Προτού γίνει διάσημος συγγραφέας ο βρετανός περιηγητής είχε προλάβει να γίνει ήρωας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με μεγάλη δράση στην Κρήτη. Η βιογραφία του, που κυκλοφορεί δύο χρόνια μετά τον θάνατό του, περιγράφει μια συναρπαστική, περιπετειώδη διαδρομή. Η βιογράφος του Αρτεμις Κούπερ εξηγεί πώς κατάφερε να αποκωδικοποιήσει τον εχέμυθο συνομιλητή της.

Ο Πάτρικ Λι Φέρμορ, γνωστός και ως Πάντι, υπήρξε ένας θρύλος. Διάσημος για τις περιηγήσεις του, που τις ξεκίνησε στα 18 του βρίσκοντας στέγη σε παλάτια οικογενειακών γνωστών αλλά και σε στάνες βοσκών, πέρασε από την Κεντρική Ευρώπη, έφθασε στην Κωνσταντινούπολη, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, μετά στη Μολδαβία με την Μπαλάσα Καντακουζηνού, μέχρι που ξέσπασε ο πόλεμος, οπότε έγινε ήρωας. Η συμμετοχή του στη Μάχη της Κρήτης, η οργάνωση της απαγωγής του Κράιπε, τα δύο χρόνια που πέρασε στα βουνά της Κρήτης ως «Μιχάλης», σε συνδυασμό με τη λογιοσύνη ενός ανθρώπου που έμελλε να γίνει και διάσημος συγγραφέας ταξιδιωτικών βιβλίων συνετέλεσαν στο να φτιάξει ένα όνομα ικανό να συνεπάρει κάθε αναγνώστη, ανεξαρτήτως εθνικότητας. Αγάπησε την Ελλάδα, περνούσε μεγάλο μέρος της χρονιάς στο πέτρινο σπίτι του στην Καρδαμύλη της μεσσηνιακής Μάνης. Πέθανε σε βαθύ γήρας, στα 96 του χρόνια, το 2011.

Αυτές τις ημέρες κυκλοφορεί και στα ελληνικά –από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση Ηλία Μαγκλίνη –η βιογραφία του (συνοδεύεται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό) που υπογράφει η ιστορικός Αρτεμις Κούπερ και η οποία κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες στα αγγλικά. Ο Λι Φέρμορ μιλάει για τα ταξίδια του, τους έρωτές του, την κατάταξή του στο Σώμα Πληροφοριών, τη θητεία του στην Κρήτη –κάπου 100 σελίδες αφιερώνονται σε αυτήν –και για πολλά άλλα, πάντα με τη γλαφυρότητα ενός καλού αφηγητή. Βέβαια, τα πράγματα δεν ήταν καθόλου εύκολα για τη βιογράφο, όπως εξήγησε η ίδια στον δημοσιογράφο Γουίλιαμ Γκράιμς, ο οποίος έγραψε πρόσφατα εκτενές άρθρο για το βιβλίο στους «Νιου Γιορκ Τάιμς».

Για έναν βιογράφο, λέει ο Γκράιμς, ο Πάτρικ Λι Φέρμορ είχε τη δυσκολία ότι διέθετε πολλά πρόσωπα: ως παιδί ήταν δύστροπος, το ένα μετά το άλλο τα σχολεία στα οποία πήγαινε τον έδιωχναν. Μετά ξεποδαριάστηκε ταξιδεύοντας σε μια Ευρώπη που γινόταν όλο και πιο σκοτεινή. Κατόπιν διακρίθηκε ως μυστικός πράκτορας στην Κρήτη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου μάλιστα οργάνωσε την απαγωγή του γερμανού στρατηγού Χάινριχ Κράιπε, διοικητή των ναζιστικών στρατευμάτων στο νησί. Για να γίνει στο τέλος ο διάσημος συγγραφέας ταξιδιωτικών βιβλίων, τον οποίο οι βιβλιοκριτικοί κατατάσσουν στους σπουδαιότερους του 20ού αιώνα.

