Η Μαίρη Χρονοπούλου κάθεται ανήσυχη στο σαλονάκι. Ο Κώστας Καζάκος με μαύρα γυαλιά και άνδρες της Ασφάλειας μπουκάρει συνοδεύοντας τον κρατούμενο Νίκο Γαλανό. Από την τηλεόραση η Νόνικα Γαληνέα ως διεθνής τραγουδίστρια Σάσα Βενέτη τραγουδάει «Σ’ αγαπώ κι η αγάπη αυτή με πεθαίνει».

Είμαστε στα 1968 και η «Λεωφόρος του μίσους» του Νίκου Φώσκολου σημαδεύει την ελληνική κινηματογραφική και μουσική ιστορία με το πιο δυνατό, πιο παθιασμένο ερωτικό τραγούδι: «Σ’ αγαπώ» του Νίκου Μαμαγκάκη. Εκείνος – το έλεγε συχνά – το είχε γράψει για λόγους βιοπορισμού. Εκείνη, η Τζένη Βάνου, το είχε τραγουδήσει για τους ίδιους λόγους. Αλλωστε, τη μεγαλύτερή της αγάπη – κι ας είχε πολλές και παράφορες και καταστροφικές – το Τραγούδι, πάντα είχε τη συνείδηση ότι την υπηρετούσε και για να ζήσει. Ηταν η ζωή της, έλεγε, και της έδινε ζωή.

Εκείνο το εμβληματικό ερωτικό τραγούδι του… βιοπορισμού έμελλε όχι απλώς να γράψει ιστορία αλλά να γαλουχήσει πολλές γενιές. Οχι μόνον με τη θριαμβευτική – αν και φάλτσα – επαναφορά και κινηματογραφική επανεκτέλεσή του από την Τάνια Καψάλη με φόντο τη χιονισμένη Ακρόπολη στο «Λούφα και παραλλαγή» του Νίκου Περάκη το 1984, αλλά και στις αμέτρητες εκτελέσεις του, έκτοτε σε νυχτερινά κέντρα και μουσικές σκηνές, με τεράστια λαϊκή αποδοχή. Οπως και το θρυλικό ντουέτο της Βάνου με τον επί χρόνια παρτενέρ της Γιάννη Βογιατζή «Δεν ζω χωρίς εσένα».

Η ΠΡΩΘΙΕΡΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΑΦΡΟΥ. Είχε χαράξει με τη φωνή της πολλά εμβληματικά τραγούδια σαν κι αυτό, πάντα ερωτικά, προδομένα, υποτακτικά, κλαμένα, όμως πάντοτε έμφορτα πάθους, θεσμοθετώντας με την ιδιαίτερη ερμηνεία της (οριστική, κατά κύριο λόγο, για πολλά τραγούδια της που πέρασαν και σε στόματα άλλων) μια ιδιαίτερη κατηγορία από μόνη της. Σωματοποιώντας και δίνοντας φωνή στο αστικό ελαφρό τραγούδι, ως πρωθιέρειά του. Σε μιαν Ελλάδα που, όπως και η αψεγάδιαστη και ανεξάντλητη σε δυνατότητες φωνή τής κατά κόσμον Ευγενίας Βραχνού, έδειχνε να έχει όλες τις δυνατότητες να απογειωθεί με πάθος και να αποκτήσει διεθνή απήχηση. «Η σκλάβα», ο «Διπλός γλυκός καημός», οι «Χίλιες βραδιές», το «Σε βλέπω στο ποτήρι μου» και αργότερα το «Ερωτά μου ανεπανάληπτε κι απίθανε», το υπέρτατο «Αν είναι η αγάπη αμαρτία» έγραψαν ιστορία στις καρδιές και στις ερωτικές ιστορίες και απογοητεύσεις του Νεοέλληνα στα χρόνια που το αστικό δεν είχε εκπέσει ακόμη σε μικροαστικό και νεόπλουτο.

Δεν είναι τυχαίο δε ότι η ζωή της ξεκίνησε και τέλειωσε σε δύο εμβληματικές περιοχές της Αθήνας, με άξονα τη νέα αστική τάξη που αιμοτοδότησαν και οι μικρασιάτες πρόσφυγες: γεννήθηκε στον Βύρωνα και κατέληξε στη Νέα Σμύρνη (ιδιοκτήτρια ενός μίνι μάρκετ τα τελευταία χρόνια).

Με την ανεπανάληπτη – σαν αυτό που πίστευε εκείνη για όλους τους έρωτές της που της χαράκωσαν τη ζωή – ακρίβεια της εκφοράς (ελάχιστοι τραγουδιστές, όπως ο αξέχαστος Δημήτρης Μητροπάνος, είχαν αυτή την πολύτιμη αρετή) και την εντυπωσιακή έκταση και το κρύσταλλο της φωνής της, η Βάνου υπηρέτησε το τραγούδι – σύντροφο κι απάγκειο, το τραγούδι που σηκώνει μεγάλες ορχήστρες και παρεΐστικες εξομολογήσεις, το τραγούδι του έλληνα νοικοκύρη που γεύεται τον πόνο του έρωτα.

ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΜΑΡΑΘΩΝΟΔΡΟΜΟΥ. Ολα αυτά με επιδόσεις μαραθωνοδρόμου και ιδρωμένο, ασθμαίνον πάθος, που μόνον πρωταθλητές μπορούν να βιώσουν. «Mια φωνή έχει γεννηθεί στην Eλλάδα, κι αυτή είναι η Tζένη Bάνου. Οταν λέει ένα τραγούδι στα τρία λεπτά και τελειώνει, είναι ακριβώς όπως ένας μαραθωνοδρόμος που έχει τρέξει 42 χιλιόμετρα. Εχει δώσει τόσο πολύ τον εαυτό της και την ψυχή της, που είναι σαν να έχει τρέξει τα χιλιόμετρα του μαραθωνοδρόμου», έλεγε ο αλησμόνητος Μάνος Χατζιδάκις. Κι ας εισέπραξε τελικά την άρνηση της Βάνου στην πρόσκλησή του για να γίνει τραγουδίστριά του –τη θέση κατέλαβε η Νάνα Μούσχουρη –παραμένοντας πιστή στον συνθέτη που την ανέδειξε περισσότερο: τον Μίμη Πλέσσα.

Τον άνθρωπο που την εντόπισε σε μια χορωδία γυναικών –ανάμεσά τους και η Μούσχουρη –του Αλέκου Παναγιωτόπουλου, το 1959, πίσω από τον Νίκο Γούναρη, να συμμετέχει στο τραγούδι «Θυμήσου». Εκείνον που της φώτισε τις μπλε νότες της, αναδεικνύοντάς την σε τραγουδίστρια με πολλές διεθνείς τζαζ διακρίσεις (κι ας είχε η Νάνα Μούσχουρη την αρωγή του μεγαθήριου της παραγωγής Κουίνσι Τζόουνς σε μια ανάλογη πορεία, που επίσης έμεινε ανολοκλήρωτη).

Δεν ήταν τυχαίες οι μεγάλες διακρίσεις με τζαζ ερμηνείες κυρίως στην Ευρώπη, από την Πολωνία και τη Ρωσία (ΕΣΣΔ τότε) έως την Ισπανία της ερμηνεύτριας που αμερικανικές εφημερίδες είχαν χαρακτηρίσει «εφάμιλλη της Ελα Φιτζέραλντ» στο κρύσταλλο της φωνής. Ούτε ότι την θαύμασε σε τζαζ ρεπερτόριο η Μπάρμπρα Στράιζαντ στο κέντρο του Μολφέτα, στη Νέα Υόρκη, το ’70, αλλά και οι Σαρλ Αζναβούρ, Ζιλμπέρ Μπεκό και Ντομένικο Μοντούνιο (του «Volare»).

Αυτό δε αφού είχε πρωτοεμφανιστεί στο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης το 1964 με το «Τώρα» και είχε κερδίσει εντυπώσεις και βραβεία με το «Εδώ τελειώνει ο ουρανός».

Οπως δεν ήταν τυχαίος ο χαρακτηρισμός «Η Φωνή», που της είχε αποδοθεί (τίτλος και τετραπλής κασετίνας CD με τις μεγαλύτερες ερμηνείες της το 2007). Ομως τις μπλε νότες της τραγουδίστριας που προώθησε στην Κρατική Ραδιοφωνία από τα «Κυριακάτικα πρωινά» του ο Γιώργος Οικονομίδης (μαζί με τη Ρένα Ντορ) και βοήθησε, όπως και έστρεψε σε πιο λαϊκούς δρόμους ο Ζακ Ιακωβίδης, φώτισαν τραγούδια όπως το «Τι με κοιτάς» των Γεράσιμου Λαβράνου –ο οποίος την ανακάλυψε πρώτος και από Βραχνού την «βάφτισε» Βάνου –και Σώτου Ζαχαριάδη ή το «Η νύχτα απόψε με τυλίγει» των Κώστα Καπνίση – Γιάννη Ιωαννίδη.

