Ο δημοσιογράφος Δημήτρης Γκιώνης υπήρξε για δεκαετίες ο «ενδιάμεσος» μεταξύ σπουδαίων δημιουργών – καλλιτεχνών και του κοινού και τώρα μια έκδοση με συνεντεύξεις του τους φωτίζει περισσότερο

Αν υπάρχουν εκείνοι που ζουν τη ζωή και εκείνοι που την καταγράφουν, υπάρχει και η ενδιάµεση φυλή των δηµοσιογράφων που τη ζουν καταγράφοντάς την. Σε αυτό το φόντο και ασχολούµενος για δεκαετίες µε το καλλιτεχνικό ή πολιτιστικό ρεπορτάζ ο πολύπειρος δηµοσιογράφος Δηµήτρης Γκιώνης είτε για την εφηµερίδα «Ελευθεροτυπία» είτε για λογαριασµό της θρυλικής σειράς ντοκιµαντέρ «Παρασκήνιο» της ΕΡΤ είτε για το περιοδικό «Τετράδιο» είχε την τύχη και τις εργατοώρες να πάρει συνέντευξη ή να σκιαγραφήσει πορτρέτα σπουδαίων ελλήνων καλλιτεχνών –από τον Γιάννη Σκαρίµπα µέχρι τη Μελίνα Μερκούρη και από τον Μάρκο Βαµβακάρη µέχρι τον Δηµήτρη Χατζή.

Και σήμερα, αυτά τα πορτρέτα 47 αξιοσημείωτων προσώπων συνοψίζονται και πλαισιώνονται από δεκάδες φωτογραφίες σε μια έκδοση που θα μπορούσε να έχει και τον χαρακτήρα ντοκουμέντου και συμβάλλει σε μια τεκμηρίωση, αφού οι περισσότεροι (πλην του Μίκη Θεοδωράκη) έχουν φύγει από τη ζωή και το έργο και η προσωπικότητά τους (που συχνά λειτουργούν αντίρροπα ή απομυθοποιητικά) παραμένει ανοιχτό στοίχημα.

Ο Δημήτρης Γκιώνης, για παράδειγμα, συνάντησε τον μεγάλο ποιητή Κώστα Βάρναλη τον Σεπτέμβριο του 1974, λίγο πριν εκείνος πεθάνει. Καταβεβλημένος, με τα γαλάζια μάτια του ολοζώντανα, δεν δίστασε να μιλήσει για τη χούντα που μόλις είχε πέσει: «Αν είμαι ευχαριστημένος με το διώξιμο της πιο αδίστακτης δικτατορίας των ξένων, αυτό είναι περιττό να το πω. Ελπίζω κάποτε να απαλλαγούμε από την ξένη και την ντόπια, όπως ζητάμε όλοι μας». Ο Γκιώνης στο απολαυστικό βιβλίο του, βεβαίως, αναπαράγει και μια αστεία ιστορία: Κάποτε λοιπόν ένας νεαρός είχε πάει στον μεγάλο ποιητή και συγγραφέα κάτι ποιήματα για να του πει τη γνώμη του. «Πέρασε σε καμία εβδομάδα να σου πω», του λέει ο Βάρναλης. Πηγαίνει. «Πώς σου φάνηκαν, δάσκαλε;». Τον κοιτάζει για λίγο, και: «Γ… καθόλου;». Και ο νεαρός, μετά το ξάφνιασμα: «Κάτι γίνεται…». «Να γ… πιο πολύ!» του λέει ο Κώστας Βάρναλης.

Ακόμη ένα μυθικό πρόσωπο που συνάντησε μέσω του γραπτού του ο Γκιώνης ήταν ο συγγραφέας από τη Χαλκίδα Γιάννης Σκαρίμπας. Σημειώστε πώς προαναγγέλλει το βιβλίο που θα εξέδιδε τότε με τον τίτλο «Οι Γαλατάδες»: «Τι είναι αυτό; Να σας πω: Κατά τον Δυτικό –λεγόμενο –τρόπο του ζην Δημοκρατία θα πει: όταν ακούς πρωί πρωί χτύπημα στην πόρτα σου, να ξέρεις ότι είναι ο γαλατάς σου και όχι ο χωροφύλακας! Ωραίο δεν είναι; Γι’ αυτούς λοιπόν τους γαλατάδες (και τους γαλατάκηδες) ο λόγος».

