Για να βάλουμε πάντως τα πράγματα σε μια σειρά, το πρώτο τραγούδι του Τάσου Οικονόμου –που σήμερα ζει στα Βίλλια –το ερμήνευσε ο Ιταλός Φέφε, λεγόταν «Ικεσία» και το συνέθεσε ο Γεράσιμος Τζωρτζάτος. Μέσα σε τέσσερις δεκαετίες έγραψε εκατοντάδες τραγούδια, ενώ για χρόνια με τον Σπύρο Παπαβασιλείου υπήρξαν το ντουέτο που έγραφε για τον Μητροπάνο (δικό του το «Καλοκαίρια και χειμώνες»).
Ο Οικονόμου πάντως μπήκε στο παιχνίδι του στίχου για τα καλά με το «Αφησα πόρτες ανοιχτές», που ερμήνευσε η Μαρινέλλα (σε μουσική Γιώργου Χατζηνάσιου) τον Μάιο του 1970. Το δισκάκι μάλιστα το πήγε ο ίδιος στο τζουκ μποξ του καφέ μπαρ «Μαϊάμι» στα Βίλλια από όπου καταγόταν, για να το ακούσουν οι συγχωριανοί του.
Παρ’ όλα αυτά, ο στιχουργός και συγγραφέας Τάσος Οικονόμου άφησε μεγάλες επιτυχίες λίγο αργότερα όπως η «Αφιλότιμη» με τον Στράτο Διονυσίου ή το «Κυρά Ζωή» με τον Δημήτρη Μητροπάνο, ίσως τις δύο πιο εμβληματικές στιγμές του από μια μακρά πορεία στην παλιά ηρωική δισκογραφία, η οποία μόλις συνοψίστηκε σε 320 σελίδες του νέου βιβλίου του «Για ένα μικρό φτερούγισμα» (Εκδ. Δρόμων).
Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Τραγουδούσε το καλοκαίρι του 1976 ο Μητροπάνος σε κάποιο κέντρο της Θεσσαλονίκης, όπου θαμώνας ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης. Κάποια στιγμή επισκέφτηκε ο Μητροπάνος τον Καζαντζίδη στο τραπέζι του, περασμένα μεσάνυχτα και ο Στέλιος του εξομολογήθηκε ότι είχε την επιθυμία να τραγουδήσει σε δεύτερη εκτέλεση την «Κυρά Ζωή», αλλά του τόνισε ότι εγκατέλειψε την επιθυμία του αυτή επειδή όπως είπε: «Το ερμηνεύεις εσύ τέλεια Δημήτρη».
Η μεγάλη του επιτυχία, η «Αφιλότιμη» έχει επίσης το δικό της στόρι. Ηταν μέσα Μαρτίου του 1972, μεσημέρι, όταν ο Τάσος Οικονόμου ήταν στο σπίτι του Γιώργου Χατζηνάσιου. Τότε τους τηλεφώνησε ο παραγωγός Αχιλλέας Θεοφίλου και τους ζήτησε τραγούδια για τον Στράτο Διονυσίου. Σχεδόν αστραπιαία, ο Οικονόμου έγραψε το πρώτο κουπλέ, δυσκολεύτηκε για το ρεφρέν, το έφτιαξε μετά και δισκογραφήθηκε τέλη Μαρτίου. «Γρήγορα να βγει ο δίσκος, διότι το τραγούδι είναι μεγάλο σουξέ και θα χαλάσει κόσμο», είπε ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος στο στούντιο Columbia και ήταν προφητικός. Για χρόνια εξάλλου λόγω της επιτυχίας του οι φίλοι του στιχουργού τον προσφωνούσαν «Αφιλότιμο». Ο δε Ζαμπέτας αργότερα τον προσφωνούσε «κύριε Ευαγγελισμέ» αφού εργαζόταν ως υπάλληλος στο νοσοκομείο.
Το επόμενο σουξέ του, «Πού θα πάει πού», το έγραψε με πολύ άγχος λόγω μιας βασανιστικής γαστρίτιδας, στην οδό Αστρους 142 στον Κολωνό και αφού είχε παρεξηγηθεί με τη μάνα του για τη δίαιτά της. Φεύγοντας από το σαλόνι τσαντισμένος, ξάπλωσε στο κρεβάτι του και σε δύο λεπτά είχε τον τίτλο του κομματιού που ερμηνεύθηκε από τον Γιάννη Πάριο και τον Μανώλη Μητσιά. «Πάντα σε τέτοιες κορυφαίες στιγμές παράπονου και οργής έγραφα τους στίχους μου», μας λέει ο συγγραφέας. Και η αφήγησή του είναι η τρανή απόδειξη ότι οι ελάσσονες καθημερινές ιστορίες μπορούν να γίνουν η πρώτη ύλη για τα πιο διαχρονικά τραγούδια.