Συνδυάζοντας μπλουζ, κλασική ή παραδοσιακή αγγλική μουσική, το συγκρότημα του Iαν Aντερσον διέπρεψε σε ένα πεδίο τόσο ετερογενές, που άλλοι θα τα έβρισκαν σκούρα. Ο αρχηγός του όμως πιστεύει ότι το ταξίδι τελείωσε

Μια φορά κι έναν καιρό στο Μπέρκσαϊρ της Αγγλίας ήταν ένας νεαρός ευγενής που ήθελε να γίνει πολιτικός. Σπούδασε στην Οξφόρδη, προβλήµατα υγείας όµως ανέστειλαν τα σχέδιά του κι έτσι στράφηκε στη γεωργία. Δεν τα πήγε άσχηµα, διαπιστώνοντας µάλιστα ότι η µέθοδος σποράς της εποχής ήταν χρονοβόρα, πειραµατίστηκε µε µια µηχανή που έβαζε εύκολα τους σπόρους στη θέση τους. Αρχικά είχε µέτρια επιτυχία, µέχρι που συνέβαλε τόσο στην αύξηση της παραγωγής, ώστε ο δηµιουργός της θα καταγραφόταν ως ένας από τους προφήτες της βιοµηχανικής επανάστασης. Τον έλεγαν Jethro Tull.

Το συγκρότημα που πήρε το όνομά του ιδρύθηκε το 1967 από έναν νεαρό μεσοαστό που ήθελε να γίνει ροκ μουσικός, αντάλλαξε όμως την κιθάρα του με ένα φλάουτο, φοβούμενος ότι δεν θα γινόταν «σαν τον Κλάπτον». Ηταν η εποχή που η Αγγλία άκουγε τα μπλουζ να εκρήγνυνται και οι Jethro Tull δεν έμειναν ανεπηρέαστοι από το ωστικό κύμα. Το ανακάτευαν όμως με λαϊκά χρώματα, μεσαιωνική ατμόσφαιρα –ό,τι κι αν σημαίνει αυτό –ή το κλασικό Bouree in E minor του Μπαχ. Το φλάουτο του Ιαν Αντερσον κελαηδούσε από πεντατονικές κλίμακες μέχρι αντίστιξη και εκείνος έπαιζε όρθιος στο ένα πόδι, αρχικά για να στηρίζει το μικρόφωνο, τελικά από άποψη, χαρίζοντας στον αμφίθυμο Τύπο το διαφορετικό στοιχείο που λαχταρούσε.

Οταν η νοσταλγία του folk ή ο ακαδημαϊσμός του progressive άρχισαν να διαδίδονται, οι Tull δεν ξαφνιάστηκαν. Ανέκαθεν τραγουδούσαν για τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, την καταπίεση από τους πολιτικούς ή την οργανωμένη θρησκεία, αν και ο Αντερσον, αυτός ο κουρελής Πάνας, δεν ήταν χίπης. Σχεδόν απαγόρευε την κατανάλωση ναρκωτικών στις συναυλίες, την ίδια στιγμή που έγραφε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του: το «Aqualung» του ’71, ένα άλμπουμ για τον Θεό και τους αλήτες, περιελάμβανε αριστουργήματα και το γεγονός ότι εξελήφθη ως concept δίσκος, έκανε τον Αντερσον να επιχειρήσει έναν κανονικό. Το έξοχο «Thick as a brick», είχε για πρώτη φορά στη ροκ μουσική δύο μόλις κομμάτια, περίπου είκοσι λεπτών έκαστο.

Ο συνθέτης τους μέχρι που αποφάσισε να ζήσει σαν αγρότης κι ίσως αυτός ήταν ένας λόγος που δίσκοι όπως «Heavy Horses» ή «Stormwatch», τουλάχιστον για όσους άντεχαν τη folk, αντιστάθηκαν στην επέλαση του πανκ. Τα τραγούδια του θα μιλούσαν ακόμα και για παγανιστικές γιορτές –κάνοντας δεκαετίες αργότερα, οπαδούς της Χρυσής Αυγής να επαινέσουν βλακωδώς σε ανακοίνωσή τους τη φιλοπατρία του, σαν αντίβαρο στον Ρότζερ Γουότερς που, επιεικώς, τους είχε χαρακτηρίσει αξιοθρήνητους. Οπως και να ‘χει, με τη σύνθεσή τους να αλλάζει πολλάκις, οι Jethro Tull θα φλερτάριζαν τη δεκαετία του ’80 με την ηλεκτρονική μουσική, τη μέταλ ή την έθνικ, όχι απαραίτητα επιτυχώς.

