Ούτε μία ούτε δύο. Πολλές ιστορίες, και έρωτα και φθόνου και απόρριψης και, κυρίως, μουσικής και όπερας, έχουν να αφηγηθούν τα ελληνικά – αθηναϊκά – χρόνια της Ντίβας, από το 1937 έως το 1945. Μια βόλτα στη «δική της» πόλη, με αφορμή τα 36 χρόνια από τον θάνατό της, προτείνει με σειρά μουσικών δράσεων η Εθνική Λυρική Σκηνή. Που προκαλεί, αναπόφευκτα, και μια βουτιά στην εν πολλοίς άγνωστη ελληνική ιστορία της

«Τα ελληνικά χρόνια της Κάλλας υπήρξαν τα σημαντικότερα στη ζωή της», ήταν η ετυμηγορία της διάσημης δασκάλας της, της ισπανίδας σοπράνο Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, η οποία ευθύνεται και για τη διαμόρφωση του φαινομένου Κάλλας, όχι μόνον φωνητικά –με την τόσο αναγνωρίσιμη χροιά –αλλά και ερμηνευτικά.

Αυτό το τελευταίο ήταν και το μεγάλο ατού της Ντίβας. Και τούτο, μαζί με τη συμβολή της στην αναβίωση του μπελκάντο, χάρη στην σφραγίδα που έβαλε η ερμηνεία της, είναι που σηματοδοτεί η καριέρα της. Σε αυτό στηρίζεται και το πρωτότυπο αφιέρωμα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, για τα 36χρονα από τον θάνατό της: μια μουσική βόλτα στην «Αθήνα της Κάλλας». Βουτώντας παράλληλα και στην ιστορία της που για λίγο ταυτίστηκε με εκείνη της πόλης, κυρίως επί Κατοχής.

Καθώς η γεννημένη στη Νέα Υόρκη Μαρία Αννα Σοφία Καικιλία Καλογεροπούλου μετά τον χωρισμό των γονιών της, το 1937, άφησε την 192η Οδό στο Μανχάταν, όπου είχε μεταφέρει το φαρμακείο του ο Μεσσήνιος Γιώργος Καλογερόπουλος, για να εκπαιδευθεί μουσικά στην Αθήνα. Εως το 1945, όταν ύστερα από 56 παραστάσεις, 20 ρεσιτάλ και αρκετές ραδιοφωνικές εκπομπές, επέστρεψε στη Νέα Υόρκη αφήνοντας για πάντα και το όνομα Καλογεροπούλου. Για να αναδυθεί από τη δεκαετία του ’50, όταν έχασε και 36 κιλά (κάποιοι ισχυρίζονται ότι χρησιμοποίησε βδέλλες ή «ταινία»!), στη διεθνή σταρ και αγαπημένη του τζετ σετ.

Αντί επετειακής συναυλίας η Λυρική Σκηνή αποφάσισε να προσφέρει μια μουσική «δράση στην πόλη με ελεύθερη πρόσβαση σε όλους», χάρη σε μια ιδέα του καλλιτεχνικού διευθυντή της και αρχιμουσικού Μύρωνα Μιχαηλίδη. Μια βόλτα με εικοσάλεπτους σταθμούς, κάποιους σημαδιακούς για τα αθηναϊκά χρόνια της Ντίβας, με άριες –κυρίως συνοδεία πιάνου από τον γνωστό μουσικό εκγυμναστή Δημήτρη Γιάκα ή τη Σοφία Ταμβακοπούλου –στις οποίες εμφύσησε «νέα ζωή» με την ερμηνεία της και εδώ θα ακουστούν από αστέρια του ελληνικού λυρικού θεάτρου με διεθνή καριέρα.

Πρώτοι και σημαδιακοί σταθμοί αύριο Κυριακή, στις 18.00 και στις 18.45 αντίστοιχα, το Μουσείο Ακρόπολης (με άριες από τις όπερες «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», «Τζιάνι Σκίκι», «Κάρμεν» και «Σαμψών και Δαλιδά», από τις Μαρία Μητσοπούλου και Ειρήνη Καράγιαννη) και το Ηρώδειο, στα σκαλιά του οποίου οι Αντωνία Καλογήρου και Τζούλια Σουγλάκου θα ερμηνεύσουν άριες από τις όπερες «Λα Βαλί», «Ναμπούκο», «Τζιοκόντα» και «Καβαλερία Ρουστικάνα». Στον χώρο, όπου η Κάλλας μέτρησε δύο θριάμβους το 1944: τον Ιούλιο ως Σμαράγδα στον «Πρωτομάστορα» του «πατέρα» της Εθνικής Μουσικής Σχολής Μανώλη Καλομοίρη και τον Αύγουστο ως Λεονόρα στην ομότιτλη όπερα του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Λεπτομέρεια: ο διευθυντής Λαϊκής Διαφωτίσεως της κατοχικής κυβέρνησης Ράλλη Α. Κωνσταντινίδης είχε χαρακτηρίσει το «έργον του συγγραφέως(!) Μπετόβεν» ως «ακατάλληλον δι’ ανηλίκους κάτω των 14 ετών»!