Ο Σκαρίμπας, συγγραφέας του «Θείου τραγιού», του μεγαλειώδους «Βατερλώ δύο γελοίων», ιδιαίτερη περίπτωση στο σινάφι των συγγραφέων, εκτελωνιστής στο βασικό του επάγγελμα, είχε έναν πηγαίο αδιαμεσολάβητο λαϊκό λόγο. Ηταν Μάρτιος του 1978 όταν για λογαριασμό της εκπομπής «Παρασκήνιο» ο Γκιώνης πήγε στη Χαλκίδα, όπου ο δήμος τιμούσε εκείνη την ημέρα τον Σκαρίμπα. Οταν κάποιος του ευχήθηκε να ζήσει σαν τα ψηλά βουνά, ο συγγραφέας αμέσως αποκρίθηκε: «Ποια ψηλά βουνά; Εγώ είμαι ένα και πενήντα έξι». Ο Γκιώνης όμως είχε την τύχη να ξαναπάρει το 1981 συνέντευξη από τον Σκαρίμπα (που έβαζε στην κατάψυξη του ψυγείου του βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη ή του Μενέλαου Λουντέμη επειδή δεν τους χώνευε) ή μάλλον την… ατυχία. Και αυτό αφού ο συγγραφέας μήνυσε τον Γκιώνη γιατί με τη γραπτή αποτύπωση της συνέντευξης έδινε την εντύπωση πως ο συνεντευξιαζόμενος ήταν αλκοολικός («ουζόφλυγας») και έπινε συνέχεια ούζο. Λίγο μετά πέθανε.

Από την άλλη, και στο πεδίο της έρευνας και της καταγραφής του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού έρχονται να προστεθούν νέες πληροφορίες μέσα από το βιβλίο του Δημήτρη Γκιώνη, αφού αυτός ήταν που συνάντησε ορισμένους από τους σημαντικότερους δημιουργούς (από τον Μάρκο Βαμβακάρη και τον Βασίλη Τσιτσάνη μέχρι τον Ακη Πάνου) αλλά και κορυφαίους τραγουδιστές όπως ο Στέλιος Καζαντζίδης και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Για παράδειγμα, έχει ενδιαφέρον ότι ο Τσιτσάνης όταν ρωτιέται για τις επιρροές του, απαντά: «Κανένας, εγώ είχα έναν ποταμό μέσα μου». Η βυζαντινή μουσική, το δημοτικό, το ρεμπέτικο; Και ο Τσιτσάνης συμπληρώνει: «Ούτε ήξερα τι θα πει βυζαντινή μουσική, τα δημοτικά μάλλον τα αντιπαθούσα, κι απ’ τα ρεμπέτικα που άκουγα ελάχιστα μου άρεσαν…».

