Στην αρχή της καριέρας του ο Μανώλης Μητσιάς τραγουδούσε στο Ζουμ στην Πλάκα. Ενα βράδυ πήγε εκεί ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και μίλησε πολύ θετικά για τη φωνή του νεαρού τραγουδιστή. «Εχεις λαμβάνειν» κατέληξε ο ίδιος. Και δικαιώθηκε. Ηταν ακόμη η εποχή που ζούσε και δρούσε η μεγάλη χορεία των ερμηνευτών, που ο λόγος τους ήταν βαρύς.

Οι δίσκοι αποτελούσαν μια ολοκληρωμένη αισθητική πρόταση. Το τραγούδι ήταν για τον λαό ό,τι και το ψωμί και το νερό. Και οι δημιουργοί ήταν ακόμη στο κέντρο των γεγονότων.

Ο Μπιθικώτσης υπήρξε εμβληματικός για το λαϊκό μας τραγούδι, ως ερμηνευτική σχολή. Και σήμερα, εννέα χρόνια από τον θάνατό του (έφυγε 7 Απριλίου 2005 –μια άμαξα με δύο άλογα πήγαινε μπροστά από το φέρετρό του από τη Μητρόπολη μέχρι το Α’ Νεκροταφείο) δεν φαίνεται να σβήνει το χνάρι του στο ελληνικό τραγούδι.

Το ρεπερτόριό του είναι ακόμη στα πιο ευπώλητα, τουλάχιστον τα τραγούδια που είπε ή έγραψε σε δημόσια εκτέλεση και όχι πια ως μηχανική αναπαραγωγή λόγω της φθίνουσας δισκογραφικής παραγωγής και της αποτύπωσης του έργου αυτού σε CD.

Νεότεροι ερμηνευτές πατάνε στον τρόπο του ή τον μελετούν. Και τα κομμάτια που εκείνος έγραψε, αφού υπήρξε και συνθέτης, παραμένουν άγνωστη χώρα. Κι όμως, φαίνεται ότι η δεύτερη περίοδος του Μπιθικώτση, κατά την οποία συνέπραξε με τον Μίκη Θεοδωράκη, είναι αυτή που περισσότερο εκτιμήθηκε συλλογικά τα προηγούμενα χρόνια. Μιλώ για τον «Επιτάφιο», το «Αξιον εστί», τη «Ρωμιοσύνη», την «Πολιτεία», το «Αρχιπέλαγος», τα «Επιφάνια».

Κι όμως ο κομψός Περιστεριώτης είχε έλθει από πολύ μακριά πριν φτάσει στον Μίκη. Είχε πρωτομπεί στη δισκογραφία ως μπουζουξής και συνθέτης με το «Καντήλι τρεμοσβήνει» το 1949, το οποίο ερμήνευσε ο Μάρκος Βαμβακάρης. Είχε εργαστεί σε ζόρικα πάλκα της δεκαετίας του ’50 όπως η Ζούγκλα στην Πλατεία Βάθη. Είχε ζυμωθεί στο Μπαράκι του Μάριου στην οδό Ιωνος που υπήρξε το κύτταρο των συναντήσεων των λαϊκών για χρόνια. Είχε τραγουδήσει μεγάλους συνθέτες με τη σειρά του. Είχε ανακαλύψει την Πόλυ Πάνου στην Πάτρα. Είχε γράψει ατόφια λαϊκά τραγούδια όπως το «Τρελοκόριτσο» (1959), «Σε τούτο το στενό» (1959). Και είχε διαμορφώσει ήδη από τα μέσα του ’50 το ερμηνευτικό ύφος του, που παγιώθηκε το ’60. «Είχε τον ίσιο δρόμο της ερμηνείας, χωρίς περιττά. Υπήρξε ένας αφαιρετικός τραγουδιστής που τόνιζε την κάθε λέξη, την κάθε συλλαβή. Είναι πάντα ένας φάρος, ένα παράδειγμα» λέει στα «ΝΕΑ» ο Μανώλης Μητσιάς που γνώρισε, συνεργάστηκε και πάτησε πάνω στη σχολή ερμηνείας του Μπιθικώτση (όπως και ο Αντώνης Καλογιάννης αλλά μεταγενέστερα και οι Κώστας Μακεδόνας, Δημήτρης Μπάσης κ.ά.).