Το 1939 γκρεμίστηκε το Θέατρο στην Πλατεία Κοτζιά, το οποίο είχε επισκεφθεί στα αθηναϊκά της χρόνια η έφηβη Μαριάννα Καλογεροπούλου (όπως υπέγραφε το 1944 τις πρώτες της καρτ βιζίτ που τύπωσε). Στην ίδια πλατεία, στις 20.30, οι Μυρσίνη Μαργαρίτη και η Ελένη Βουδουράκη θα τραγουδήσουν άριες από τις όπερες «Οι γάμοι του Φίγκαρο», «Ντον Πασκουάλε», «Κάρμεν» και «Ορφέας και Ευρυδίκη» (στις 19.35, στο ωραίο κτίριο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, στο Θησείο, η Βασιλική Καράγιαννη θα ερμηνεύσει αποσπάσματα από τον «Ριγκολέτο», τον «Κουρέα της Σεβίλλης», το «Ελιξίριο του έρωτα» και τη «Λακμέ»).

Τις άριες αυτές είχε διδαχθεί η ατίθαση και κάποτε αυθάδης έφηβη τραγουδίστρια από τη Μαρία Τριβέλλα, η οποία την πήρε στην τάξη της (όταν ο «βαρύς» Φιλοκτήτης Οικονομίδης, διευθυντής του Ωδείου Αθηνών, δήλωνε απερίφραστα ότι δεν εντυπωσιάστηκε από την παχουλή μικρούλα με τα χοντρά μυωπικά γυαλιά και την απέκλεισε), αλλά και από τη διάσημη δασκάλα της Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, που μεσολάβησε για να εισαχθεί το 1939 στο Ωδείο Αθηνών. Και να φτάσει από το βουβό κλάμα για την αρχική «αποτυχία» στο κατώφλι της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, να παίρνει ρολάκια πρώτα και πρωταγωνιστικούς ρόλους στη συνέχεια. Προκαλώντας σταδιακά τον φθόνο και τη μήνη συναδέλφων της, όπως οι Ναυσικά Βουτυρά – Γαλανού, Αννα Ρεμούνδου, Μιρέιγ Φλερί, Λυσιμάχη Αναστασιάδου. Θερμό επεισόδιο μάλιστα με την τελευταία έφτασε σε αναφορές προς τη διοίκηση της Λυρικής Σκηνής, με βρισιές που η μετέπειτα διεθνής ντίβα έγραφε ότι «δεν μπορεί καν να καταλάβει» και με βασικό στόχο τη μητέρα της Ευαγγελία ή Λίτσα Καλογεροπούλου την οποία η σοπράνο φέρεται να είχε χαρακτηρίσει στον καβγά «αρχιρουφιάνα». Και αυτό διότι θεωρούνταν ότι καλούσε στο σαλόνι της ιταλούς και γερμανούς αξιωματικούς, που θαύμαζαν τη Μαρία σε μίνι ρεσιτάλ.

Οταν είχαν ρωτήσει αργότερα την Κάλλας πώς πληρωνόταν όταν τραγουδούσε για τους κατακτητές, είχε απαντήσει: «Είχα ζητήσει τρόφιμα, γιατί όσα χρήματα κι αν σου έδιναν δεν μπορούσες να βρεις τρόφιμα. Και έτσι τελικά είχα το πρώτο μου ρύζι και μακαρόνια και κρέας…»

Τελευταίος σταθμός για τη μουσική βόλτα η περιοχή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, όπου για κοντά 40 λεπτά οι σοπράνο Ελενα Κελεσίδη, Τσέλια Κοστέα και Δήμητρα Θεοδοσίου θα αποδώσουν αύριο άριες με την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, υπό τον Μύρωνα Μιχαηλίδη («Τραβιάτα», «Σικελικοί Εσπερινοί», «Τόσκα», «Μαντάμ Μπατερφλάι», «Τροβατόρε», «Μάκβεθ»). Μια ανάσα από την περίφημη Πολυκατοικία Κάλλας, όπως έχει ονομαστεί το οίκημα Παπαλεονάρδου σε στυλ γερμανικού αρ νουβό / Jugendstil, στην οδό Πατησίων 61, στον τρίτο όροφο της οποίας έμενε έως το 1945 η Μαίρη – όπως τη φώναζαν η οικογένεια και οι φίλοι της – με τη μητέρα της και την αδελφή της Υακίνθη ή Τζάκι (χάρη στην οποία νοίκιασαν το διαμέρισμα, καθώς εκείνη συνδεόταν με τον ιδιοκτήτη του).

