«Ηρθα στο Βερολίνο σε αναζήτηση δουλειάς. Τη γλώσσα δεν τη γνώριζα αλλά στη διδασκαλία χορού μετρά η γλώσσα του σώματος». Η Στέλλα Ζάνου, σπρωγμένη από την κρίση και την ανεργία, πήρε την απόφαση να ξενιτευτεί, με τον σύζυγό της, «για ένα καλύτερο αύριο».

Εκανε το ταξίδι που είχαν κάνει χιλιάδες Ελληνες μετεμφυλιακά. Η Στέλλα, ο Χάρης, ο Διονύσης, η Αναστασία, νέοι ηλικιακά όλοι τους, μετανάστευσαν για να έχουν ελπίδα στο όνειρο, το οποίο στην εποχή της κρίσης είναι η εργασία. Εργάτες κατά μία έννοια ή αλλιώς «Gastarbeiter 2.0», όπως τους είδε ο δημοσιογράφος- ντoκιμαντερίστας Κώστας Αργυρός, που τους συνάντησε στο Βερολίνο, μέσα από τον κινηματογραφικό φακό.

Το ντοκιμαντέρ του προβλήθηκε στο Ινστιτούτο Γκαίτε και τροφοδότησε συζήτηση στη συνέχεια.

Η γερμανική πρωτεύουσα, για την οποία ο δήμαρχος Κλάους Βόβεραϊτ είχε πει κάποτε πως «είναι φτωχή αλλά σέξι», συμπρωταγωνιστεί στο φιλμ. Αντίληψη που συμμερίζονται πάρα πολλοί Ελληνες έως 45 ετών, τον ακούω να λέει τηλεφωνικώς λίγο προτού πετάξει από το Μόναχο για την Αθήνα.

Εναν χρόνο νωρίτερα ο Κώστας Αργυρός ήταν ακούσιος ωτακουστής συζητήσεων νέων που είχαν αποφασίσει να πάνε στο Βερολίνο, σε αναζήτηση εργασίας και μιας καλύτερης μοίρας. Διαπίστωσε πως η πόλη είναι από τους αγαπημένους προορισμούς σύγχρονων μεταναστών από την Ελλάδα.

«Σε αυτό συντελεί και το γεγονός ότι υπάρχει ένας μύθος για το Βερολίνο. Οτι δηλαδή είναι μια πόλη φιλική, εναλλακτική αλλά και πιο οικονομική, συγκριτικά τουλάχιστον με το Λονδίνο ή το Παρίσι. Πολλοί –κάποιους τους συνάντησα –πήγαν χύμα, χωρίς τα ελάχιστα έστω εφόδια, υποτυπώδεις οικονομίες για τα έξοδα του πρώτου καιρού», εξηγεί. Στις βαλίτσες τους κουβαλούν εκτός από ελπίδες και πολλές ψευδαισθήσεις. «Βασικότερο λάθος που συνήθως κάνουν είναι ότι ξεκινούν χωρίς το απαραίτητο εφόδιο της γερμανικής γλώσσας». Και αυτό το αποτυπώνει στο ντοκιμαντέρ του ο Αργυρός. Κάποιοι τα έχουν καταφέρει, άλλοι είναι ακόμα σε αναζήτηση μιας χρυσής ευκαιρίας και κάποιοι που αλλιώς τα περίμεναν και αλλιώς τα βρήκαν έχουν ήδη επιστρέψει.

Μία εβδομάδα στο Βερολίνο –είχαν προηγηθεί έρευνα και καλή προετοιμασία –ήταν αρκετή για τον ντοκιμαντερίστα. Συνάντησε και μίλησαν στην κάμερά του έξι γκασταρμπάιτερ, 23 έως 45 ετών, τρεις άνδρες και τρεις γυναίκες. Προσφέρθηκαν επίσης να μοιραστούν εμπειρίες και βιώματα Ελληνες της Γερμανίας που ξενιτεύτηκαν στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 και οι οποίοι τείνουν –λένε –χείρα βοηθείας στους νέους και διηγούνται πώς ήταν τα πράγματα και η ζωή στη Γερμανία.

«Οι περισσότεροι πηγαίνουν με την πεποίθηση ότι κάτι θα καταφέρουν να κάνουν, ακόμα και σερβιτόροι. Ομως ειδικά γι’ αυτό το επάγγελμα αν δεν μιλάς γερμανικά, έστω τα στοιχειώδη, ελαχιστοποιείς τις πιθανότητες για δουλειά», εξηγεί ο Κώστας Αργυρός.