Ταυτόχρονα θα επισκέπτονταν μια Ελλάδα που όπως κι άλλες μικρές χώρες, έτρεφε ιδιοσυγκρασιακή εκτίμηση για το κλασικό ροκ: το 1988 βρέθηκαν στη Ριζούπολη, το 1991 στη Λεωφόρο, το 1992 στο Αττικόν όπου συμμετείχε και ο Γιώργος Νταλάρας, αλλά και το 2003 στο Ηρώδειο ή το 2010 σε Μαλακάσα και Θεσσαλονίκη. Μέχρι και το χριστιανικό περιοδικό «Προς τη Νίκη» τους είχε χαρακτηρίσει κάποτε «σοβαρό συγκρότημα», αν και ο λόγος που ασχολιόταν μαζί τους ήταν για να στηλιτεύσει την αντικληρική στιχουργική τους. Ο Διονύσης Σαββόπουλος επίσης, στο «Ξενοδοχείο» του το 1997, θα διασκεύαζε το «Too old to rock’n’roll, too young to die» («Γέρος για ροκ, νέος για θάνατο»), με το αποτέλεσμα να μη βρίσκει σύμφωνο όλο το κοινό.

Οχι ότι έφταιγε αυτό, στα χρόνια που θα ακολουθούσαν όμως οι Tull θα ακούγονταν όλο και λιγότερο. Η τρέλα του γερο-Ιαν δεν είχε μειωθεί, δεν υπηρετούσε όμως και κανένα εμπορικό είδος. Προ ημερών, σε συνέντευξή του με αφορμή το προσωπικό «Homo Erraticus», λέγοντας φωναχτά κάτι που όλοι υποψιάζονταν, δήλωσε: «Οι Jethro Tull αφήνουν πίσω τους ένα τεράστιο έργο, ο κύριος όγκος του οποίου έγινε στις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Θα μπορούσαμε να το πούμε ιστορικό. Και θα ήθελα να μείνει έτσι». Στις σημειώσεις τού άλμπουμ έγραφε ότι πλέον προτιμά να χρησιμοποιεί το δικό του όνομα. Και όταν ρωτήθηκε αν μετανιώνει για κάτι, απάντησε μισοαστεία – μισοσοβαρά: «Αισθάνομαι ένοχος για κλοπή ταυτότητας. Είναι σαν να ακολούθησα τον Jethro Tull στο μηχάνημα ανάληψης, να του έκλεψα το PIN, την κάρτα και μετά να του άδειασα τον λογαριασμό».

Δείτε και ακούστε

«Song for Jefrey», η συμμετοχή τους στο «Rock ‘n’ Roll Circus» των Rolling Stones. Είναι 1968 και κιθάρα παίζει ο Tony Iommi των Black Sabbath.

Η συναυλία στο Φεστιβάλ Tanglewood το 1970, με την τρέλα του Αντερσον σε όλο της το μεγαλείο, διαθέσιμη στο YouTube.

Ολόκληρο το «Aqualung» του 1971, με σουξέ όπως τα «Locomotive Breath» αλλά και αριστουργήματα δευτερολέπτων, όπως «Wond’ring Aloud».

Η συναυλία στο Madison Square Garden το 1978, επίσης διαθέσιμη στο YouTube.

Το βίντεο από την αμφιλεγόμενη βράβευσή τους στα Grammy του 1988, για την καλύτερη μέταλ εκτέλεση. Η νίκη των Metallica ήταν τόσο βέβαιη, που οι Jethro Tull δεν παραβρέθηκαν καν. Ερωτώμενος αν η μουσική του είναι μέταλ ο Αντερσον δήλωσε ότι «καμιά φορά παίζουμε τα μαντολίνα μας πολύ δυνατά».