Ο Βαγγέλης Κούτας μπορεί να έγραψε μυθιστόρημα για τους Ρεντζαίους («Αετοί και Λύκοι», εκδ. Μεταίχμιο), αλλά αναπόφευκτα καταδύθηκε στην Ιστορία, τον Τύπο, τη βιβλιογραφία για την κοινωνική ληστεία.

Ενα παράξενο περιστατικό τον οδήγησε στη συγγραφή του μυθιστορήματος. Βιβλιοπώλης ο ίδιος, μια ημέρα δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από έναν διευθυντή σχολείου που του ζήτησε γραφική ύλη. Οταν ο Κούτας άκουσε το ονοματεπώνυμο του συνομιλητή του, αιφνιδιάστηκε: Θύμιος Ρέντζος. Και μάλιστα, ο διευθυντής του σχολείου ήταν όντως απόγονος του λήσταρχου Ρέντζου.

«Η μεγάλη ληστεία των Ρεντζαίων έγινε στη Σκάλα του Λύκου, το 1925, περίπου δέκα χιλιόμετρα από το δικό μου χωριό, τη Βίγλα Αρτας. Εγώ γεννήθηκα το 1953, οπότε οι τριαντάρηδες της εποχής μου συζητούσαν για τους Ρέντζους, ήταν ο μεγάλος μύθος της Ηπείρου. Μάλιστα, όταν έγινε η ληστεία, είχαν συνεργάτες και στο χωριό μου ή στην ευρύτερη περιοχή», σημειώνει στα «ΝΕΑ» ο Κούτας, που ένα γύρισμα της μοίρας θέλει για τη συνέχεια το εξής παράξενο πλάνο: Ο ίδιος και ο απόγονος του Ρέντζου τρώνε ψητή προβατίνα στο εστιατόριο ενός απόγονου του Καρατζά στο Γαλάτσι που ήταν δολοφονημένος από τον Ρέντζο και συζητάνε για τους θρυλικούς ληστές.

«Το θέμα ήταν να μην παγιδευτώ στην Ιστορία», εξηγεί. «Δεν ήθελα να κάνω ένα χρονικό και στην πορεία της έρευνας λυπήθηκα τους Ρεντζαίους αλλά και τους αγάπησα, τους θαύμασα, αν και εσωτερικά κλώτσαγα αφού το έγκλημα είναι έγκλημα. Πάντως, μου ήταν οικείοι οι κώδικες συμπεριφοράς, αφού μέχρι τα 16 μου μεγάλωσα στην Ηπειρο, είμαι Ηπειρώτης και εξοικειώθηκα γρήγορα με την ιστορία τους».

Ο Κούτας έζησε σαν «ληστής», ταξίδεψε στα βουνά όπου έδρασαν οι ήρωες του βιβλίου του και έγραψε πάνω στην αιχμή της Ιστορίας το μυθιστόρημά του. Κι αν σε αυτή την περίπτωση ο μύθος είναι αυτός που υπερισχύει, στη μελέτη του Τζανακάρη το φαινόμενο χαρτογραφείται μέσα από μαρτυρίες, από δημοσιεύματα εφημερίδων, αρχεία της Βουλής, ληστρική λογοτεχνία. Απίστευτα πράγματα, όπως ότι ο ληστής Θωμάς Γκαντάρας, στο πλαίσιο αντιπαράθεσης με τον ληστή Λιόλιο, τον αποκεφάλισε με τα ίδια του τα χέρια, του άνοιξε το στήθος, έβγαλε την καρδιά, την έψησε και την έφαγε. Ο Φώτης Γιαγκούλας έγινε ληστής για μια Μαρία και η εκδίκηση τον έβγαλε στην παρανομία. Το τέλος του ήταν τραγικό, αφού ύστερα από αποδράσεις και μια πληθωρική δράση τού έκοψαν το κεφάλι και το τοποθέτησαν σε κασόνια στον σιδηροδρομικό σταθμό της Κατερίνης. Ο «θρύλος», που διάβαζαν τα κατορθώματά του οι γυναίκες της εποχής και ένιωθαν «τις ωοθήκες τους να κροταλίζουν», ήταν νεκρός.