Είναι ο ήρωας της πιο πολυαναμενόμενης ελληνικής ταινίας της χρονιάς και ένας ηθοποιός που μιλάει σπάνια στον Τύπο παρότι εμφανίζεται συχνά στη μεγάλη οθόνη. Μάλιστα εμφανίζεται αποκλειστικά εκεί – ούτε στο θέατρο ούτε στην τηλεόραση – και με εύρος αξιοθαύμαστο: από το «Ψυχή βαθιά» του Παντελή Βούλγαρη στον «Βασιλιά» του Νίκου Γραμματικού και από το «Chevalier» της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη (μόλις τελείωσαν τα γυρίσματά του), μέχρι «Το μικρό ψάρι» του Γιάννη Οικονομίδη που προβάλλεται αυτές τις ημέρες στις αίθουσες.

Στον ρόλο του Στράτου, επαγγελµατία δολοφόνου που αλλάζει πεδίο βολής για να υπερασπίσει ένα παιδί, ο Βαγγέλης Μουρίκης είναι ο απόλυτος πρωταγωνιστής της ταινίας «Το µικρό ψάρι». Βρεθήκαµε µε αφορµή το φιλµ που άρχισε να προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες, µετά την προβολή του στο επίσηµο διαγωνιστικό πρόγραµµα του Φεστιβάλ Βερολίνου. Δύσκολα βέβαια µπορείς να κρατήσεις ισορροπία κουβεντιάζοντας µε τον Βαγγέλη –το χιούµορ του έρχεται πάντα ως ανατροπή –και ακόµη πιο δύσκολα τη µεταφέρεις στο χαρτί…

Μόλις τελείωσε η πρώτη προβολή της ταινίας σε ελληνικό έδαφος. Τι σκέφτεσαι;

Αλλο πράγμα να βλέπεις αμερικανικές ταινίες στην Αμερική ή στην Αυστραλία και άλλο στην Ευρώπη. Αλλο, ως προς την κουλτούρα της ταινίας και τον τόνο της. Από πού έρχεται και πού απευθύνεται.
Βλέπουμε όμως ταινίες από το Ιράν, που κάνουν εντυπωσιακά εισιτήρια. Μπορεί να είναι και ζήτημα προδιάθεσης.

Σωστά. Το πόσο, δηλαδή, διευρυμένα είναι τα όρια της αποδοχής.

Οι ελληνικές ταινίες, από την άλλη, τουλάχιστον αυτές που δεν είναι φάρσες ή «ασφαλείς» μεγάλες παραγωγές, δεν κάνουν εισιτήρια.

Εδώ ο κόσμος πρέπει να αναγνωρίσει, τουλάχιστον την εντιμότητά μας –και μιλώ για «Το μικρό ψάρι» που είναι μια λαϊκή ταινία. Και έχει μια ιστορία που θεωρώ ότι το κοινό θα ήθελε να τη δει.

Θα σε βλέπουμε, δηλαδή, ακόμη συχνότερα; Δεν ασχολείσαι ούτε με το θέατρο ούτε με την τηλεόραση.

Ναι, υπάρχει όμως και ένας συνονόματός μου Βαγγέλης Μουρίκης, που κάνει θέατρο. Μου μένει να βρω έναν που κάνει τηλεόραση και έναν που κάνει διαφημίσεις, για να κλείσω με αυτό το ζήτημα. Εντάξει, τι να πω… Δεν μπορώ να μπλέκω πολλά πράγματα μαζί. Είναι αδυναμία μου, το ξέρω, αλλά τι να κάνω. Ο κινηματογράφος μου αρέσει πολύ και ο τρόπος που κυρίως γίνεται εδώ σε κάνει μέρος ενός μεγάλου καλλιτεχνικού γεγονότος που απαιτεί από όλους που είναι αναμεμειγμένοι να είναι παρόντες ψυχή τε και σώματι, ώστε κάτι πολύ ωραίο τελικά να υλοποιηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και να έχεις περάσει και υπέροχα. Να γουστάρεις πραγματικά δηλαδή. Και αν μπορείς να επιλέγεις κιόλας, μιλάμε για πραγματική λύτρωση. Απελευθέρωση. Αν το κάνουμε αγγίζει το όνειρο. Αυτό.