Ενας από εκείνους που στάθηκαν απέναντι από την κάμερά του ήταν ο Χάρης Καλαϊτζής, με ειδικότητα στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, ο οποίος έφθασε στη γερμανική πρωτεύουσα πριν από έξι μήνες. «Μπορεί να μην ήξερα γερμανικά, όμως ξέρω αγγλικά και στο αντικείμενο της δουλειάς μου δεν είχα πρόβλημα, διότι στο Βερολίνο υπάρχουν πάρα πολλοί ξένοι». Προς το παρόν και για το Χάρη η επιστροφή στην Ελλάδα είναι μακρινό όνειρο.«Θα κάτσω μέχρι κάποια στιγμή τα πράγματα να σταθεροποιηθούν στην Ελλάδα», λέει.

Ο Διονύσης Μπαφής, γραφίστας (μετρά ήδη 5 χρόνια στο Βερολίνο), δημιούργησε εισαγωγική εταιρεία ελληνικού ελαιολάδου στο Βερολίνο. «Φέρνω λάδι σε συσκευασία (δικής του έμπνευσης) από την Πελοπόννησο. Σκέφτηκα, γιατί οι Γερμανοί να αγοράζουν λάδι εισαγόμενο από τη Ιταλία ή την Ισπανία και όχι από την Ελλάδα; Το Βερολίνο δεν είναι εύκολη πόλη. Είναι όμως πόλη που σου επιτρέπει να ζήσεις. Σου επιτρέπει να παίρνεις πράγματα που ως πολίτης δεν χρειάζεται να παρακαλάς γι’ αυτά αλλά τα παίρνεις επειδή θεωρούνται δεδομένα».

Αντιμετώπισε επιφυλακτικότητα καταρχήν, «όμως, παρά τα όσα προβάλλουν τα μίντια εδώ, ο κόσμος καταλαβαίνει ότι το πρόβλημα δεν είναι οι Ελληνες αλλά πολύ πιο ψηλά κι έχει να κάνει με το δικό τους κράτος και τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη».

Για πόλη με υψηλή ποιότητα ζωής κάνει λόγο η Δάφνη Σοφιανοπούλου, που μένει στο Βερολίνο τα τελευταία εννέα χρόνια. Πήγε στο Βερολίνο για μεταπτυχιακό «και το ένα πράγμα έφερε το άλλο. Οι σπουδές τη δουλειά, η δουλειά ένα διδακτορικό. Είναι μια πόλη με πολλές δυνατότητες, είναι οικονομική, αν και τελευταία που έχει αρχίσει να γίνεται της μόδας έχει ακριβύνει».

Μιλούν και κάποιοι –«αλλά με πλάτη στον φακό ή με φλουταρισμένο πρόσωπο» –που δεν τα κατάφεραν ή δεν άντεξαν τις καιρικές συνθήκες και γύρισαν στην Ελλάδα.

Η συζήτηση

Μετά τους τίτλους τέλους του ντοκιμαντέρ ακολούθησε ανοιχτή συζήτηση. Σε αυτήν εκτός από τους θεατές συμμετείχαν ακαδημαϊκοί, όπως ο Λόης Λαμπριανίδης, καθηγητής Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, και η Κατερίνα Φλάκα, διαχειρίστρια Δικτύου EURES (Ευρωπαϊκό Δίκτυο Απασχόλησης) στην Ελλάδα που ασχολείται τα τελευταία χρόνια με το θέμα της «διαρροής εγκεφάλων» στο εξωτερικό. Παρεμβάσεις μέσω skype έγιναν και από κάποιους από τους πρωταγωνιστές της ταινίας που μετέφεραν τις εμπειρίες τους έναν χρόνο μετά.

Εκατομμύρια μετανάστες

Οι Ελληνες δεν είναι οι μόνοι που δείχνουν να ελκύονται από τον μύθο του Βερολίνου. Η πόλη που πάντα φιλοξενούσε εκατομμύρια μετανάστες, κυρίως από την Τουρκία και την πρώην Γιουγκοσλαβία, τραβάει σήμερα σαν μαγνήτης και νέους απότην Ισπανία, την Ιταλία ή την Πορτογαλία. Αλλά και αυτοί, παρά το υψηλό επίπεδο μόρφωσης και τις δεξιότητεςπου φέρνουν μαζί τους, αντιμετωπίζουν προβλήματα αντίστοιχα με εκείνατων Ελλήνων.