Στη ζωή του δεν υπήρξε ένας απλός περιηγητής, απ’ αυτούς που αναζητούν στα ταξίδια τους επιφανειακές συγκινήσεις. Για τον Λόρενς Ντάρελ κάθε ταξίδι ήταν μια διαρκής προσπάθεια να ανακαλύψει τον ιδανικό τόπο. Αυτόν που στην καρδιά του θα έπαιρνε κάθε φορά –έστω και για λίγο –τη θέση της νέας του πατρίδας.

«Η δική μου δυστυχία οφείλεται στο γεγονός ότι είμαι ξεριζωμένος. Η προσπάθειά μου να κρίνω τόπους μοιάζει με τα πουλιά που προσπαθούν να χτίσουν κάποιου είδους φωλιά για να έχουν ένα σπίτι», έλεγε ο συγγραφέας που, μπολιασμένος με το γονίδιο της περιπλάνησης, κατέφευγε για μεγάλα ή μικρότερα διαστήματα της ζωής του σχεδόν σε κάθε γωνιά του πλανήτη: από τις Ινδίες όπου γεννήθηκε το 1912, τη Βρετανία (τόπο καταγωγής των γονιών του), το Παρίσι, την Κέρκυρα και τη Ρόδο μέχρι το Βελιγράδι, τη Λευκωσία, το Μπουένος Αϊρες και την Αλεξάνδρεια.

Στην τελευταία πόλη δε και συγκεκριμένα στη Βίλα Αμπρον, όπου έζησε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εμπνεύστηκε μία από τις μεγαλύτερες συγγραφικές του επιτυχίες, το «Αλεξανδρινό Κουαρτέτο», με κεντρική ηρωίδα του πρώτου μυθιστορήματος «Τζάστιν» την αλεξανδρινή εβραία σύντροφό του και μετέπειτα γυναίκα του Εύα Κοέν.

Ο σημερινός ιδιοκτήτης όμως της βίλας, ο αιγύπτιος επιχειρηματίας Αμπντελαζίζ Αχμέντ Αμπντελαζίζ, αποφάσισε πως 13 χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα ήρθε ο καιρός το οίκημα να κατεδαφιστεί –στη θέση του θα χτιστούν σύγχρονες πολυώροφες πολυκατοικίες –και μαζί του τα τελευταία απομεινάρια μια πόλης που τον 20ό αιώνα υποδέχτηκε και λειτούργησε ως βάση για μια ιδιόμορφη αλλά γόνιμη μείξη εθνικοτήτων, θρησκειών, καλλιτεχνών και διανοουμένων. Μεγαλύτερος, ωστόσο, σταθμός στη ζωή του Λόρενς Ντάρελ δεν υπήρξε άλλος από την Ελλάδα. Και αυτό γιατί πάνω απ’ όλα του έδωσε την ευκαιρία να αποδράσει από τον «αγγλικό θάνατο», όπως αποκαλούσε χαρακτηριστικά τον αγγλικό τρόπο ζωής. Στα μέσα τη δεκαετίας του 1930 και ύστερα από μια σύντομη περιπλάνηση στο Παρίσι, μετακομίζει με την πρώτη του σύζυγο Νάνσι Μάγερς και τους γονείς του στο Κοντόκαλι της Κέρκυρας για λόγους κυρίως οικονομικούς. Πολύ σύντομα όμως επιλέγει να φύγει και από εκεί και να ζήσει «σε ένα μικρό χωρίο τη ζωή του ψαρά» (στο Καλάμι της Κέρκυρας) μακριά από κάθε πολυτέλεια. Εκεί μάλιστα έγραψε και το πρώτο του σημαντικό μυθιστόρημα «Το μαύρο βιβλίο» (1938), επηρεασμένο από τον «Τροπικό του Καρκίνου» του Χένρι Μίλερ.

«Σε άλλες χώρες μπορεί να ανακαλύψεις τοπία, παραδόσεις, έθιμα. Η Ελλάδα έχει κάτι σκληρότερο να σου προσφέρει –την ανακάλυψη του εαυτού σου», λέει χαρακτηριστικά στο ταξιδιωτικό του βιβλίο «Prospero’s Cell –Η σπηλιά του Πρόσπερου, οδοιπορικό στην Κέρκυρα» γι’ «αυτό το εξαιρετικό νησάκι του Ιονίου» που έγινε σύντομα το «σπιτικό του» και αφορμή για να προδώσει τη μισητή κατά τ’ άλλα βρετανική καταγωγή του. Με το ξέσπασμα όμως του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ντάρελ αναγκάζεται να διαφύγει οικογενειακώς με καΐκι στην Κρήτη, όπου και συναντήθηκε με τον Σεφέρη, και από εκεί στην Αίγυπτο. Στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια υπηρετεί στο Γραφείο Τύπου της Βρετανικής Στρατιωτικής Διοίκησης, χωρίς ωστόσο ποτέ να ξεπεράσει την ξαφνική απώλεια της Ελλάδας. Σύντομα όμως επόμενος σταθμός εξερεύνησης για τον Ντάρελ ήταν η Ρόδος, όπου μετατέθηκε ως υπεύθυνος πληροφοριών τον Μάιο του 1945, όταν το νησί απελευθερώθηκε πια από τους Ιταλούς.