Μπορεί πρόσφατα η χαρακτηρισμένη από το 1989 ως διατηρητέο μνημείο πολυκατοικία να έγινε θέατρο συγκρούσεων καταληψιών και Αστυνομίας, όμως στα τέλη του 1943, έβλεπε συχνά τη μαύρη ανοιχτή γερμανική κούρσα Adler ενός συνοδού της Μαρίας να την περιμένει. Μιλάμε για το αμάξι του Τάκη Σιγάρα, 32χρονου βιομηχάνου υφασμάτων (ο πατέρας του είχε εργοστάσιο στην Ιερά Οδό, επιταγμένο από τους Γερμανούς για να παράγει κουβέρτες), «έξυπνο, γυναικά και πάμπλουτο», σύμφωνα με μαρτυρίες φίλων της Κάλλας, που «γέμισε το κενό» μετά την αποχώρηση των Ιταλών από την Αθήνα, αρκετοί –γαλονάτοι κυρίως –από τους οποίους σύχναζαν στην Πατησίων 61.

Μαζί με τον Σιγάρα (που κατοικούσε στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας) η εύσωμη αλλά κομψά ντυμένη Μαρία κινούνταν μεταξύ Πλατείας Συντάγματος, στο Femina, κέντρο-καμπαρέ της οδού Βουκουρεστίου 10, στο Adam’s, Πανεπιστημίου και Κριεζώτου, σε ένα μαγαζί πίσω από του Φιξ που είχε ανοίξει ένας Αυστριακός, αλλά και στο φημισμένο «τρεζολί», όπως το έλεγαν χαριτολογώντας οι νέοι της εποχής, ήτοι το παραθαλάσσιο κέντρο Tres Joli στη Βάρκιζα. Οταν όμως η Μαίρη ζητούσε θάλασσα, κατέβαιναν στις Τζιτζιφιές. Εκεί, ένα βράδυ του Σεπτεμβρίου πριν από 70 χρόνια, την ώρα που ο Σιγάρας (ο οποίος είχε και τη χρήσιμη άδεια κυκλοφορίας μετά τη βραδινή απαγόρευση) εξέταζε τα λάστιχα της κούρσας που είχαν «καθήσει», εκείνη άρχισε να δοκιμάζει άριες. Τόσο που μαζεύτηκαν παιδιά της περιοχής, όπως περιέγραψε τη σκηνή ο αείμνηστος Νίκος Πετσάλης – Διομήδης στο βιβλίο του «Η άγνωστη Κάλλας» (εκδ. Καστανιώτη, 1998). «Πάμε να φύγουμε. Θα νομίσουν ότι δερνόμαστε», ήταν η αποστομωτική ατάκα του 32χρονου Σιγάρα…

Οι πενιές της Γκρέις στη Σπηλιά

Σε μία από τις επισκέψεις της στην Αθήνα, τον Σεπτέμβριο του 1961, η Μαρία Κάλλας έκλεισε τραπέζι στην περίφημη Σπηλιά του Παρασκευά στον βράχο της Καστέλλας για τους υψηλούς φιλοξενούμενους του Αριστοτέλη Ωνάση: τον πρίγκιπα Ρενιέ του Μονακό και την Γκρέις Κέλι. Στο κέντρο έκαναν εκείνη την εποχή πιένες με πενιές και το πρόγραμμα «Περασμένες μου αγάπες» ο Μανώλης Χιώτης με τη Μαίρη Λίντα. Τα δύο διάσημα ζεύγη το καταδιασκέδασαν και στη συνέχεια πήγαν να συγχαρούν τους λαϊκούς καλλιτέχνες. Η Κάλλας, σύμφωνα με αφήγηση του δημοσιογράφου-συγγραφέα Δημήτρη Λυμπερόπουλου, εξήγησε στον Χιώτη ότι η Γκρέις της ζητούσε μετάφραση των τραγουδιών. Οταν δε ρώτησε η πριγκίπισσα ποια είναι η διαφορά της κιθάρας των Μπιτλς από το μπουζούκι, ο μετρ έδωσε τη θρυλική απάντηση: «Οι χορδές της ηλεκτρικής κιθάρας δονούνται από την πρίζα, οι χορδές του μπουζουκιού κατευθείαν από την καρδιά»!