Καφενείο θα πει, ανάμεσα σε πολλά άλλα, τους ανθρώπους και τις σημαντικές ή σημαντικώς ασήμαντες ιστορίες που ζουν ή αφηγούνται ανάμεσα σε τζούρες και γουλιές, κρότους από πούλια και χτυπήματα του χεριού στην τσόχα, στα πειράγματα, στο άκουσμα μιας είδησης, στα σχόλια που ακολουθούν. Ιστορίες τόσο απλωμένες στον ελληνικό χωρόχρονο, που αν κανείς έχει γεννηθεί στη δεκαετία του ’80 ή νωρίτερα, δύσκολα δεν θα έχει και εκείνος μία να θυμηθεί.

Γεννημένος σε εκείνη του ’50, ένας άνθρωπος που αφηγείται τη δική του ιστορία ως κοινωνιολόγος, σχεδιαστής επίπλων, ξενοδόχος και φυσιολάτρης (ή «αιγαιολάτρης»), ο Γιώργος Πίττας ξεκίνησε τη γνωριμία του με τα καφενεία σχεδόν ασυναίσθητα: «Αποτελούσαν πάντα σημαντικό σταθμό των ερευνών μου», γράφει στον πρόλογο του 256 σελίδων βιβλίου του «Τα καφενεία της Ελλάδας», που κυκλοφορεί με ελληνικά και αγγλικά κείμενα από τις εκδόσεις της Κοιλάδας Λευκών. «Στο καφενείο θα ξαπόσταινα φτάνοντας σε ένα χωριό και από εκεί θα έπαιρνα τις πρώτες μου πληροφορίες. (…) Και τα βράδια, μετά τη λήξη των διάφορων αποστολών, όταν θα επέστρεφα αποκαμωμένος στο καφενείο εξιστορώντας τα «κατορθώματά» μου και επιβεβαιώνοντας τα στοιχεία και την ορθότητα των οδηγιών που μου ‘χαν δώσει οι θαμώνες του, ανάμεσα σε μεζέδες και ρακές θα γλεντούσαμε τις ερευνητικές επιτυχίες μου. Αλλά πιο πολύ, τη χαρά της γνωριμίας μας».

Δεν ακούγεται κι άσχημο, μάλλον όμως όχι τόσο εξόχως ανθρώπινο όσο μια καθημερινή στα πάνω από 250 καφενεία που επισκέφθηκε ο Πίττας. Από τη Θράκη μέχρι την Κρήτη και από τη Λευκάδα ώς τη Χίο, καταλήγοντας τελικά σε 80: το καφενείο του Ναπολέοντα στους Καλαρίτες, ταβέρνα ταυτοχρόνως και μπακάλικο, αλλά και το καφεμεζεδοπωλείο Ερμής στη Μυτιλήνη, παλιό στέκι αραμπατζήδων που φυλάει ακόμα ένα «τιμολόγιο παιγνιόχαρτων» στα ελληνικά και τα τουρκικά. Το καφενείο του Φορλίδα στον Λαύκο Πηλίου που, λειτουργώντας από το 1785, είναι ίσως το παλιότερο της χώρας και έχει σερβίρει Παπαδιαμάντη, Βάρναλη ή Δελμούζο, αλλά και του Ισμαήλ στην Κομοτηνή που διακόπτει τη λειτουργία του πεντάκις ημερησίως, τις ώρες της μουσουλμανικής προσευχής. Το Πανελλήνιον στην Αμφισσα, όπου ο Θόδωρος Αγγελόπουλος δεν άλλαξε ούτε πρόκα για να γυρίσει τη σκηνή του «Θιάσου» με τη μουσική αντιπαράθεση αριστερών και δεξιών, του θρυλικού Πάρβα στην Αμοργό ή το Μεγάλο Καφενείο, χτισμένο στην Τρίπολη το 1898, για την καλή κοινωνία.

