Το εύκολο είναι να χαρακτηρίσεις τον Ντέιβιντ Σεντάρις ως εξόχως σαρκαστικό συγγραφέα, σαρδόνιο, με χιούμορ δηλητηριώδες. Δεν δυσκολεύτηκε και εκείνος να το επιβεβαιώσει χθες στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών: λίγο μετά την έναρξη της συζήτησης με τον Γιώργο Αρχιμανδρίτη θυμήθηκε τον ελληνικής καταγωγής πατέρα του, που ήθελε τα παιδιά του να μάθουν μουσική, «εμείς όμως δεν είχαμε απολύτως κανένα ταλέντο».
Ο μικρός Ντέιβιντ βέβαια ήθελε «όση προσοχή άντεχε» και έτσι, αφού απέρριψε την υποκριτική όταν σε σχολική παράσταση άρχισε να τραυλίζει από την πρώτη του ατάκα, αντιλήφθηκε ότι το χιούμορ είναι σοβαρή υπόθεση. Οτι ένα αστείο «μπορεί να πάει είτε πάρα πολύ καλά είτε πάρα πολύ στραβά». Ετσι, βρέθηκε εδώ.
Απέναντί του κάθονταν σπουδαστές του Deree, συναδέλφισσες που γελούσαν με τα αστεία του στο διάλειμμα της δουλειάς ή αμερικανίδες οικοκυρές που διαμένουν στην Ελλάδα. Πολυπολιτισμικό κοινό δηλαδή, που ο 57χρονος Σεντάρις απέκτησε αφού πρώτα εργάστηκε μέχρι και ελαιοχρωματιστής, όταν ένας παραγωγός τον άκουσε σε ένα «ανόητο σόου» και τον κάλεσε στην εκπομπή του. Σήμερα, τα αντίτυπα των ημιαυτοβιογραφικών βιβλίων του όπως το «Μια σχεδόν φυσιολογική οικογένεια» ή το τελευταίο «Ας συζητήσουμε για τον διαβήτη με κουκουβάγιες», τα οποία γνωρίσαμε από τις Εκδόσεις Μελάνι και τις εξαιρετικές μεταφράσεις της Μυρσίνης Γκανά, ξεπερνούν τα εννέα εκατ. παγκοσμίως.
«Υπάρχουν βέβαια καλύτεροι από εμένα» έλεγε εκείνος, πριν μιμηθεί δήθεν αυτάρεσκα τις επιδοκιμασίες ενός φανταστικού κοινού, που τον λατρεύει. Οπως κάνει το πραγματικό και σε όλες τις χώρες που επισκέπτεται ο Σεντάρις, στις οποίες βρίσκει και το υλικό του, όχι χωρίς επικρίσεις. Τον είπαν, ας πούμε, ρατσιστή επειδή διακωμώδησε το κινέζικο φαγητό. «Μα δε μου αρέσει» απαντούσε εκείνος προκαλώντας γενική θυμηδία «και όταν πήγα στην Κίνα το επιβεβαίωσα».
Στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα σοκαρίστηκε με τις γυναίκες που, αναγκασμένες καθώς είναι να φορούν μπούρκα, δεν φαίνονται ούτε τα μάτια τους. «Φαντάζομαι τις φίλες τους να λένε «κάτι έχει αλλάξει σήμερα πάνω σου, αλλά δεν ξέρω τι»» έλεγε ο συγγραφέας και το κοινό ξεκαρδιζόταν ξανά. «Και στις Φιλιππίνες είδα θλιβερά πράγματα, αλλά δεν θα τα κορόιδευα» συμπλήρωνε. «Γιατί εκείνη είναι φτωχή χώρα».

Το κοινό θα γελούσε κι άλλο. Με τους γάλλους ταξιτζήδες που «τους αρκούν λίγα δεύτερα προτού βρίσουν κάποιον». Με την απαγόρευση της ομοφυλοφιλίας στα Εμιράτα που έκανε εντύπωση στον δηλωμένο ομοφυλόφιλο Σεντάρις γιατί «οι στρέιτ άντρες όλο αγγίζονταν βρε παιδί μου» ή για τη μαυροφορεμένη γιαγιά του, «την προσωποποίηση ενός μαύρου σύννεφου».

Οταν προβλήθηκε ένα απόσπασμα από την αγαπημένη ταινία του, την «Γκλόρια» του Κασσαβέτη, τα πράγματα σοβάρεψαν κάπως. Και όσο η εκδήλωση πλησίαζε προς το τέλος, το λιγότερο εύκολο ήταν να διακρίνεις τις δυνατότητες του σαρκασμού, του σαρδόνιου και δηλητηριώδους χιούμορ, ύστερα σχεδόν από μιάμιση ώρα. «Ηταν διασκεδαστικός, αλλά θύμιζε και λίγο «προϊόν»» θα έλεγαν στο τέλος οι σπουδαστές του Deree. «Αν και είναι μοιραίο να επαναλαμβάνεται, μας φάνηκε απολαυστικά αυτοσαρκαστικός» οι συναδέλφισσες. Και η αμερικανίδα οικοκυρά, που λόγω καταγωγής γνώριζε πώς να επενδύσει στη μεγάλη κωμική παράδοση της χώρας της, ότι «μου άρεσε να τον ακούω απλώς να μιλάει».