Με την επιστροφή της από την Αμερική εν μέσω δικτατορίας, πληγωμένη και βασανισμένη από έρωτες, ξενύχτια, καταχρήσεις, δίπλα στον Τόλη Βοσκόπουλο περνά από τις αστικές μουσικές σκηνές του ελαφρού και ορχήστρες στα λαϊκά πάλκα, με το «Αγόρι μου» στην φαρέτρα της. Για να γράψει ιστορία και στις πίστες, κυρίως στη «Νεράιδα» – παράλληλα με την ογκώδη δισκογραφία της – με το «Ερωτά μου ανεπανάληπτε», σαν σάουντρακ στην Ελλάδα που μπαίνει πια στα μικροαστικά της. Με ραγισμένη καρδιά κι ακόμη πιο ραγισμένη φωνή, φτάνει για το μεροκάματο κι ανήμπορη ύστερα από αμέτρητες απογοητεύσεις, σε περιφερειακά σκυλάδικα όπως το «Απρόοπτο», η «Αλλη φάση» ή το «Ονειρο» στην Εθνική Οδό, τραγουδώντας την ανημποριά της και τη μελαγχολία μιας εποχής που είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί, δίχως να αφήσει ανέγγιχτη – το αντίθετο – την ιέρειά της.

Αν η Βάνου ήταν, είναι, η Πιαφ της Ελλάδας που τραγούδησε τα πάθη της και τον ανεκπλήρωτο, προδομένο έρωτα και μια χρυσή εποχή που πέρασε, η Ιστορία θα γυρίζει πάντα στις αξεπέραστες ερμηνείες της, την εκφορά της, το κρύσταλλο της φωνής της και τα ματωμένα, ιδρωμένα λόγια της που θα ακούγονται από το βάθος, σαν ένα παλιό πικάπ ή το YouTube να παίζει ατέρμονα αυτά που χάσαμε για πάντα.

Χαστούκια από τους συντρόφους της, παρηγοριά από τα τραγούδια

«Αγαπώ έναν άνθρωπο και μ’ αυτόν οι μέρες μου δεν πηγαίνουν στράφι…» τραγουδούσε Μίμη Πλέσσα / Κώστα Πρετεντέρη η Τζένη Βάνου το 1960. Μόνον που η ζωή της αποδείκνυε διαρκώς και επανειλημμένα το αντίθετο. Παράφορα δοσμένη στους έρωτές της, εισπράττοντας πολλά χαστούκια (κυριολεκτικά), συρμένη με το στανιό σε καταχρήσεις κάθε τύπου από τους συντρόφους της, κακοποιημένη –ακόμη και όταν ήταν έγκυος στα δύο παιδιά της -, κάποτε δεν κατάφερνε ούτε να βγει στη σκηνή, πνιγμένη στα δάκρυα και την απόγνωση. Η βιογραφία του Γιώργου Ζαμπέτα μάς γυρνά στον χειμώνα 1961-62, στο «Κάστρο» του Παπαχειμώνα, όπου ο μετρ συνέπραττε με την Μπέμπα Μπλανς. Περιγράφει: «Στο μαγαζί μας ήλθε κι η Τζένη Βάνου. Πρώτο βιολί μες στην ορχήστρα ήτανε ο Κώστας Καβάκος, πατέρας του σημερινού μικρού, του Λεωνίδα, του μεγάλου βιολίστα μας. Τα είχε τότε με την Τζένη Βάνου κι η Τζένη κάθε βράδυ κλάμα να δεις. Πέρναγε μεγάλες στεναχώριες».

Το ζωογόνο πάθος στο τραγούδι ήταν και πάθος – ανεξάντλητο και κάποτε καταστροφικό – στη ζωή. «Μόνο λάθη έκανα», ομολογούσε προς το τέλος. Εκτός από τον μουσικό Κώστα Καβάκο, ο πλούσιος μπον βιβέρ, γιος καπνεμπόρου της Θεσσαλονίκης Γιώργος Κρεμμυδόπουλος και άλλοι πέρασαν από τη ζωή της σαν θύελλες ερωτικές, που παρέσυραν πολλά στο διάβα τους. Αφήνοντας πίσω τη Φωνή δίχως πια λαρύγγι για το αγαπημένο της τραγούδι. Αλλωστε ένας καρκίνος στον λάρυγγα, πριν από δέκα χρόνια, λίγο έλειψε να της στοιχίσει και τον ήχο και τη ζωή, αλλά τον πάλεψε και τον νίκησε. Μέχρι που ένας πόνος στη μέση, πολύ πρόσφατα, αποδείχτηκε ότι ήταν μεταστάσεις, που αυτή τη φορά την νίκησαν.

«Εδώ τελειώνει ο ουρανός, εδώ είναι ο κόσμος πιο μικρός, εδώ το βράδυ απλώνει, εδώ που η αγάπη μας τελειώνει», ήταν το σουξέ που έπαιξε τραγικά στα αυλάκια του δίσκου της ζωής της. Οταν πια έστρεψε οριστικά το ενδιαφέρον της στα παιδιά της, μετά το διαζύγιό της, στους αγαπημένους φίλους και φώναξε την κακοποίησή της με ένα αφοπλιστικό επιχείρημα: «Οι κακοποιημένες γυναίκες θα λένε: αφού το είπε η Βάνου, ας το πω κι εγώ να γλιτώσω».

»