Πότε πρωτοδιάλεξα ένα τραγούδι για τη «ματιά» του στην «ελληνική περιπέτεια»; Πριν αρχίσω καν… Πριν ακόμα πάω στον Μάτσα, είχα ηχογραφήσει για μια εταιρεία που λεγόταν Αυλός ένα τραγούδι του Βασίλη Αρχιτεκτονίδη, που λεγόταν «Προσμονή». Ο συνθέτης μού έδωσε δύο ερωτικά και δύο κοινωνικά-πολιτικά τραγούδια. Κι εγώ διάλεξα –πολύ συνειδητά για τα 17 μου χρόνια –εκείνο που έλεγε «Πότε η καμπάνα του λαού / του γερο-Μακρυγιάννη / λεύτερο χώμα κι ουρανό / για όλους θα σημάνει». Οπως το ηχογράφησα… έτσι και το ξέχασα. Λόγω εποχής, δεν είχε καμιά τύχη. Το ‘κοψε η λογοκρισία!

Μετά, ήρθε στη ζωή μου ο Κουγιουμτζής… «Δώσε μου το χέρι σου, αδελφέ μου, δώσ’ μου / είμαστε απ’ τους άτυχους, τους κουτούς του κόσμου/ μοναχοί θα μείνουμε κι ορφανοί θα πάμε / ξέρουμε να δίνουμε / κι όχι να ζητάμε»… Ο υπότιτλος του τραγουδιού ήταν «Παράπονο»… Βρήκα την έκφρασή μου… Αλλά η δική μου θέση δεν ήταν αυτή του «παραπονούμενου»… Ημουν από τότε ένας άνθρωπος που αντιδρά στα πράγματα που δεν του αρέσουν… «Είναι βαριά η φυλακή, κι ας είν’ κι από μετάξι» έγραψε μετά ο Σταύρος, σε μια εποχή που δύσκολα περνούσαν τέτοιες αναφορές από τη λογοκρισία… Επικοινωνούσαμε με συμβολισμούς… Οπως στον «Λιόντα» ή στο «Αχ, χελιδόνι μου, πώς να πετάξεις σ’ αυτόν τον μαύρο τον ουρανό», του Μάνου και του Λευτέρη… Και ήταν ίσως ο… Λόρκα, τα 50 χρόνια από τη «Μικρά Ασία» και η επίκληση του «Βυζαντινού εσπερινού» τα «άλλοθι» που άνοιξαν την πόρτα της δισκογραφίας για τα τραγούδια που έγραψε ο Απόστολος Καλδάρας. Με τον Πυθαγόρα πρώτα και μετά με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο: «…και του κορμιού του οι πληγές / κατάρες είναι και ντροπές στον εικοστό αιώνα», «σε ποιο χώμα, σε ποια πέτρα να ριζώσεις τώρα πια;», «…στα πλοία όποιος πιάνεται κι οι φίλοι τον χτυπάνε…», «Κάπου χαράζει, διώξε αδελφέ το μαράζι/ ξέρω η καρδιά σου σπαράζει / μα θα ‘ρθει λυτρωμός».

Είναι ακριβώς τις ημέρες του Πολυτεχνείου που ηχογραφώ κρυφά και νύχτα τα «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» του Μίκη Θεοδωράκη και του Γιάννη Ρίτσου: «Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια / για όλου του κόσμου το ψωμί, το φως και το τραγούδι…».

Κύπρος. Μεταπολίτευση. Με τον τρόπο που περνούσε τέτοιες αναφορές στα τραγούδια του ο Κουγιουμτζής, τραγουδάω στο «Ολα καλά κι όλα ωραία» για «μια σημαία σ’ ένα μπαλκόνι» που «αλλάζει χρώματα και με σκοτώνει». Αλλάζω κι εγώ… Φεύγοντας από τα νυχτερινά μαγαζιά, δημιουργώ το όνειρό μου στην Πλάκα. Με βασικό εφόδιο τα ρεμπέτικα, που γίναν τότε για τους νέους έκφραση διαμαρτυρίας μαζί με τα πολιτικά τραγούδια. Αμέσως μετά, μας συνεπαίρνουν τα «τραγούδια μας» του Μάνου Λοΐζου και του Φώντα Λάδη. «Το δέντρο», η «Τσιμινιέρα»… Η ελπίδα για μια μεγάλη Αριστερά… Είναι τότε και το «Σεργιάνι στον κόσμο» του Γιάννη Μαρκόπουλου: «Κι όλα μοιάζουν μαγικά κι είναι μαζικά / και προπαντός αμερικάνικα»… Εκείνη τη στιγμή, είχαμε ανάγκη αυτόν τον λόγο… Στα χρόνια, βέβαια, φάνηκε ότι τα «Παραπονεμένα λόγια» του Μάνου Ελευθερίου άγγιζαν πιο διαρκείς ανάγκες…

