Ο μεγάλος ιταλός ηθοποιός, δύο χρόνια μετά τον αναπάντεχο θάνατο του Θόδωρου Αγγελόπουλου, θυμάται την πολύτιμη για εκείνον συνεργασία τους, τους ατελείωτους περιπάτους σε κάθε γωνιά της Αθήνας και καταθέτει τη δική του άποψη για την ευρωπαϊκή κρίση

Με τη χαρισµατική ερµηνεία του στην «Τέλεια οµορφιά» του Πάολο Σορεντίνο ο Τόνι Σερβίλο κυριολεκτικά «σφράγισε» την περυσινή σεζόν –κι όµως δεν ήταν η πρώτη φορά. Ποιος έχει, π.χ., ξεχάσει τη συγκλονιστική εµφάνισή του ως Τζούλιο Αντρεότι στο «Il Divo» του ίδιου σκηνοθέτη; Και η αλήθεια είναι ότι κάθε κινηµατογραφική εµφάνισή του είναι από µόνη της µια αισθητική απόλαυση.

Κορυφαίος του κινηματογράφου αλλά και του θεάτρου, ο αυτοδίδακτος (!) ναπολιτάνος ηθοποιός υπήρξε επίσης πρωταγωνιστής της «Αλλης θάλασσας», της ταινίας που έμελλε να μην ολοκληρώσει ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Γνωστός για το… οξύθυμο ταμπεραμέντο του (μόλις την προηγούμενη εβδομάδα από τη μεταξύ μας συνομιλία «πρότεινε» σε ιταλό δημοσιογράφο της RAI να πάει να… ξέρετε), ο Σερβίλο, ο οποίος σπάνια δίνει συνεντεύξεις, συμφώνησε να μιλήσει μαζί μας για την τελευταία ταινία του αλλά και για τη σχεδόν τραυματική εμπειρία του στην Ελλάδα.

Τι θυμάστε από τη βραδιά του θανάτου του Θόδωρου Αγγελόπουλου;

«Θυμάμαι έναν μεγάλο πόνο. Και μια μεγάλη αμηχανία. Εμοιαζε με ψέμα –δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε πως συνέβη κάτι τέτοιο. Ημασταν όλοι άναυδοι, βρισκόμασταν σε μια κατάσταση εκτός πραγματικότητας αναμεμειγμένη με οδύνη».

Αναρωτιέμαι πόσο βίαιο είναι για έναν ηθοποιό να αποσπάται από τον κόσμο τον οποίο καλείται να υπηρετεί σε μια ταινία όταν αυτή σταματά από έναν θάνατο.

«Είναι μια εμπειρία δύσκολη στο να την περιγράψει κανείς επειδή είναι κάτι το αδιανόητο, είναι κάτι που κανείς ποτέ δεν φανταζόταν ότι θα συνέβαινε. Μια ταινία είναι μια γέννηση, μια ασυνήθιστη σύνθεση της ζωής που κοντοστέκεται ανάμεσα στον μύθο και στην πραγματικότητα. Και όταν παρεμβαίνει σ’ αυτήν κάτι τόσο βίαιο όσο ο θάνατος… (παύση). Με συγχωρείτε, μένω άφωνος και μόνο που το σκέφτομαι. Επειτα, όταν αυτό συμβαίνει σε έναν «μαέστρο» του σύγχρονου κινηματογράφου, τον οποίο –και αυτό θέλω να το υπογραμμίσω έντονα –είχα την τύχη να γνωρίσω, του οποίου τις ταινίες έχω σε τεράστια υπόληψη, που ούτε καν φανταζόμουν πως θα δουλέψω μαζί του… Για μένα ήταν πραγματικά ένας τεράστιος πόνος για ένα όνειρο που ξαφνικά διακόπηκε. Ωστόσο είναι βαθιά τιμή για μένα που γύρισα μια ταινία με τον μέγιστο Θεόδωρο Αγγελόπουλο και ένα μεγάλο μάθημα ζωής».

Ποια είναι η ανάμνησή σας

από την Ελλάδα;

«Κοιτάξτε, είμαι βαθιά δεμένος με την Αθήνα. Θυμάμαι μια πόλη με μεγάλες αγορές, τη νεολαία στους δρόμους, την αδελφοσύνη με εμάς… Αλλά, να σας πω την αλήθεια, δεν γνώριζα την Ελλάδα προτού γυρίσω την ταινία με τον Τεό».

Τι σας εντυπωσίασε περισσότερο;

«Το ότι ανακάλυψα έναν λαό που έχει έντονες ομοιότητες με εμάς. Αυτό περισσότερο απ’ όλα. Θυμάμαι επίσης την ανησυχία εκείνων των ημερών, όταν η χώρα βρισκόταν πραγματικά στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής κρίσης έχοντας καταστεί πλέον σύμβολο της οικονομικής κατάρρευσης. Το ένιωθες στους δρόμους, όπου κι αν στεκόσουν. Και αυτό ήθελε να καταγράψει στην ταινία του ο Αγγελόπουλος. Πάνω απ’ όλα όμως θυμάμαι τους ατελείωτους περιπάτους σε κάθε γωνιά αυτής της πόλης, με την οποία είμαι πλέον ερωτευμένος».

