Η κατάρρευση του Μυκηναϊκού και άλλων σημαντικών πολιτισμών της Ανατολικής Μεσογείου πριν από περίπου 3.200 χρόνια καλύπτεται με πέπλο μυστηρίου και διάφορες εξηγήσεις έχουν προταθεί γι’ αυτή την εξαφάνιση, μεταξύ των οποίων οι αλλαγές στο κλίμα και το περιβάλλον.

Μια νέα επιστημονική γαλλοβελγική έρευνα υποστηρίζει την άποψη ότι η κλιματική αλλαγή και συγκεκριμένα μια παρατεταμένη ξηρασία διάρκειας περίπου 300 ετών ήταν κυρίως υπεύθυνη για την κατάρρευση των Μυκηναίων, των Χετταίων της Ανατολίας και άλλων πολιτισμών της Ύστερης Εποχής του Χαλκού.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον αρχαιολόγο Ντέιβιντ Κανιέβσκι του Πανεπιστημίου Πολ Σαμπατιέ της Τουλούζης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό PLoS ONE, μελέτησαν υπολείμματα γύρης και πλαγκτού, που βρέθηκαν σε διαδοχικά ιζήματα του βυθού μιας αρχαίας λίμνης στη Λάρνακα της Κύπρου, η οποία κάποτε ήταν λιμάνι, αλλά μετά (γύρω στο 1350 πΧ) περικλείστηκε από την ξηρά.

Μέσω της ανάλυσης των στοιχείων που βρήκαν στη λίμνη, οι ερευνητές δημιούργησαν μια εικόνα για τις διαχρονικές μεταβολές του κλίματος που συνέβησαν στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.

Το βασικό συμπέρασμά τους είναι ότι η κλιματική αλλαγή και κυρίως η χρόνια ξηρασία μετά τον 13ο αιώνα πΧ προκάλεσαν μια σειρά από πολέμους, λιμούς και εσωτερικές αναταραχές, που με τη σειρά τους επέφεραν την κατάρρευση κάποτε ισχυρών και ένδοξων πολιτισμών, μεταξύ των οποίων αυτού που ανθούσε στην προϊστορική Ελλάδα, του Μυκηναϊκού.

Οι μεταβολές στα ισότοπα άνθρακα και στα είδη φυτών που βρέθηκαν στη λίμνη, δείχνουν ότι βαθμιαία το κλίμα έγινε ολοένα πιο ξηρό και άνυδρο λόγω της σημαντικής μείωσης των βροχών, με συνέπεια οι γεωργικές καλλιέργειες να καταστραφούν. Αυτή η εξέλιξη εκτιμάται ότι οδήγησε τους πληθυσμούς της ευρύτερης περιοχής σε αδυναμία διατροφής, σε πολιτικοοικονομικές κρίσεις, μαζικές μεταναστεύσεις, πολέμους και επιδρομές (όπως των αινιγματικών «λαών της θάλασσας» κατά της Αιγύπτου περίπου το 1300 πΧ).

Η μελέτη της κυπριακής λίμνης δείχνει ότι η γεωργία στην περιοχή είχε εισέλθει σε περίοδο κρίσης έως το 1200 πΧ και δεν κατάφερε να ανακάμψει πριν από το 850 πΧ.

Συνδυάζοντας στοιχεία από τη μελέτη των πινακίδων με σφηνοειδή γραφή, καθώς και την αλληλογραφία μεταξύ βασιλιάδων της περιοχής, οι ερευνητές τεκμαίρουν ότι η κρίση της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (που ονομάστηκε και «σκοτεινή εποχή») ήταν μια πολύπλοκη διαδικασία, η οποία αρχικά «πυροδοτήθηκε» από την κλιματική αλλαγή και τελικά οδήγησε στο κάψιμο των μεγάλων πόλεων και στον αφανισμό ή το ξερίζωμα πολλών πληθυσμών.

Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός

Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός εξαπλώθηκε σταδιακά προς νότια και ανατολικά μέσω των θαλάσσιων δρόμων, ώστε για την εποχή ακμής του, το 13ο αι. π.Χ., να μπορεί να αναγνωριστεί μια ομοιογενής πολιτισμική σφαίρα επιρροής του Μυκηναϊκού Πολιτισμού τουλάχιστον στο χώρο του Αιγαίου, η λεγόμενη «Μυκηναϊκή Κοινή».

Τα άφθονα ευρήματα εισηγμένης μυκηναϊκής κεραμικής στα νησιά του Αιγαίου και σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο, καθώς και η ανάπτυξη επιτόπιων απομιμήσεων, δίνουν τα σημαντικότερα στοιχεία. Ωστόσο από μόνη της η κεραμική δεν αποδεικνύει και την παρουσία Mυκηναίων εποίκων ούτε και διαφωτίζει τη σχέση πιθανών τέτοιων εποίκων με τους ιθαγενείς πληθυσμούς.

Η παρουσία σε μια περιοχή ξένων ταφικών ή λατρευτικών εθίμων, που είναι στενά συνδεδεμένα με ένα λαό, και η γραφή, ως ενδεικτική της γλώσσας του, δίνουν πιο ισχυρές ενδείξεις.