Στο Βερολίνο πώς ήταν;

Ηταν υπέροχα. Η ταινία, θεωρώ ότι ήταν από τις καλές στιγμές του φεστιβάλ –και αυτό το κατάλαβα στον δρόμο. Ημουν εκεί έξι ημέρες και είδα το κύμα που δημιούργησε. Δίχασε βέβαια, δεν έχει σημασία, άλλοι πήγαν από δω, άλλοι από κει, αλλά οι περισσότεροι συμφώνησαν στο ότι είδαν κάτι σπουδαίο. Το έβλεπες αυτό καθαρά.

Είπαν ότι αδικήθηκες, ότι σου άξιζε το βραβείο ερμηνείας.

Ενταξει, τώρα δεν είναι σωστό να βλέπεις έτσι ένα φεστιβάλ. Πρόκειται για πολιτιστικό γεγονός, όχι αγώνας δρόμου για γαϊδούρια σε σκυλοδρομίες. Απλώς κάποιοι εκτιμούν ορισμένα πράγματα με τον δικό τους τρόπο. Από κει και πέρα, θα μπορούσε η ταινία να είχε έρθει με βραβεία. Αλλά εγώ πιστεύω ότι, τελικά, ήρθε. Είδε ο κόσμος μια ελληνική ταινία διαφορετική από αυτές που προβάλλονται συνήθως στα φεστιβάλ, η οποία τον άγγιξε, τον αφορούσε και την καλωσόρισε με τον πιο ζεστό τρόπο. Αυτό είναι το μεγάλο βραβείο και γι’ αυτούς και για εμάς.

Είπες πιο πριν Αυστραλία. Εσύ από ό,τι ξέρω έχεις ή είχες σχέσεις.

Η Αυστραλία είναι μέρος που δέθηκα μαζί του. Ενώ πήγαινα για αλλού, όταν έφθασα εκεί αποφάσισα να μείνω, να μπλέξω στις σχολές της και πάνω απ’ όλα να μπω σε μία σειρά από διαφορετικές δουλειές για τα αυτονόητα. Μου πήγαινε ως τρόπος ζωής, ως πρακτική επαφής.

Γιατί; Τι ήταν αυτό που τη διέκρινε;

Η απλότητα και αποτελεσματικότητα των Αυστραλών –για τους άλλους μπορούσες να ήσουν ο Κάποιος από την Κάποια χώρα –μου άνοιγαν καθημερινά νέους ορίζοντες, οι οποίοι έπαιξαν μεγάλο ρόλο και στην διαμονή μου εκεί αλλά και αλλού αργότερα. Ηταν μια χώρα όπου ένιωθες την παγκοσμιοποίηση καμιά εικοσαριά χρόνια προτού χτυπήσει παντού.

«Το μικρό ψάρι» είναι ένα φιλμ νουάρ, σωστά;

Ναι, αλλά νουάρ ελληνικό. Δεν υπάρχει η μοιραία γυναίκα κιόλας, μόνο ένα κοριτσάκι.

Υπάρχει η Πόπη Τσαπανίδου. Παράξενη επιλογή.

Η Πόπη ήταν όχι παράξενη, αλλά φοβερή επιλογή του Γιάννη. Κάτι είδε εκεί και μέσα από τις πρόβες, στις οποίες η Πόπη δούλεψε πραγματικά σκληρά –και εκεί την παραδέχτηκα.

Υπάρχουν τελικά «είδη» που το ελληνικό σινεμά δεν μπορεί να αγγίξει;

Δε το νομίζω. Ανετα χαρακτηρίζεις «Το μικρό ψάρι» γκανγκστερική ταινία και τίποτα δε σε πετάει έξω. Υπάρχει το χιούμορ μέσα, αλλά έχει ένα όριο –το βλέμμα του Στράτου. Οκέι, δεν μπορούμε να κάνουμε το «Gravity» θα πεις. Αυτή τη στιγμή, όμως, υπάρχουν και η γνώση και το ανθρώπινο και τεχνικό δυναμικό για να γίνουν τα πάντα. Και γίνονται πολλά. Αν δοθούν ευκαιρίες στο ελληνικό σινεμά θα γίνουν και πολύ πιο σημαντικά πράγματα.