Η Αρτεμις Κούπερ, συνεχίζει ο Γκράιμς, έφερε λοιπόν σε πέρας ένα δύσκολο εγχείρημα. Ακόμη περισσότερο που ο Φέρμορ, που είχε τη φήμη ενός σπουδαίου ομιλητή, αποτέλεσε έναν εξαιρετικά λιγόλογο και κρυπτικό αφηγητή της δικής του βιογραφίας.

«Ο Πάντι δεν μου έλεγε τίποτα που δεν θα έλεγε σε οποιονδήποτε δημοσιογράφο», λέει στους «Νιου Γιορκ Τάιμς» η Αρτεμις Κούπερ. «Απεχθανόταν να μιλάει για τον εαυτό του. Θόλωνε τα νερά και βρισκόμουν σε αδιέξοδο».

Ωσπου η 60χρονη σήμερα Κούπερ σκαρφίστηκε ένα κόλπο: προσφέρθηκε να τον βοηθήσει στην οργάνωση του αρχείου του. Και εκεί που εξέταζαν σχολαστικά χειρόγραφα και επιστολές, η γλώσσα λύθηκε. «Δεν ήταν πια συνέντευξη. Το νοικοκύρεμα του δωματίου έγινε φύλλο συκής. Και έτσι απέσπασα κομμάτια από την ιστορία της ζωής του».

Η Κούπερ έφτασε μάλιστα στο σημείο να μπορεί να τον αποκωδικοποιεί: όταν, λ.χ., αποκαλούσε κάποια «σπουδαία φίλη», ήταν σχεδόν βέβαιον ότι αναφερόταν σε ερωμένη του. Και ήταν πολλές. Ο Λι Φέρμορ ήξερε την οικογένεια της Κούπερ. Γνώριζε τον παππού και τη γιαγιά της αλλά και τον πατέρα της, συγγραφέα και τηλεοπτικό παραγωγό Τζον Τζούλιους Νόριτς.

Η Αρτεμις Κούπερ, λοιπόν, σήμερα σύζυγος του ιστορικού Αντονι Μπίβορ, ως νεαρή κοπέλα είχε υπάρξει ερωτευμένη με τον Πάντι, γράφει ο Γκράιμς. Ηταν τότε 17 ετών και είχε επισκεφθεί τη γιαγιά της στις Σπέτσες. Ο Λι Φέρμορ ήταν εκεί και η Αρτεμις εντυπωσιάστηκε από τον ιρλανδικής καταγωγής συγγραφέα και ήρωα του πολέμου που οι ντόπιοι είχαν θεοποιήσει. Θυμάται ότι έπαιρνε μέρος σε γλέντια με ουζοκατάνυξη και χορό στην παραλία. Και πως τον περιέβαλλε μια αίγλη ανάλογη του Ζορμπά…

Ας πάρουμε όμως μια γεύση από το βιβλίο από το σημείο της έναρξης της Μάχης της Κρήτης και την άφιξη των αλεξιπτωτιστών, όπως την περιγράφει ο Λι Φέρμορ (που βρισκόταν στο Ηράκλειο τότε) στην Κούπερ:

«Η γερμανική εισβολή, η οποία αναμενόταν εδώ και εβδομάδες, επήλθε τελικώς το πρωί της 20ής Μαΐου. Οι κύριοι αντικειμενικοί σκοποί της ήταν τα αεροδρόμια του Μάλεμε, στα δυτικά, του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου. Οι Γερμανοί χρειάζονταν να εξασφαλίσουν τουλάχιστον μία από αυτές τις θέσεις έτσι ώστε οι ενισχύσεις τους να καταφτάσουν αεροπορικώς με μεταγωγικά αεροσκάφη Γιούνκερς 52. Λίγη ώρα αφότου τελείωσε το πρόγευμα, τα πρώτα κύματα των αλεξιπτωτιστών και των ανεμοπλάνων έγιναν αντιληπτά λίγο έξω από το Μάλεμε και στα νοτιοδυτικά των Χανίων. Η τερατώδης κλίμακα της εισβολής από αέρος, το εκπληκτικό θέαμα των χιλιάδων αλεξιπτωτιστών που έπεφταν το ένα κύμα μετά το άλλο, ξάφνιασε τους πάντες. Παρότι υπέστη μεγάλες απώλειες, ο εχθρός κατόρθωσε να κρατήσει τη θέση του στο αεροδρόμιο του Μάλεμε.

