Μια ζωή – και τι ζωή; – πάντα απέναντι σε ηγέτες και ηγετίσκους. Με όπλα το μπάντζο, τους στίχους και τον λόγο, που ο τραγουδοποιός – «συνείδηση της Αμερικής», τα άφησε μόνο μαζί με την τελευταία του πνοή, στα 94 του πια, τη Δευτέρα

«Φοβού τους μεγάλους ηγέτες. Ας ελπίσουμε ότι θα υπάρχουν μόνον πολλοί, πολλοί μικροί ηγέτες». Η δήλωση του Πιτ Σίγκερ (στα 92 του, παρακαλώ), λίγο προτού γίνει μπροστάρης στη διαμαρτυρία του κινήματος Occupy Wall Street ή «Καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ», συμπυκνώνει εκείνο που ο τραγουδοποιός – συνείδηση της Αμερικής έβλεπε στον κόσμο μας. Ο οποίος –παράξενο και ιδιαίτερο αυτό –ύστερα από αμέτρητες πορείες διαμαρτυρίας, διαδηλώσεις και αιχμηρά βαθιά πολιτικά τραγούδια είχε μιαν αισιοδοξία. Οτι θα γίνει καλύτερος. Οτι τα τραγούδια θα σμιλεύσουν αγάπη ανάμεσα στους ανθρώπους.

Στα 17 του, την ώρα που στην Ευρώπη ο Χίτλερ είχε ήδη σκαρφαλώσει στην εξουσία, ο Σίγκερ συντάχθηκε με την Κομμουνιστική Λίγκα Νέων (YCL) στην πατρίδα του Νέα Υόρκη. Και έφτασε το 1941 να γίνει, μαζί με τον μεγάλο της αμερικανικής φολκ Γούντι Γκάθρι και ως Almanac Singers (από το 1941 αυτό), η φωνή των εργατικών σωματείων, ηχογραφώντας και τα «Songs For John Doe» –για τον Αγνωστο. Από το 1939 όμως έψεγαν δημοσίως με τραγούδια (ο Σίγκερ με το μπάντζο του, το μόνιμο όπλο του) όχι μόνο τον Χίτλερ και τους Ναζί, με τραγούδι υπόδειγμα το «Round and Round Hitler’s Grave» («Γύρω γύρω στον τάφο του Χίτλερ»), όπου ζητούσαν «ένα σχοινί να το δέσουν στον λαιμό του Χίτλερ». Δεν δίσταζαν, παρά τη στράτευσή τους στο ΚΚ, να ψέγουν και τον Στάλιν και τη Σοβιετική Ενωση για την «παράξενη εγγύτητα και συμμαχία» με τον Χίτλερ, μετά τη Συνθήκη Μολότοφ – Ρίμπεντροπ, τραγουδώντας για τον «στημένο» πόλεμο, τον οποίο «ήθελαν οι καπιταλιστές για να βάλουν την Αμερική ανοήτως σε κόντρα με τους Ναζί».