Πώς ήταν η συνεργασία σας με τον Αγγελόπουλο; Υπάρχει κάποια ιδιαίτερη μικρή στιγμή για εσάς να θυμάστε;

«Κοιτάξτε, αντιμετώπισα την εμπειρία μου με τον Τεό όπως αντιμετωπίζει κανείς μια εμπειρία με έναν μεγάλο καλλιτέχνη, έναν μάγιστρο που σε μεταφέρει στον δικό του κινηματογραφικό κόσμο. Ηταν ένας από τους σκηνοθέτες που έχουν τον τρόπο να κάνουν έναν κινηματογράφο που ανήκει αποκλειστικά σε αυτούς, που φέρει την υπογραφή τους, όπως ο κινηματογράφος του Φελίνι, του Μπέργκμαν ή του Ταρκόφσκι. Και εγώ είχα την απόλυτη επίγνωση ότι ήμουν κομμάτι αυτής της στιγμής, αυτής της πάρα πολύ ξεχωριστής εμπειρίας, είχα μπει εξ ολοκλήρου στον κόσμο και στην ποίηση του σκηνοθέτη. Και τον εμπιστευόμουν όπως ο γιος εμπιστεύεται τον πατέρα του».

Ο ρόλος σας στην «Τέλεια ομορφιά» ήρθε αμέσως μετά;

«Ναι. Ξέρετε, ο Σορεντίνο ήταν από τους πρώτους που μου τηλεφώνησαν εκείνο το βράδυ. Γιατί ήμουν ξετρελαμένος από την όλη εμπειρία και μιλούσα συνέχεια στον Πάολο, γεμάτος ενθουσιασμό, για την περιπέτεια που ζούσα με τον Αγγελόπουλο, την εξέλιξη των γυρισμάτων, τις ιδιαιτερότητες του ρόλου και κυρίως την εσωστρέφεια και ταυτόχρονα τη γλυκύτητα που είχε ο Τεό. Μου πρότεινε τον ρόλο και δέχθηκα αμέσως. Είχα βέβαια μια υποχρέωση με τον Μάρκο Μπελόκιο. Οταν επέστρεψα στην Ιταλία, πρώτα γύρισα την ταινία του («Bella Addormentata») και μετά την ταινία του Σορεντίνο. Ηταν ένας καλός τρόπος για να διαχειριστώ τη θλίψη μου».

Στην «Τέλεια ομορφιά» ακούγεται κάποια στιγμή πως η Ρώμη βρίσκεται σε μια διαρκή παρακμή. Κατά τη γνώμη σας, αυτό δεν συμβαίνει και με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό εν γένει; Δεν βρίσκεται σε παρακμή;

«Το λέει κάποια στιγμή ένας από τους ήρωες της ταινίας, ναι. Ειλικρινά πιστεύω ότι ένας από τους λόγους που υφίσταται αυτή η παρακμή είναι αυτή η απομάκρυνση του πολιτισμού από τον πολιτικό και τον ηθικό βίο. Γιατί ο πολιτισμός δεν υφίσταται μόνο ως πνευματική οντότητα αλλά και ως ηθική. Κάτι που για κάποιον λόγο δεν μνημονεύεται συχνά και δεν καταλαβαίνω το γιατί… Υπάρχει βέβαια και η οικονομική κρίση, αλλά εγώ θεωρώ πως αυτά τα δύο συμβαδίζουν, περνάμε όμως μια ισχυρή κρίση αξιών η οποία διαχέεται στο κοινωνικό σύνολο με τρόπο πολύ άδικο και δεν μπορούμε να το παραβλέψουμε. Αναπόφευκτα, με το πέρασμα του χρόνου, θα πρέπει να ξεκαθαρίσει αυτή η κατάσταση».

Ο κόσμος πάντως δείχνει να έχει λατρέψει το φιλμ, που βρίσκεται υποψήφιο και για Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Αλήθεια, θα παρευρεθείτε στην τελετή των Οσκαρ; Σας ενδιαφέρει αυτή η γιορτή;

«Δεν έχω ιδέα. Το βρίσκω κομματάκι δύσκολο. Η τελετή είναι σε έναν μήνα και ακόμη πρέπει να μεριμνήσω για πολλές υποχρεώσεις που αφορούν την παράσταση».

Σας πετυχαίνω σε περιοδεία.

«Ναι, βρίσκομαι σε ένα ξενοδοχείο στην Τοσκάνη αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Το έργο είναι το «Οι φωνές μέσα μας» του Εντουάρντο ντε Φιλίπο –έχω αναλάβει και τη σκηνοθεσία του. Βλέπω την ανησυχία στα πρόσωπα των θεατών κάθε βράδυ που ανεβαίνω στη σκηνή, ξέρετε. Και ανησυχώ κι εγώ».