Η είδηση της εισβολής στο Μάλεμε και στα νοτιοδυτικά των Χανίων έφτασε στον ταξίαρχο Τσάπελ (στο Ηράκλειο) στις δύο και τριάντα το απόγευμα, ενώ στις τέσσερις ακολούθησε ένας εξαιρετικά σφοδρός βομβαρδισμός. Μιάμιση ώρα αργότερα ακούστηκε ο συναγερμός για επίθεση αλεξιπτωτιστών. Ο Πάντι ήταν εγκατεστημένος στην αίθουσα επιχειρήσεων, ένα σπίτι λίγα μόλις λεπτά μακριά από το λατομείο όπου στεγαζόταν το αρχηγείο. Εδώ, ο λοχαγός Τράμπουλ, εξοπλισμένος με ακουστικά και μια στέκα, μετακινούσε συνεχώς μικρά μοντέλα αεροπλάνων (τα οποία συμβόλιζαν ολόκληρες αεροπορικές μονάδες) πάνω σε έναν επίπεδο χάρτη της Κρήτης. «Πιθανότατα σε λίγο να μπορούμε να τα δούμε» είπε ο Τράμπουλ. Εκείνος και ο Πάντι ανέβηκαν στη στέγη και πολύ σύντομα ο ουρανός μαύρισε, ενώ κάθε θόρυβος σκεπάστηκε από τον εκκωφαντικό βόμβο των Γιούνκερς 52. «Ορίστε, έφτασαν» είπε ο Τράμπουλ ήρεμα.

Πηδώντας μαζικά από τα αεροπλάνα, οι αλεξιπτωτιστές ξεκίνησαν την κάθοδό τους. Τα συμμαχικά στρατεύματα είχαν εντολές πρώτα να σημαδεύουν τα πόδια τους καθώς κατέβαιναν και πολλοί σκοτώθηκαν προτού καν φτάσουν στο έδαφος. Μερικοί έπεσαν πιο βαθιά μέσα στην ενδοχώρα, εγκλωβίστηκαν πάνω σε ελιές και πυροβολήθηκαν ή μαχαιρώθηκαν από κρητικούς χωρικούς. Οι Γερμανοί, πιστοί στους κανονισμούς μάχης, κλονίστηκαν βαθύτατα όταν ανακάλυψαν ότι οι αλεξιπτωτιστές τους δέχονταν επιθέσεις από ηλικιωμένους, γυναίκες και παιδιά, οι οποίοι ήταν οπλισμένοι με ό,τι είχαν στη διάθεσή τους. Είχαν παραβλέψει τη μακραίωνη παράδοση του νησιού αντίστασης απέναντι στους Τούρκους –αντιμέτωποι με μια τόσο δραματικής κλίμακας εισβολή, οι Κρητικοί αντέδρασαν ενστικτωδώς. Οι δυνάμεις που προσγειώνονταν μέσα και γύρω από το αεροδρόμιο εξολοθρεύτηκαν σχεδόν ολοσχερώς. Ενα άλλο τάγμα, όμως, που έπεσε πιο κοντά στα τείχη της πόλης του Ηρακλείου, συγκέντρωσε τις δυνάμεις του και οργάνωσε επίθεση στην πόλη για την επόμενη ημέρα. Οι άνδρες του τάγματος αυτού διψούσαν απεγνωσμένα, αλλά οι Κρητικοί άτακτοι είχαν αποκλείσει σχεδόν όλες τις πιθανές πηγές ύδρευσης».