να κυκλοφορήσει τελευταίο, αν και δεν αποκρύπτει ότι και οι κόρες της συγγραφέως δεν ήθελαν να αντιμετωπίσουν το θέμα των αλύτρωτων ερώτων της μητέρας τους.

Σε 1.769 δακτυλόγραφα –σημερινές 1.400 τυπωμένες σελίδες –η Πηνελόπη Δέλτα στο κείμενο που έγραψε από το 1926 και ολοκλήρωσε τον Δεκέμβριο του 1939 αποφάσισε να αποκαλύψει έναν άλλον εαυτό, μακριά από εκείνον της γυναίκας που έγραφε τα παραμύθια που δεν έλεγε στα εγγόνια της. Διότι όσο και να προσπαθεί να αλλάξει ονόματα και τοποθεσίες, όποιος γνωρίζει καλά τη ζωή της θα διαπιστώσει ότι η Δέσποινα Δαπέργολα δεν είναι άλλη από την ίδια την Πηνελόπη Δέλτα.

«Πρόκειται για το ύστατο δημιούργημά της που αποτελεί μια ιστορική τοιχογραφία με αντικείμενο εξιστόρησης τις Ελληνίδες. Και παρά το γεγονός ότι πουθενά δεν χρησιμοποιεί το «εγώ» πρόκειται για μια καθαρόαιμη αυτοβιογραφία» επισημαίνει η ιστορικός Ιωάννα Πετροπούλου, η οποία διακρίνει και μια φεμινιστική διάσταση στο έργο.