Εχετε αργήσει. Τρέχετε να προλάβετε το μετρό. Ακυρώνετε γρήγορα το εισιτήριο και μπαίνετε βιαστικά στον συρμό. Κατεβαίνετε στο Μοναστηράκι. Προσπερνάτε βιαστικά τα καταστήματα με τα τουριστικά είδη –σε ποιον περισσεύει ένα βλέμμα για μπλουζάκια και κομπολόγια; –και μπαίνετε στο πρώτο παντοπωλείο για να αγοράσετε ένα πακέτο μακαρόνια.

Και ενώ διαβάζετε τις παραπάνω γραμμές, αναρωτιέστε πού είναι το περίεργο. Λογικό, διότι ακόμη δεν έχει αποκαλυφθεί μια λεπτομέρεια-κλειδί: υποθέστε ότι κάνετε όλη αυτή την τόσο καθημερινή διαδικασία χωρίς να βλέπετε απολύτως τίποτα. Ζείτε στο απόλυτο σκοτάδι.

Εφιάλτης; Κάθε άλλο. Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εμπειρία, που αξίζει τον κόπο να τη βιώσει κάποιος και μάλιστα χωρίς να διακινδυνεύσει να βγει απροετοίμαστος στη ζούγκλα των δρόμων της πόλης. Αρκεί να διαθέσει μία ώρα και δέκα λεπτά και να επισκεφθεί την πρωτότυπη έκθεση-εμπειρία «Διάλογοι στο σκοτάδι» που φιλοξενείται στους χώρους του θεάτρου Μπάντμιντον, την οποία τα τελευταία 15 χρόνια έχουν δει 7 εκατ. επισκέπτες. Το μόνο που χρειάζεται είναι ψυχραιμία, ένα τηλεφώνημα στα ταμεία για να κλείσετε ραντεβού –καθώς οι ξεναγήσεις στη σκοτεινή πλευρά της καθημερινότητας γίνεται αυστηρά σε ομάδες των οκτώ ατόμων –και λίγα κέρματα.

Γνωστοί και άγνωστοι στους πάγκους της εισόδου γίνονται μια παρέα. Προμηθεύονται το λευκό τους μπαστουνάκι –είπαμε, για μία ώρα και κάτι χάνουμε το φως μας –και μαθαίνουν πώς να το χρησιμοποιούν, πληροφορούνται ότι δεν θα βρουν στο διάβα τους σκαλοπάτια και εμπόδια και ότι τίποτα δεν καταγράφεται από κάμερες, όπως συμβαίνει σε γνωστό τηλεπαιχνίδι. Τα υπόλοιπα θα τα «δούμε» στην πράξη.

Τα φώτα σβήνουν σταδιακά και σε λίγα δευτερόλεπτα έχουμε βυθιστεί στο σκοτάδι. Τα μπαστουνάκια μας ανιχνεύουν τη διαδρομή. Και μαθαίνουμε να ακολουθούμε τη ζεστή φωνή της ξεναγού μας, της Χριστίνας. Οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί. Η Χριστίνα κινείται με άνεση και μας καθοδηγεί –είναι άτομο με μειωμένη όραση. Εμείς δεν ξέρουμε πού βρισκόμαστε.

Πουλάκια, νερά που τρέχουν και γενικά η αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε ένα πάρκο είναι η πρώτη εμπειρία. Μοναδική ελπίδα για να το καταλάβουμε είναι να αφεθούμε. Να απλώσουμε το χέρι μας για να αγγίξουμε τα φυτά. Και να ακούσουμε τους ήχους γύρω μας. Αργότερα, μια βόλτα στο Μοναστηράκι σε «αναγκάζει» να «δεις» (διά της αφής πάντα) αντικείμενα που δεν θα πρόσεχες ίσως ποτέ και μια επίσκεψη σε ένα παντοπωλείο κάνει τα ψώνια διαφορετική εμπειρία, καθώς πρέπει να ψαχουλέψουμε για να βρούμε τα σκόρδα ή τα χαρτιά υγείας.

Λίγο πριν από το φινάλε η παρέα καλείται να επισκεφθεί μία καντίνα, να αγοράσει νερό, μπίρα ή αναψυκτικό. Και αν δεν ξέρουμε εμείς τι νόμισμα δίνουμε, ξέρει η υπάλληλος που μας εξυπηρετεί. Η στάση αποδεικνύεται απαραίτητη. Ολη η προσπάθεια μας έχει εξαντλήσει και χωρίς να το καταλάβουμε η ώρα έχει περάσει. Μόλις έχουμε αρχίσει να εξοικειωνόμαστε και η βόλτα τελειώνει. Και μαζί ο τρόπος που «βλέπαμε» τα πράγματα μέχρι τώρα.