«Τα κριτήρια για την επιλογή τους είναι αρκετά και διαμορφώθηκαν σιγά σιγά», εξηγεί ο Πίττας μιλώντας για τα αποτυπώματα του χρόνου, την χαμηλή τιμή του καφέ, την ομορφιά και την αντιπροσωπευτικότητα, τον καφετζή με την προσωπικότητά του και άλλα. Στην ίδια λίστα ωστόσο βρίσκεται ο Κόττας από τα Γύφτικα της Πάτρας, που κάτι νύχτες προσείλκυε εξάπορτες λιμουζίνες ή τον Τσαρούχη και τον Ιόλα, με τον δεύτερο να ξεσκονίζει το δάπεδο όπου θα χόρευε ο πρώτος. «Ναι, αλλά ξεκίνησε ως καφενείο, εξελίχθηκε σε σταθμό της ελευθεριακής νυχτερινής ζωής και στο κάτω κάτω, είναι μια εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα» εξηγεί ο συγγραφέας. Ο Τρικενές στο Μεσολόγγι επίσης, με τον μαρμάρινο πάγκο, είναι ποτοποιείο. Είναι όμως κάτι σαν καφέ-μπαρ για ανθρώπους της δουλειάς, ξεκαθαρίζει ο ερευνητής. Και η Αθήνα γιατί απουσιάζει; «Γιατί η πόλη έχει σχεδόν χτιστεί από την αρχή», συνεχίζει ο Πίττας, που ίσως δημοσιεύσει στο μέλλον κάτι για χάρη της. «Εχουν χαθεί οι γειτονιές της, υπάρχουν μερικά ωραία περιφερειακά, που συνήθως όμως δεν επιτελούν τον ρόλο της κοινωνικής συνάθροισης των περιοίκων».

Οπως και να ‘χει, τα επαρχιακά, λαϊκά καφενεία που συγκεντρώνει ο τόμος συνοδεύονται και από πληροφορίες για ολόκληρο το καφενειακό σύμπαν. Για την ιστορία τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, την ταξινόμησή τους, τον χώρο τους με τα δικά του παραφερνάλια όπως το «τεζιάκι», τον πάγκο που χωρίζει καφετζή από καφενόβιους, για τις αρκετές λειτουργίες τους, το προφίλ των πελατών, τις επιγραφές τους (του Σαρανταυγά διακοσμημένη με σαράντα αυγά, του καφενείου Το Κέντρον φιλοτεχνημένη από τον Θεόφιλο), την τέχνη του καφέ, του ούζου, της ρακής, της ρετσίνας, των μεζέδων βεβαίως βεβαίως, της τράπουλας ή του ταβλιού, αλλά και του κεράσματος –με όσο τυποποιημένη μορφή («ο καφετζής θα του προσφέρει καφέ ή ρακή, θα πει «κερασμένο» και θα του δείξει τον κεραστή, που θα σηκώσει το ποτήρι, νερό ή ρακή –ο καφές ποτέ δεν σηκώνεται –και θα ευχηθεί «εις υγείαν»») και αν ενδεχομένως παρουσιάζεται το τελευταίο.

Οπως διηγείται στα «ΝΕΑ» ο δημοσιογράφος Ηλίας Προβόπουλος (ένας από τους ομιλητές στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου), τα παλιά καφενεία είχαν τουλάχιστον σε τοπικό επίπεδο και πολιτικό ρόλο: εκτός από το προαύλιο της εκκλησίας, δεν υπήρχε άλλος χώρος για διάλογο της κοινότητας. Ούτε και έχει νόημα, εξηγούσε ο Τάσος Μπίρης, να κάνουμε λόγο για καφενείο, χωρίς τους ανθρώπους: «Δεν μπορείς να τα δεις ως αρχιτέκτονας», έλεγε. «Δεν είναι το κτίριο το σημαντικό εδώ, είναι οι άνθρωποι. Αν τους αφαιρέσεις, θα μείνει κάτι άψυχο, μουσειακό. Ούτε και να σχεδιάσεις ένα σύγχρονο μπορείς. Σημασία έχουν αυτοί που θα συχνάζουν. Τι σχέση έχουν οι παλιοί καφενόβιοι με έναν που κάθεται στην καφετέρια και χαϊδεύει το iPad;».