«Aγαπημένη μου, προσευχήσου να πάει καλά, προσευχήσου να είμαι καλά στην υγεία μου, διότι ύστερα από αυτήν την ερμηνεία, αν πάει όπως ελπίζουμε και ονειρευόμαστε, θα είμαι η βασίλισσα του τραγουδιού στην Ιταλία, για να μην πω σε όλο τον κόσμο, για τον απλούστατο λόγο ότι φθάνω την τελειότητα και επειδή δεν υπάρχει άλλη Νόρμα σε όλο τον κόσμο!».

Η Μαρία Κάλλας είναι 25 ετών και βρίσκεται στην τελική ευθεία για το ντεμπούτο της στη Φλωρεντία που θα επιβάλλει σε όλον τον κόσμο τη μοναδική φωνή της. Η επιστολή της έχει ημερομηνία 9 Νοεμβρίου 1948. Είναι ακόμη εύσωμη και ήδη πολύ ερωτευμένη με τον Τζιανμπατίστα Μενεγκίνι, τον πολύ μεγαλύτερό της βιομήχανο από τη Βερόνα, τον οποίο και θα παντρευτεί τον Απρίλιο του επόμενου χρόνου, γάμος που θα κρατήσει για μερικά χρόνια. Το γράμμα απευθύνεται προς έναν άνθρωπο τον οποίο η Κάλλας εμπιστευόταν πολύ, τη δασκάλα που είχε στο τραγούδι όταν βρισκόταν στην Ελλάδα. Η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο δεν ήταν μια τυχαία δασκάλα. Ηταν διάσημη σοπράνο κολορατούρα που είχε θριαμβεύσει ως Ροζίνα στον «Κουρέα της Σεβίλλης» στη Σκάλα το 1916. Εφθασε στην Ελλάδα λίγο πριν από το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και έμεινε κατά κάποιον τρόπο εγκλωβισμένη στην αρχή και έπειτα από επιλογή, και είδε από κοντά τις πρώτες δόξες της Μαρίας Καλογεροπούλου στην Αθήνα, κυρίως στην Εθνική Λυρική Σκηνή.

Η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο ήταν η πρώτη που κατάλαβε τι θησαυρός κρυβόταν μέσα σε εκείνη τη μεγαλόσωμη, δύστροπη κοπέλα, η οποία ήταν και φιλόδοξη. Και αμέσως ανέλαβε να την πάρει υπό την προστασία της, να φροντίσει τη φωνή της, να βελτιώσει τα ιταλικά της, αλλά πάνω από όλα να την κάνει να αισθανθεί εμπιστοσύνη και να της προσφέρει την αγάπη που η Μαρία δεν είχε μπορέσει να έχει από τους γονείς της. Η Ελβίρα γεννήθηκε 30 χρόνια πριν από την Κάλλας. Πέθανε όμως στα 80 της χρόνια, τρία χρόνια μετά την απελπισμένη μαθήτριά της.

Επτά από τις επιστολές της Μαρίας Κάλλας προς τη δασκάλα της –ανέκδοτες όλες –βγαίνουν στο σφυρί στις 13 Μαΐου ως σύνολο από τον ιταλικό οίκο Μπολάφι με εκτίμηση περί τις 10.000 ευρώ. Στις σελίδες αυτές μπορεί κάποιος να παρατηρήσει τον γραφικό χαρακτήρα της Κάλλας και να διαπιστώσει ότι έγραφε με ένα παλιομοδίτικο καλλιγραφικό στυλ και κάποια ορθογραφικά λάθη στα ιταλικά. Η πρώτη επιστολή είναι μακροσκελέστατη –καταλαμβάνει 15 σελίδες –έχει ημερομηνία 28 Ιανουαρίου 1946 και έχει γραφεί από τη Νέα Υόρκη. Η τελευταία με ημερομηνία 26 Απριλίου 1969 έχει σταλεί από το Παρίσι, όπου η Ντίβα άφησε την τελευταία της πνοή.

ΦΑΝΑΤΙΚΟΙ ΣΥΛΛΕΚΤΕΣ. Η είδηση ότι οι συγκεκριμένες επιστολές θα δημοπρατηθούν έχει ήδη δημιουργήσει αναταραχή στον συλλεκτικό κόσμο καθώς οι φανατικοί συλλέκτες αντικειμένων που αφορούν τη Μαρία Κάλλας μοιάζουν ακόρεστοι. Η πιο διάσημη δημοπρασία με κειμήλια σχετικά με τη μεγάλη ντίβα της όπερας έγινε τον Δεκέμβριο του 2007, όταν οι Σόθμπις έβγαλαν στο σφυρί περισσότερα από 300 αντικείμενα από την ιδιωτική ζωή της Κάλλας που ανήκαν στους κληρονόμους του Μενεγκίνι: από τις υπέροχες τουαλέτες της και τα κοσμήματά της ώς τις φωτογραφίες της στο σκάφος του Ωνάση «Χριστίνα», την εποχή που βίωνε την απόλυτη ευτυχία. Αυτές οι επιστολές που θα δημοπρατηθούν τώρα θίγουν θέματα που αφορούν στη δουλειά και αφήνουν να διαφανεί η αγάπη για τη δασκάλα που ήταν πάντα συμπαραστάτριά της.