Ο Μπιθικώτσης παράλληλα με τον Στέλιο Καζαντζίδη αποτελούν την πιο χρυσή εικόνα της δεκαετίας του ’60. Μιας ταραγμένης, ρευστής αλλά και φωτεινής εποχής όταν η συλλογικότητα και οι κώδικες έπαιζαν κάποιο ρόλο και στο τραγούδι. «Η φωνή του μας έβγαλε από τη μιζέρια» συμπληρώνει ο Μητσιάς. Ο άλλος που ακολούθησε τη σχολή Μπιθικώτση είναι ο Γιώργος Νταλάρας. «Μας λείπει το πρόσωπο του Μπιθικώτση, όχι το έργο του. Είτε πέντε είτε δέκα χρόνια περάσουν από τον θάνατο του Γρηγόρη, δεν θα σβήσει το χνάρι του και δεν τον θεωρώ απόντα. Μέσα μου ζουν πάντα οι δύο Γρηγόρηδες: αυτός του ρεμπέτικου ή του τραγουδιού του «Καντήλι τρεμοσβήνει» και, βέβαια, ο Μπιθικώτσης του «Επιτάφιου» και του Μίκη. Ο Μπιθικώτσης υπήρξε άρχοντας, έσκαψε μια βαθιά χαρακιά μαζί με άλλους, που είναι η εθνική μας περιουσία. Και συμφιλιώθηκε με τις αντιφάσεις της κοινωνίας» σημειώνει ο Γιώργος Νταλάρας, που συνδεόταν και οικογενειακά με τον Μπιθικώτση αφού υπήρξαν φίλοι με τον πατέρα του Λουκά Νταράλα (ας θυμηθούμε επίσης ότι συνδέονται και με έναν ακόμη τρόπο αφού λόγω των εταιρειών ο Νταλάρας είπε πρώτος το «Να ‘τανε το ’21» που επανεκτέλεσε ο Μπιθικώτσης και ο δεύτερος πρωτοείπε το «Πού ‘ναι τα χρόνια» που ξαναείπε ο Νταλάρας). Ο Μπιθικώτσης και τα χρόνια που μεγαλούργησε με τον Μίκη, πάντα έγραφε λαϊκά τραγούδια που είπαν άλλοι: «Φεγγάρι χλωμό» που τραγούδησε ο Μανώλης Αγγελόπουλος, «Του Βοτανικού ο μάγκας» ή μία σειρά τραγουδιών του ’70 που είπε ο ίδιος όπως το «Ομορφο αμάξι με δυο άλογα» (πολύ δημοφιλές σήμερα στις μεγάλες πίστες, ενώ αρχικά έγινε μόδα στο κλαμπ La Notte της Μυκόνου και της Κηφισίας). Ενα από αυτά είναι οι «Αμφιβολίες», που το είπε ο Λευτέρης Μυτιληναίος. «Τον γνώρισα στην Columbia. Δουλέψαμε μαζί στα Δειλινά και εκεί μου έδωσε τις «Αμφιβολίες». Επιβλητικός τραγουδιστής, με κύρος και διαίσθηση. Είχε καθαρή άρθρωση, δεν έκανε ποτέ γιρλάντες ή τσαλκάντζες, ενώ δεν τον άκουσα ποτέ «κλειστό». Κορυφαίος της σχολής της όπερας του λαϊκού τραγουδιού» λέει στα «ΝΕΑ» ο Μυτιληναίος.

Σήμερα, η ορχήστρα της κόρης του Αννας, η σύμπραξη του γιου του Γρηγόρη με τρεις γιους μεγάλων τραγουδιστών (Χάρης Βαρθακούρης, Στέλιος Διονυσίου, Δημήτρης Κόκοτας) σε ρεπερτόριό του και οι νεότερες επανεκτελέσεις των τραγουδιών του (η «Επίσημη αγαπημένη» άνοιγε την περσινή παράσταση «Χαίρε Νύφη» του Γρηγόρη Ξενόπουλου σε σκηνοθεσία Λένας Κιτσοπούλου στο Θέατρο Τέχνης) επαναφέρουν τον Μπιθικώτση στο ρευστό τοπίο της εποχής.