Τότε γιατί; Aπουσιάζει η θέληση;

Θέληση υπάρχει. Ο κινηματογράφος είναι ακριβή υπόθεση. Ευτυχώς υπάρχουν κάποιοι ιδιώτες σοβαροί που έχουν πιστέψει στην όλη ιστορία. Χαρακτηριστική περίπτωση, ο Χρήστος Κωνσταντακόπουλος

Τελικά, να τον αγαπώ τον Στράτο ή να τον φοβάμαι;

Ο άνθρωπος αυτός ήρθε σε επαφή με πράγματα που ακούμπησαν τη ρίζα του δοντιού, πρωταρχικές αξίες: αλήθεια / ψέμα, δίκαιο / άδικο, σωστό / λάθος. Και αυτές οι έννοιες είναι και να τις αγαπάς και να τις φοβάσαι –ειδικά όταν έχουμε αφύπνιση συναισθήματος, όπως εδώ. Ενας ήρωας μουδιασμένος, ακινητοποιημένος από τη νιότη του, μέχρι που τελικά το σύστημά του ολόκληρο ξύπνησε μπροστά στην εικόνα ενός παιδιού, μικρού κοριτσιού που απειλείται. Και σε εκείνο το σημείο ο θεατής είναι μαζί του. Δες και τι συμβαίνει στις κοινωνίες όταν δολοφονούνται παιδιά –τι έγινε εδώ, στην Τουρκία, στην Τυνησία, στη Γαλλία.

Οι ήρωες-παιδιά εμφανίζονται ολοένα και συχνότερα στο σινεμά.

Κάπου το έχει κατανοήσει ο πλανήτης, το βλέπεις και στον «Εγωιστή γίγαντα» που σκίζει στις αίθουσες, το βλέπεις και στο «Πέρα από τη λογική» και αλλού. Καταλαβαίνει πλέον ότι την πληρώνουν τα παιδιά τους. Που χωρίς να ευθύνονται για το κακό, καλούνται να πληρώσουν γι’ αυτό. Ε, σε αυτό το σημείο δεν πρέπει να γίνει «μπάσιμο»; Αυτό λέει ο Στράτος.

Παραμένει όμως ένας πληρωμένος δολοφόνος που απονέμει δικαιοσύνη.

Καταλύει τις εξουσίες ο Στράτος –όλες μαζί: η ταινία δεν έχει μέσα αστυνομίες και δικαστήρια. Μόνο ο Στράτος δικάζει τον εαυτό του. Και η κρίση του είναι ξυράφι. Αποφασίζει για τους άλλους και για τον εαυτό του, γι’ αυτό είσαι μαζί του.

Βρε είμαι μαζί του, αλλά κουβαλά ένα όπλο!

Τυχαίνει να έχει αυτό το όπλο! Θα μπορούσε να έχει ένα άλλο όπλο και να έμπαινε στο γήπεδο με αυτό. Το ζήτημα δεν είναι αν έχει ή αν δεν έχει, το ζήτημα είναι τι δύναμη έχει και σε τι θεμέλια πατάει για να τον εμπιστευτείς. Το όπλο ενός πολιτικού, είναι ο λόγος του. Το ερώτημα είναι, «τον εμπιστεύεσαι;».

Τελικά κάναμε πολιτική κουβέντα.

Πολιτική κουβέντα κάνουμε και όταν τρώμε παγωτό βανίλια. Γιατί αν τρώγαμε παγωτό σοκολάτα τι πολιτική κουβέντα να κάνουμε; σε ρωτάω.

Μα εγώ κάνω τη συνέντευξη, εγώ ρωτάω. Εσύ δεν δίνεις και πολλές συνεντεύξεις.

Εγώ όμως δεν δίνω συνεντεύξεις γιατί δεν έχω τίποτα να πω που δεν το ξέρουν όλοι οι άλλοι πριν από μένα και μου τα λένε αυτοί. Κι έτσι είμαι πάντα ενήμερος. Γιατί να τους μαρτυρήσω; σε ρωτάω!