Η Κάλλας ήταν μόλις 23 ετών και είχε κάνει μία εμφάνιση, όταν τον Ιανουάριο του 1946 γράφει στην Ιντάλγκο από τη Νέα Υόρκη και επιτίθεται στη γερμανομανία της Μητροπολιτικής Οπερας που «δεν έχει μαέστρους όπως ο Τοσκανίνι, ο Σεραφίν και ο Ντε Σαμπάτα». Και της προτείνουν να ερμηνεύσει τη «Μαντάμ Μπατερφλάι». «Για όνομα του Θεού, θα είμαι γελοία, έτσι μεγαλόσωμη όπως είμαι. Καλύτερα να κλείσω το στόμα μου και να μην τραγουδήσω ποτέ πια, παρά να τραγουδήσω αυτό το πράγμα!». Μερικά χρόνια αργότερα θα διηγηθεί στην Ελβίρα μία από τις στιγμές θριάμβου της, μία Τραβιάτα στη Φλωρεντία. «Ο κόσμος έκλαιγε. (…) Οι εργάτες της σκηνής του θεάτρου, οι διευθυντές ορχήστρας, τα μέλη της χορωδίας και άνθρωποι που έρχονταν να με βρουν από την πλατεία, άγνωστοι. Και ακόμη βλέπω κόσμο να κλαίει, όπως διαπιστώνω και μεγάλη ευγένεια εκ μέρους όλων. Φανταστείτε ότι η ορχήστρα μού έστειλε ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα. Ο Θεός είναι καλός μαζί μου. Εσείς είστε ευχαριστημένη από μένα;».

Στην επιστολή που θα σφραγίσει το πεπρωμένο της, γραμμένη τον Σεπτέμβριο του 1957 στο ξενοδοχείο Σαβόι στο Λονδίνο, εκμυστηρεύεται ότι για να μην αρνηθεί μια μεγαλειώδη γιορτή που δόθηκε προς τιμήν της στη Βενετία και είχε οργανώσει η πρώην εχθρός της και μετέπειτα φίλη της Ελσα Μάξουελ έπρεπε σκανδαλωδώς να ακυρώσει κάποια εμφάνισή της. Σε εκείνη τη βραδιά λοιπόν θα συναντήσει για πρώτη φορά τον εφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση, τον άνθρωπο που με ταχύτατους ρυθμούς θα κατέστρεφε τη ζωή της.

Στην τελευταία από τις επτά επιστολές, η Μαρία Κάλλας μοιάζει να έχει ξαναβρεί τη γαλήνη και την αυτοπεποίθησή της. Η ταραχώδης περίοδος της ζωής της είναι πλέον παρελθόν, όπως και η μεγάλη επιτυχία, μαζί με τις άγριες επιθέσεις του Τύπου. Ο γάμος της έχει διαλυθεί προ εικοσαετίας, η ταπεινωτική σχέση της με τον Αριστοτέλη Ωνάση είχε λήξει πριν από εννέα χρόνια με πολύ άσχημο τρόπο.

«ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ». Στις 26 Απριλίου του 1969 από την εντυπωσιακή της κατοικία στο Παρίσι γράφει στη φίλη και παλιά της δασκάλα ότι στα 46 της είναι πολύ νέα για να αισθάνεται ότι έχει ξοφλήσει τόσο επαγγελματικά όσο και προσωπικά. «Είμαι καλύτερα. Αισθάνομαι πιο σίγουρη. Εχω παχύνει λίγο και είμαι πολύ αισιόδοξη. Δουλεύω και πάει καλά. Τον Μάιο θα ξεκινήσουν τα γυρίσματα της ταινίας. Θεέ μου, βοήθησέ με!».

Η ταινία δεν είναι άλλη από τη «Μήδεια» σε σκηνοθεσία του Πιερ Πάολο Παζολίνι και με αυτήν ελπίζει να κάνει επιστροφή στον κόσμο του λυρικού τραγουδιού. Οι κριτικές όμως είναι στα όρια του ευνοϊκού, το κοινό ελάχιστο και όλα δείχνουν ότι η μεγάλη Κάλλας είναι πλέον παρελθόν. Τώρα η ωραία μελαγχολική φοβισμένη κυρία δεν ξέρει πώς να γλιτώσει τα λάθη, η συναισθηματική της ευαισθησία την ωθεί να μην κατανοήσει τη φύση του Παζολίνι και της δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι θα μπορέσει να ζήσει ακόμη μια ιστορία αγάπης. Η πτώση θα είναι πικρή, γεμάτη πόνο και αίσθηση ότι όλα τελείωσαν. Οριστικά ωστόσο θα τελειώσουν όταν εκείνη θα φύγει από τη ζωή, σε ηλικία 54 ετών βυθισμένη στη μοναξιά και τη σιωπή.