Το βιβλίο του Δημήτρη Γκιώνη είναι παράλληλα το χρονικό μιας εποχής. Ενα φλας μπακ μέσα από το καμίνι των καλλιτεχνικών σελίδων (διαβάστε την αντιπαράθεση με επιστολές των Μάνου Χατζιδάκι – Αλέκου Σακελλάριου για δικαιώματα τραγουδιών) αλλά και μια γλαφυρή κατάθεση ενός δημοσιογράφου που είχε την τύχη να ζήσει με θρυλικά πρόσωπα. Ο Μάνος Κατράκης μόλις είχε τελειώσει τη συμμετοχή του στο γύρισμα της ταινίας «Ταξίδι στα Κύθηρα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Μια δουλειά που ομολογούσε πως τον είχε καταπονήσει. Ο Γκιώνης συνάντησε στη Λακωνία σε σπίτι φίλων τον μεγάλο ηθοποιό. «Υπάκουα μόνο στις εντολές του Αγγελόπουλου –κάνε τούτο, κάνε εκείνο. Και να μην ξέρω από πού με έπαιρνε η κάμερα, γιατί δεν έβλεπα ποτέ να είναι κοντά μου. Ασε που μερικές μέρες τον χάναμε, κλεινόταν κάπου και δεν ξέραμε τι έκανε. Το πιο άσχημο όμως για μένα είναι ότι υπήρχε εκείνη η σκηνή, όπου εγώ ήμουν σε μια βάρκα και ξαφνικά πιάνει μια νεροποντή και με κάνει παπί. Ο Αγγελόπουλος με είχε βεβαιώσει ότι το βρέξιμο θα ήταν εικονικό, αλλά ξαφνικά άρχισε από ένα πράγμα να πέφτει νερό καταρράκτης καταπάνω μου. Τι είναι αυτό που έκανες του λέω τρέμοντας. Με συγχωρείς, αλλά έτσι έπρεπε να γίνει, απαντάει. Αρρώστησα για μέρες –πώς δεν πέθανα… Μου λιγόστεψε τη ζωή…».

Παρ’ όλα αυτά, όταν ο Κατράκης είδε την ταινία μαλάκωσε, όπως θυμίζει ο Γκιώνης. «Πολύ περισσότερο που είχε έναν ρόλο που τον εξέφραζε: έναν κομμουνιστή πολιτικό πρόσφυγα, που επέστρεφε στον τόπο του». Παράλληλα, ακόμη ένας ηθοποιός που ζωντανεύει μέσα από το βιβλίο του Γκιώνη είναι ο Ντίνος Ηλιόπουλος και φωτίζεται το άγνωστο πολιτικό παρελθόν του. «Ημουνα στον μαρξισμό, ήμουνα στην ΕΠΟΝ, όμως δεν πήγα ούτε εξορίες, ούτε τίποτα… Πέρασα μια ζωή μέσα σε φοβίες, με μια Δεξιά που έκρυψε στα αζήτητα την Αντίσταση που θα έπρεπε να είναι η μεγαλύτερη διαφήμιση της νεότερης Ελλάδας. Θυμάμαι ήμουν στη δραματική σχολή όταν πέρναγαν από την Πανεπιστημίου τα καμιόνια με τους 200 που πήγαιναν να τους εκτελέσουν στην Καισαριανή… Δεν ήταν Ελληνες αυτοί;».

Ο Ηλιόπουλος, ένας άνθρωπος με χιούμορ, όπως σημειώνει ο Γκιώνης, εξέδωσε και δύο μικρά βιβλία. Στο ένα μάλιστα («Μισή ώρα με τον…») είχε πάρει φανταστικές συνεντεύξεις με διάσημους, όπως από τον Κομφούκιο. Τι έχετε να μας πείτε για την περίφημη φιλοσοφία σας; ρωτάει ο Ντίνος. «Είμαι ένας απλός άνθρωπος, κύριέ μου. Τώρα ξαναδιαβάζω αυτά που έγραψα και μου φαίνονται κινέζικα», γράφει την απάντηση.

Δεν θα μπορούσαν να λείπουν πρόσωπα όπως η (καπάτσα, όπως την χαρακτηρίζει) Αλίκη Βουγιουκλάκη και η (πολιτικοποιημένη, το νονίζει αυτό) Τζένη Καρέζη από το βιβλίο. Η πρώτη μάλιστα –μαζί της μίλησε ο συγγραφέας τελευταία φορά το καλοκαίρι του 1990 όταν εκείνη έκανε την Αντιγόνη στην Επίδαυρο –υπερασπίστηκε την παράσταση εκείνη απέναντι στα βέλη των κριτικών («Νιάου Νιάου η Αντιγονούλα», έγραψε στην «Ελευθεροτυπία» ο Θόδωρος Κρητικός), αλλά στο τέλος η ίδια παραδέχθηκε πως η δουλειά δεν ήταν καλή (λόγω σκηνοθέτη…).