Κάπου μέσα στους δαιδάλους της Διαπανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης Υγείας του Παρισιού, δύο βήματα από τους Κήπους του Λουξεμβούργου, κινείται με άνεση κατακτημένη μέσα από δύο διδακτορικά και τρία χρόνια δουλειάς ένας άνθρωπος που ισορροπεί συνεχώς ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς κόσμους.

Τον κόσμο του βιβλίου, του χαρτιού, με το οποίο μεγάλωσε και τον ψηφιακό κόσμο του Ιντερνετ. Τον κόσμο της λογοτεχνίας και τον κόσμο της επιστήμης. Τον κόσμο της γνώσης μετά κόπου και χρόνου και τον κόσμο της ταχύτητας. Τον κόσμο της Γαλλίας, όπου ζει από τα επτά του χρόνια, και τον κόσμο της Ελλάδας, όπου γεννήθηκε.

«Ο πατέρας μου», λέει στα «ΝΕΑ» από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής ο Φιλίπ Γαλανόπουλος, «είναι από τη Μανωλάδα». Μικρή παύση. «Μιλάνε πολύ αυτήν τη στιγμή στη Γαλλία για τη Μανωλάδα. Ο πατέρας μου χαμογελάει, είναι η πρώτη φορά στη ζωή του που ακούει να γίνεται λόγος για αυτό το μικρό, χαμένο στον χάρτη χωριό». Χαμογελάει; «Πικρά».

«Φιλίπ Γαλανόπουλος, ο φύλακας των βιβλίων»: ο τίτλος που επέλεξε η «Μοντ» για το μακροσκελές πορτρέτο που δημοσίευσε πρόσφατα. Ηταν κάποιες από αυτές τις ασκήσεις ισορροπίας που της τράβηξαν το ενδιαφέρον∙ το γεγονός ότι ένας 36χρονος που εργάζεται σε μία από τις πιο πλούσιες βιβλιοθήκες του κόσμου στον τομέα της ιατρικής, της φαρμακευτικής και της ιστορίας τους μπορεί να νιώθει «λίγο σαν δεινόσαυρος», το πάθος με το οποίο φροντίζει, συντηρεί και αξιοποιεί 350.000 βιβλία, περιοδικές εκδόσεις και μονογραφίες, το πολιτισμικό σοκ που βιώνει συχνά όταν έρχεται αντιμέτωπος με νεαρούς φοιτητές –α, και ένα προσωπικό φετίχ που έχει, να συλλέγει προσωπικά αντικείμενα ή χαρτιά που βρίσκει ξεχασμένα μέσα στα βιβλία από δεύτερο χέρι που –πάντα –αγοράζει ή και πεταμένα στον δρόμο.

Την αγάπη για το βιβλίο ο Φιλίπ Γαλανόπουλος την κληρονόμησε και από τον έλληνα πατέρα και από τη γαλλίδα μάνα. Εκείνος, παιδί ταπεινής οικογένειας, γεννηθείς το 1932, εγκατέλειψε τη Μανωλάδα μετά τον πόλεμο, λόγω της φτώχειας, εγκαταστάθηκε στο Μπανγκί της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας, ασχολήθηκε με εισαγωγές-εξαγωγές. Εκείνη, γόνος «μιας οικογένειας της παλαιάς γαλλικής αριστοκρατίας της γης, χωρίς χρήματα αλλά με κουλτούρα», είχε ακολουθήσει τον στρατιωτικό θείο της στο Τσαντ, βρέθηκε στο Μπανγκί σε αναζήτηση εργασίας, γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν.

«Δυστυχώς ήταν η εποχή του Μποκάσα, του δικτάτορα, εθνικοποίησαν την επιχείρηση του πατέρα μου, τον έβαλαν φυλακή, επέστρεψε στις ρίζες του στην Ελλάδα, εγώ γεννήθηκα στην Αθήνα το 1976, οι αδελφές μου πήγαν δημοτικό στην Αθήνα, εγώ δυστυχώς έζησα εκεί μόνο έναν χρόνο», λέει ο Φιλίπ. Η οικογένεια το 1984 εγκαταστάθηκε οριστικά στο Παρίσι. «Στο σπίτι μας υπήρχαν πάντα βιβλία, ο πατέρας μου αγαπούσε τη λογοτεχνία. Τον θυμάμαι να μου διηγείται πως είχε πάντα μαζί του ένα βιβλίο όταν όργωνε με φορτηγό την Αφρική, οι έλληνες φίλοι του τον κορόιδευαν. Λάτρευε τον Ντος Πάσος και τον Χέμινγουεϊ, εγώ αργότερα λάτρεψα τον Καζαντζάκη και τον Καβάφη».