Με βάση αυτά τα δεδομένα θεωρείται σχεδόν βέβαιη η παρουσία Μυκηναίων στα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού

(περ. 1500 π..Χ.), στις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα και τα παράλια της Μ. Ασίας λίγο αργότερα, και στην Κύπρο από τα τέλη του 12ου αι. π.Χ.).

Η εξάπλωση των Μυκηναίων στα νησιά του Αιγαίου, όπου προηγουμένως κυριαρχούσαν οι Μινωίτες, σχετίζεται ασφαλώς με τη μυκηναϊκή κυριαρχία στην Κρήτη.

Γραπτές πηγές των Χετταίων μιλούν για τα βασίλεια Ahhiyawa και Millawanda, όμως τόσο η ετυμολογική σχέση αυτών των όρων με τις λέξεις «Αχαιός» και «Μίλητος», όσο και η γεωγραφική τοποθέτηση των βασιλείων που δηλώνουν είναι αντικείμενα έντονης διαφωνίας των ειδικών.

Πληθυσμιακές ομάδες μυκηναϊκής καταγωγής είναι πιθανόν να εγκαταστάθηκαν στην Κιλικία της Μ. Ασίας, στη νότια συροπαλαιστινιακή ακτή και στην Ιταλία (τέλη 12ου αι. π.Χ.).

Το φαινόμενο συνδέεται ίσως με την αναστάτωση και την παρακμή που επικράτησε μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων στη μητροπολιτική Ελλάδα. Μακρινούς απόηχους αυτών των μετακινήσεων μπορεί να διασώζουν και οι αναφορές της Παλαιάς Διαθήκης στους Φιλισταίους, αν προέρχονται πράγματι από το Αιγαίο. Η «ξαφνική» ίδρυση νέων οικισμών (ή ο εξοπλισμός παλαιών) με οχυρωματικά τείχη μυκηναϊκού τύπου στις Κυκλάδες και στην Κύπρο είναι άλλη μια ένδειξη αναταραχών στη διάρκεια του 12ου αι. π..Χ.

Πέρα από τις περιοχές με επαρκή στοιχεία για μόνιμη εγκατάσταση και κυριαρχία των Μυκηναίων, είναι γνωστές συστηματικές επαφές με σημαντικά ναυτικά και εμπορικά κέντρα της εποχής. Σε αυτά συγκαταλέγονται η Τροία στη βορειοδυτική Μικρά Ασία, η Ουγκαρίτ στη Συρία, η Σαρδηνία και η Ιβηρική Χερσόνησος. Τα μυκηναϊκά ευρήματα στην Αίγυπτο είναι σπάνια, υπάρχουν όμως αιγυπτιακές γραπτές πηγές και αιγυπτιακά ευρήματα στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, που φανερώνουν επαφές με τη χώρα των φαραώ, και μάλιστα σε ανώτατο διπλωματικό επίπεδο.

Μυκηναϊκά ευρήματα και αντικείμενα με γραμμική Β έχουν όμως βρεθει και στη Γερμανία,[8] στη Γεωργία,[9] στην Ιρλανδία και στην Μεγάλη Βρετανία.

Οι τρεις θεωρίες για την καταστροφή του Μυκηναϊκού Πολιτισμού

Τρεις κυρίως εξηγήσεις είχαν προταθεί, μέχρι σήμερα για την κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων και τη συνακόλουθη παρακμή Μυκηναϊκού Πολιτισμού: η φυσική καταστροφή, η εξωτερική εισβολή και οι εσωτερικές διαμάχες.

Φυσικές καταστροφές (σεισμοί, πυρκαγιές και ίσως κλιματικές αλλαγές) έχουν πιστοποιηθεί αρχαιολογικά, στο πρώτο κύμα τους όμως άντεξε το σύστημα και τα ανάκτορα ξαναχτίστηκαν.

Η απειλή από εξωτερικούς εισβολείς μπορεί να είναι η αιτία για την ενίσχυση των οχυρώσεων, όμως ο υλικός πολιτισμός της Ύστερης Εποχής του Χαλκού δείχνει αδιάκοπη συνέχεια με την ανακτορική περίοδο πριν από την καταστροφή.

Ακόμα και αν επιτέθηκαν τελικά εξωτερικοί εισβολείς, δεν εγκαταστάθηκαν στις περιοχές που έλεγχαν οι Μυκηναίοι.

Ξίφη του ιδιαίτερου τύπου Naue II και χονδροειδής κεραμική κατασκευασμένη χωρίς τροχό, πολύ διαφορετική από τη μυκηναϊκή, έχουν συνδεθεί με πιθανούς εισβολείς. Και τα δύο όμως εμφανίζονται ήδη πριν από τις καταστροφές και όχι με την έλευση πληθυσμών που μπορεί να ευθύνονται για τις καταστροφές.

Νέα ταφικά έθιμα (καύση νεκρών, κιβωτιόσχημοι τάφοι) εμφανίζονται με χρονική απόσταση από το τέλος της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην προχωρημένη ΥΕ ΙΙΙΓ.

Ο μύθος της Καθόδου των Δωριέων, που έπλασαν οι Έλληνες της πρώτης χιλιετίας π.Χ. για να εξηγήσουν την καταγωγή τους, δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί αρχαιολογικά.