Εκείνη η κομματική στράτευση, εκείνα τα τραγούδια των εργατών, των ανθρακωρύχων, τα αντιπολεμικά και τα «αποκαλυπτικά» στοίχισαν πολύ στον Πιτ Σίγκερ –καλά, ο Γούντι Γκάρθι πρόλαβε να φύγει νωρίς. Δεν άργησε να μπει, μετά τον Πόλεμο, στο στόχαστρο εκείνων που ήθελαν να καθαρίσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες από τον «κόκκινο κίνδυνο». Οσοι τον εχθρεύονταν γι’ αυτές του την επιλογές φρόντισαν να του επιτεθούν, ομαδικά, διά του Τύπου και να διαλύσουν το συγκρότημά του, τους Weavers, με τους οποίους είχε ήδη παραδώσει επιτυχίες όπως το «Goodnight Irene», που πούλησε 4 εκατ. δίσκους σε σχεδόν έναν μήνα. Ομως στις 18 Αυγούστου του 1955 ο τραγουδοποιός «ήρωας», όπως τον αποκάλεσαν, «η ζωντανή απόδειξη ότι τραγούδι και Ιστορία πάνε χέρι χέρι», όπως έχει πει ο μέγας θαυμαστής του Μπρους Σπρίνγκστιν, βρέθηκε ενώπιον μικρών, μικρών ηγετίσκων που είχαν αποφασίσει να συστήσουν την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών (ιδέ: φρονημάτων) που διέλυσε και το Χόλιγουντ, αποκαλύπτοντας «κόκκινους» και στυγνούς καταδότες. Στις επίμονες ερωτήσεις, ο Σίγκερ δήλωνε: «Ηθελα να γίνω άνθρωπος του Τύπου», «Δεν ήθελα να γίνω μουσικός αλλά είμαι ευτυχής που έγινα –είναι ένα πολύ αξιοσέβαστο επάγγελμα», «Τραγουδάω για τον λαό από το 1925 ακόμη και ελπίζω ότι θα το κάνω πάντα», «Δεν θεωρώ ότι είναι δουλειά αυτής της επιτροπής να θέτει ερωτήσεις περί φρονήματος», «Μπορώ να απαντήσω για το τραγούδι «If I Had A Hammer», αλλά όχι για το πού και γιατί το ερμήνευσα και αν ήταν στην Φόλι Σκουέρ στη δίκη των ηγετών του Κομμουνιστικού Κόμματος», «Είναι ανήθικο να θέτει κανείς σε οποιονδήποτε Αμερικανό τέτοιες ερωτήσεις»…

Αποτέλεσμα; Καταδίκη σε φυλάκιση ενός έτους (ποινή που καταρρίφθηκε τελικά), αλλά κυρίως απαγόρευση του Σίγκερ στα τηλεοπτικά μέσα και ουσιαστικά καταστροφή της καριέρας του για μία δεκαετία –αν και τα μεγάλα τραγούδια του, όπως ο εμβληματικός ύμνος «We Shall Overcome», το βιβλικό πλην πολιτικό «Turn, Turn, Turn», το αντιπολεμικό «Where Have All The Flowers Gone?» δεν τον άφησαν να χαθεί. Και πράγματι αντεπεξήλθε, όπως λέει και ο ύμνος του για κάθε ανθρώπινη κακοτοπιά «We Shall Overcome», για να ριχτεί σε αντιπολεμικές διαμαρτυρίες, από το Βιετνάμ έως το Ιράκ, και να στηλιτεύσει και άλλους ηγετίσκους της ζωής μας ως τη Γουόλ Στριτ και τα οικονομικά παιχνίδια –στα 92 του πια. Οπως στηλίτευσε όσους έπαιζαν παιχνίδια με αποτέλεσμα τη ρύπανση του ποταμού Χάντσον στη Νέα Υόρκη, τον οποίο αποφάσισε να βοηθήσει με την περιβαλλοντική του οργάνωση Clearwater. Τον περασμένο Νοέμβριο έστειλε μια χειρόγραφη επιστολή στον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, ζητώντας την απελευθέρωση των ακτιβιστών του περιβάλλοντος –και της Greenpeace –Κάπτεν Πίτερ Γουίλκοξ και #Arctic 30, που έμειναν δύο μήνες σε ρωσικές φυλακές κατηγορούμενοι για «πειρατεία» και «χουλιγκανισμό» επειδή σκαρφάλωσαν σε μια υπεράκτια πετρελαιοπηγή, καταλήγοντας: «Οι πολίτες του κόσμου παρακολουθούν».

Μέχρι το τέλος στις επάλξεις. Να είναι που η μουσική, όπως έλεγε, «κάτι σου κάνει»; Που «σε βοηθάει να διασχίζεις ποτάμια, που βιβλιοθήκες ολόκληρες δεν μπορούν»;