Αρχές του ’80… Θεοδωράκης και Τριπολίτης… «Ραντάρ»: «Τίποτα δεν έχω ξεχάσει / μόνο τη ζωή μου έχω χάσει», «Με κομπίνες και φτηνές βιοτεχνίες από το ’49 κι ώς εδώ / λογαριάζοντας συνθήκες και ευκαιρίες και πληρώνοντας συντριπτικό δασμό»… Και σχεδόν παράλληλα, ο Οδυσσέας Ελύτης μελοποιημένος από τον Δημήτρη Λάγιο, στον «Ηλιο τον ηλιάτορα»: «Ομορφη και παράξενη πατρίδα»… Αλλά και ο Ακης Πάνου: «Δεν είναι εύκολο ν’ αλλάξεις όταν χαλάσεις εντελώς…».

Κάνω τα «Λάτιν», «σε μια εποχή που τα σπαθιά είχαν μπει στα θηκάρια»… Ο Χρήστος Νικολόπουλος και ο Λευτέρης γράφουν: «Μη μιλάς, μη γελάς / κινδυνεύει η Ελλάς». Χαρούμενο τραγούδι. Αλλά και προφητικό, εν τέλει… Είμαστε στα 1989. «Στο ίδιο έργο θεατές» με τον Βασίλη, με στίχους του Αντώνη Ανδρικάκη. «Υπάρχει λόγος» που γυρίζουμε τον κόσμο με τους Κατσιμίχα… Μοιράζομαι τη σκοπιά στο «Διδυμότειχο», με τον Λαυρέντη και τον Μπαχ. Τραγουδώ τον προβληματισμό της Τουρκοκύπριας Νεσιέ Γεσίν, πάνω στη μελωδία του Μάριου Τόκα: «Η δική μου η πατρίδα έχει μοιραστεί στα δυο / ποιο από τα δυο κομμάτια πρέπει ν’ αγαπώ;».

Ο Τριπολίτης πάλι, με μουσικές του Θάνου Μικρούτσικου, με βάζει στη δεκαετία του ’90: «Εβγαλε βρώμα η Ιστορία ότι ξοφλήσαμε». «Μοναξιά… χιλιάδες φύλλα», «Χαίρε φτώχεια»… Αλλά και τα τελευταία λόγια του Νίκου Γκάτσου, στα «Κατά Μάρκον» του Σταύρου Ξαρχάκου: «Των Κυκλάδων σταμάτησε ο χορός…». «Τι είναι αυτό που μας ενώνει;» με τους Πυξ Λαξ… Για να ‘ρθει ο Μιχάλης Γκανάς το 2000… Με μουσική του Μιχάλη Χριστοδουλίδη, διαλέγω τις «Εσωτερικές ειδήσεις»: «Σ’ αυτό τον τόπο δεν βρίσκω εύκολα τον Νότο / να ξέρω από πού φυσάει / ούτε τη Δύση, σαν θεία να με νουθετήσει/ τα ‘χω χαμένα και στροβιλίζομαι σαν σβούρα/ μες στο κενό και στη θολούρα». Είναι και τα «Ερημα χωριά» του γείτονα Ντάσο Κούρτι, με τα λόγια του Ηλία Κατσούλη: «Τι να πω, τι να μην πω»…

Μάνος Ελευθερίου, «Πολλές σημαίες στα καράβια μας αλλάξαμε»… Και ο Παυριανός να προτρέπει: «Μην ακούς τι λέγεται, η Ελλάδα καίγεται /και τα βράδια κλαίγεται μέσα απ’ τον φακό»… Για να φτάσουμε στο σήμερα, με την μουσική του Αντύπα και τον Γκανά να κυριολεκτεί: «Γραμμή τα μεροκάματα και μια φορά τον μήνα…». Και τον Δαβαράκη να αναρωτιέται: «Τι θα πει έτσι είναι;». Μπορεί κάποτε να μη βοηθούσε ο εφησυχασμός, αλλά οι στίχοι μιλούσαν… Και μιλάνε… Μιλάνε οι άνθρωποι…