Αν σήμερα ένας ποιητής γνωρίζει μεγάλη δημοφιλία στις κοινωνικές δικτυώσεις (ίσως και λόγω μιας συνήθειας που θέλει τα θραύσματα ποιημάτων να αποκτούν τη δομή αποφθεγμάτων), αυτός είναι ο Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988).

Ο μελαγχολικός ποιητής που σύχναζε στο υπόγειο μπαρ Μινουίτ στο Κολωνάκι, ο εξόριστος σε Μούδρο, Μακρόνησο και Αϊ-Στράτη κατά τα χρόνια του Εμφυλίου δεν έγινε όμως γνωστός μόνο από το αμιγώς ποιητικό του έργο.

Η στιχουργική του κατάθεση είναι εξίσου σημαντική και ο ίδιος συνεργάστηκε με (ή μεταγενέστερα τον μελοποίησαν) δεκάδες συνθέτες. Και τώρα αυτή η πλευρά του δημιουργικού του βίου φωτίζεται σε μια συγκεντρωτική έκδοση που επιμελήθηκαν ο Σπύρος Αραβανής και ο Θανάσης Συλιβός και όπου παρελαύνει όλος ο μελοποιημένος του λόγος αλλά και κείμενα φίλων του (όπως ο Γιώργος Δουατζής, ο Γιάννης Βάγιας ή ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος) και μουσικολόγων.

Και ξαφνιάζει πως εκτός των κλασικών στιχουργημάτων του (όπως το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», «Σαββατόβραδο», «Δραπετσώνα») που μελοποιήθηκαν από τον φίλο του Μίκη Θεοδωράκη, κι άλλοι συνθέτες και τραγουδοποιοί μελοποίησαν και μελοποιούν ακόμη και σήμερα λόγια του.

Από τον Μάνο Λοΐζο, τον Μίμη Πλέσσα (αυτός μελοποίησε το περίφημο «Μοιρολόι» για την ταινία «Αστραπόγιαννος») και τον Μιχάλη Γρηγορίου μέχρι τον Στέλιο Βαμβακάρη, τον Γιώργο Τσαγκάρη (στο ροκ ορατόριο «Φυσάει» με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου) αλλά και μεταγενέστερα τον Κώστα Λειβαδά (το «Για να σε συναντήσω» που έχει κάνει μεγάλη επιτυχία με τον Μανώλη Λιδάκη έχει ρεφρέν πάνω σε στίχο του Λειβαδίτη).

Κι όμως αυτός ο ποιητής που διεμβολίζει με τον λόγο του τις νεότερες γενιές δεν έζησε μια εύκολη ζωή. Δεν είναι μόνο οι εξορίες και το κυνηγητό και οι δίκες ενός μισαλλόδοξου καθεστώτος μετεμφυλιακά. Είναι και η επταετία που τον βρήκε να διασκευάζει ή να μεταφράζει με το ψευδώνυμο «Α. Ρόκκος» κλασικά έργα σε λαϊκά περιοδικά όπως το «Φαντάζιο» και άλλα. Είναι πάνω από όλα ο αιφνίδιος χαμός του το 1988 που βύθισε στο πένθος τον κόσμο των γραμμάτων.

Μια ζωή που τα είχε όλα, από την ημέρα που το όνομά του… έσκασε στα γράμματα (το 1946) με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη» για το περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα». Και η μονογραφία που κυκλοφορεί παραθέτει μια σειρά ακόμη άγνωστων λεπτομερειών. Οπως ότι ο Τάσος Λειβαδίτης γνωρίστηκε με τον Μίκη στην Ομάδα Νέων Λογοτεχνών της ΕΠΟΝ. Η συνεργασία τους άρχισε όταν ο ποιητής πήγε στο σπίτι τού συνθέτη και έβαλε λόγια σε ένα μέρος από ένα κονσέρτο για πιάνο.

Ετσι γεννήθηκε το «Μάνα μου και Παναγιά», ενώ για να βγει δίσκος 45 στροφών έπρεπε να γραφτεί ένα ακόμη: Ο Μίκης λίγο αργότερα εμπνεύστηκε τη μελωδία από το γεγονός πως τότε η κυβέρνηση ήθελε να διώξει τους πρόσφυγες από τις παράγκες στη Δραπετσώνα. Συνέλαβε τη μελωδία μέσα στο αυτοκίνητο. «Το βράδυ τηλεφώνησα στον Λειβαδίτη, του τραγούδησα απ’ το τηλέφωνο τη μελωδία κι εκείνος έγραψε τους στίχους» σημειώνει ο Μίκης. Το τραγούδι ήταν η «Δραπετσώνα» που ερμήνευσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
ΣΠΑΝΙΟ ΗΘΟΣ

Το χρέος τού ψαρά

Ο Τάσος Λειβαδίτης ήταν ένας ποιητής με στάση ζωής και ήθος που σήμερα σπανίζουν. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο παράδειγμα, αλιευμένο από μαρτυρία του ποιητή Γιώργου Μαρκόπουλου: «Ηταν ευαίσθητος, όσο δεν μπορεί κανείς να φανταστεί. Από κάποια στιγμή και μετά για να πάμε στην Πλατεία Βικτωρίας κάναμε κύκλο, και όταν τον ρώτησα «γιατί», μου απάντησε ότι είχε δανείσει πεντακόσιες δραχμές σε έναν ψαρά στη Χέυδεν και δεν ήθελε να περνάει για να μη θεωρήσει ότι το κάνουμε για να του υπενθυμίζει το χρέος».

INFO

Τάσος Λειβαδίτης, «Τραγουδάω, όπως τραγουδάει το ποτάμι. Μελοποιημένοι στίχοι». Εκδ. Μετρονόμος