Σαν σήμερα, ακριβώς 50 χρόνια πριν, στις 24 Οκτωβρίου 1963, απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο Νομπέλ που ελάμβανε ποτέ η Ελλάδα.

Η Σουηδική Ακαδημία επέλεξε να βραβεύσει έναν έλληνα ποιητή με στιβαρή παρουσία στα γράμματα, τον Γιώργο Σεφέρη. Ο ποιητής της «Στροφής», της «Στέρνας», του «Μυθιστορήματος», των τριών «Ημερολογίων καταστρώματος», του «Τελευταίου σταθμού», της «Κίχλης», επελέγη από τα 18 μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας, για την ύψιστη λογοτεχνική διάκριση. Την ανακοίνωση έκανε στους δημοσιογράφους ο γραμματέας της Ακαδημίας Αντερς Οστερλινγκ. Σε άλλη συνέντευξή του, στον ραδιοφωνικό σταθμό της Στοκχόλμης, ο Οστερλινγκ εξήγησε ότι «μπορεί μεν η Ελλάδα να περίμενε επί μακρόν τον στέφανο της δάφνης», ωστόσο η βράβευση που ήρθε ήταν δίκαιη. Και περιέγραψε την ποίηση του βραβευθέντος ως εξής: «Από τεχνικής απόψεως, ο Σεφέρης έχει επηρεαστεί από τον Ελιοτ. Στο βάθος όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο τόνος του συχνά αντανακλά μια σπασμένη ηχώ της μουσικής ενός αρχαίου ελληνικού χορού».

Η αλήθεια είναι ότι το διάστημα εκείνο η χώρα βάδιζε προς μια νέα πολιτική τραγωδία. Το βραβείο δόθηκε λίγο μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, τον Μάιο στη Θεσσαλονίκη, στη διάρκεια μιας προεκλογικής περιόδου που, όταν ολοκληρώθηκε, δεν έλυσε το πολιτικό πρόβλημα της χώρας. Δύο χρόνια πριν από τα γεγονότα της Αποστασίας και τέσσερα χρόνια πριν από τη δικτατορία, ωστόσο, η ελληνική κοινή γνώμη, έστω για λίγο, είχε την ευκαιρία μέσω μιας κορυφαίας διεθνούς αναγνώρισης να κοιταχθεί στον καθρέφτη της αυτογνωσίας. «Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες», έγραφε ο Σεφέρης. Ποιος μπορούσε, όμως, εδώ, τότε, έτσι όπως είχαν τα πράγματα, να τον καταλάβει;

Η είδηση της βράβευσης με Νομπέλ του Γιώργου Σεφέρη δεν άλλαξε την ιεράρχηση των ειδήσεων στον ελληνικό Τύπο: οι κρίσιμες εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963, στις οποίες όλοι ανέμεναν ανατροπή της ΕΡΕ, ήταν πρώτο θέμα στα «ΝΕΑ» της επόμενης ημέρας, Παρασκευής 25 Οκτωβρίου 1963. Σε προβεβλημένο δίστηλο, ωστόσο, κάτω από τη γελοιογραφία του Φωκίωνος Δημητριάδη, η είδηση τραβούσε το μάτι. «Βαρυσήμαντο γεγονός η απονομή Νομπέλ», σημείωνε η εφημερίδα, χρησιμοποιώντας απόσπασμα της δήλωσης του υπηρεσιακού πρωθυπουργού Στυλιανού Μαυρομιχάλη, η οποία ανήγγελλε αποκλειστική συνέντευξη του ποιητή στη δεύτερη σελίδα –τη σελίδα των «Καλλιτεχνικών».

Το κεντρικό ρεπορτάζ υπέγραφε ο Κώστας Σταματίου, ο οποίος, πριν καταγράψει τις στιχομυθίες της συνέντευξης Τύπου, σημείωνε δίνοντας το πανηγυρικό κλίμα:

«Με το μάτι του ήρωά του Στράτη Θαλασσινού, ο οποίος πολύ περιπλανήθη εις τον βίον του κι’ είδε πολλά και τρομερά, μες στην ψυχή του κι’ έξω, έτσι που τίποτα πια να μη μπορή να τον ξαφνιάση, δέχτηκε ο Σεφέρης το μέγα Νόμπελ. Γαλήνιος στην απ’ ανέκαθεν -όπως θα έλεγε κι’ ο Εγγονόπουλος –ασίγαστην ανησυχία του, διόλου δεν εταράχθη […]. Ετσι, η μόνη ξαφνιασμένη στην όλην ιστορία ήτανε χθες η κοπέλλα του σπιτιού, που έβλεπε τους βαρβάρους να εισβάλλουν απανωτά, με «κάμερες» και «φλας» κι’ άλλα διαβολικά σύνεργα του εικοστού αιώνος και να χαλούν την συνήθη ελληνική αρμονία και τη νησιώτικη πάστρα του σκαρφαλωμένου στη ράχη του Αρδηττού υδραίικου αρχοντικού του ποιητή. Η οδός Αγρας, στενό χωματένιο σοκάκι, ξεχασμένο από τον Δήμο στην προεπαναστατική του κατάσταση, πρώτη φορά έβλεπε τόση κίνηση[…]».

Η εφημερίδα, ωστόσο, δημοσίευσε και αποκλειστική συνέντευξη στον Γιώργο Πηλιχό, που φιλοξενήθηκε στην ίδια σελίδα. Ερωτώμενος για τις επιρροές του, ο ποιητής απάντησε ότι είναι άλλων δουλειά να μιλούν γι’ αυτά. Μίλησε όμως για τους ποιητές που αγάπησε. «Μπορώ να σας πω μερικά ονόματα, αρχίζοντας απ’ τον Ομηρο και φτάνοντας ώς τον Σολωμό […]. Μπορώ, επίσης, να σας πω ότι παρακολούθησα και παρακολουθώ ό,τι γίνεται γύρω μου, στον έξω κόσμο», τόνισε, κάνοντας ονομαστικές αναφορές στον Μαρσέλ Προυστ, στον Πολ Βαλερί και, βεβαίως, στον Τ.Σ. Ελιοτ.

Σε άλλη στήλη, η εφημερίδα ανήγγελλε την ημέρα της απονομής του βραβείου στη Στοκχόλμη, ενώπιον του βασιλιά της Σουηδίας, καθώς και το χρηματικό αντίτιμο του βραβείου: 1.534.740 δραχμές.