Ο νεαρός με την καμπαρντίνα και τη ρεπούμπλικα που εμφανίστηκε στον Απόστολο Μαγγανάρη, στα γραφεία του θρυλικού περιοδικού «Μάσκα» στις αρχές του ’50, ήταν λες και είχε βγει μέσα από σελίδες αστυνομικού μυθιστορήματος. Εμοιαζε μανιακός με τις νουάρ ιστορίες, σύντομα έγινε ο ίδιος συγγραφέας και λίγο μετά διευθυντής του θρυλικού περιοδικού για έντεκα χρόνια (από το 1963 έως το 1974).

Σήμερα, σχεδόν 80 χρόνια από την έκδοση της πρώτης «Μάσκας» (1935), ο ίδιος κύριος –με λευκά μαλλιά βέβαια αλλά με την ίδια σπιρτάδα –είναι ο τελευταίος που μπορεί να αφηγηθεί την ιστορία της: ο Τζίμμυ Κορίνης.

Η πρόσφατη δε παρουσίαση του θρυλικού εντύπου (στο πατάρι των εκδόσεων Γαβριηλίδη) τις προάλλες επιβεβαίωσε μια τάση της εποχής. Ολο και περισσότεροι ανατρέχουν στα παλιά τεύχη της «Μάσκας» και των άλλων περιοδικών με ιστορίες της δεκαετίας του ’50 και του ’60 και όχι απλώς ως μια ρετρό τάση ή μια πράξη ολίγον παρελθοντολαγνική.

Αντίθετα, η κατάδυση ξανά στις παλιές αστυνομικές ιστορίες της «Μάσκας» επιβεβαιώνει το υψηλό επίπεδο συγγραφής, σκιαγραφεί τον καμβά μιας εποχής και σιγά σιγά αποτιμάται ως λογοτεχνικό είδος που για χρόνια υποτιμήθηκε.

Επίσης οι ιστορίες της «Μάσκας» υπήρξαν γέφυρα για την τότε γενιά σε μια πιο εκσυγχρονισμένη εκδοχή της κοινωνίας, στο φόντο μιας μεταπολεμικής Ελλάδας με τα δεκάδες τραύματα.

Από τις σελίδες της «Μάσκας», χιλιάδες νέα παιδιά της εποχής τροφοδοτούνταν με όνειρα, ιδέες, πρότυπα (από μουσικά είδη μέχρι επιπλώσεις σπιτιών) και οι ιστορίες γίνονταν μια χαραμάδα για τον έξω κόσμο, μια ευκαιρία για φυγή από τη σκληρή πραγματικότητα. Βεβαίως το περιοδικό αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα την εποχή που κυκλοφορούσε (η έκδοσή της σταμάτησε το 1974).

«Εφταιγε για όλα». «Συνελήφθη διαρρήκτης ο οποίος έφερεν στην οπίσθιαν τσέπη το περιοδικό «Μάσκα»» σημείωσε με νόημα και ραδιοφωνική εκφορά λόγου ο κύριος Κορρίνης, αναπαράγοντας μια είδηση της δεκαετίας του ’60. «Ο,τι γινόταν έφταιγε η «Μάσκα». Της αποδιδόταν κάθε παραβατικότητα. Ετσι, αμέσως έγινε θρύλος. Βέβαια ο πρώτος εκδότης της Απόστολος Μαγγανάρης ανέθεσε να γίνει μια έρευνα για να δει ποιοι διάβαζαν το περιοδικό. Και βρήκε πως ήταν διοικητές της Αστυνομίας, υπουργοί, δικηγόροι και πολιτικοί βέβαια» συμπλήρωσε ο Τζίμμυ Κορίνης ο οποίος αποφάσισε να μπουν οι ιστορίες του Χάμετ ή του Τσάντλερ στη «Μάσκα» (ερχόμενος στη συνέχεια σε σύγκρουση με τον Μαγγανάρη).

Βέβαια, δεν ήταν μόνο η «Μάσκα» που αντιμετωπιζόταν με καχυποψία εκείνη την εποχή. Θυμίζουμε την πολεμική που δεχόταν ο «Μικρός Ηρως» του Στέλιου Ανεμοδουρά (που πρωτοεκδόθηκε το 1952) όχι μόνο από τη συντηρητική Εκκλησία ή το τότε εκπαιδευτικό σύστημα. Ακόμη και η Αριστερά αποκήρυξε τον «Μικρό Ηρωα» και μάλιστα αρνήθηκε να τον διαφημίσει από τις σελίδες της «Αυγής», επειδή ο Ανεμοδουράς δεν δέχτηκε να εγγράψει τον Γιώργο Θαλάσση και τους υπόλοιπους ήρωες στην ΕΠΟΝ και στα Αετόπουλα!

Αντίστοιχα η «Μάσκα» δέχθηκε την πολεμική τής τότε φιλελεύθερης παράταξης («ωθεί σε ακολασίες» έλεγαν παρά τον μανιχαϊσμό της που ήθελε πάντα το «καλό» να νικά) αλλά και της Αριστεράς που θεωρούσε πως το περιοδικό εκείνο «αποπροσανατόλιζε την ταξική ματιά των εργαζομένων».

«Το 1998 που επανέκδωσα τη «Μάσκα», όλοι ομολόγησαν πως όταν ήταν παιδιά και συλλαμβάνονταν από τους γονείς να τη διαβάζουν έτρωγαν ξύλο. Κι εγώ έφαγα μια φορά ξύλο από τον πάτερα μου, όμως όταν καταδιώκεις κάτι το κάνεις θρύλο και η «Μάσκα» έγινε γρήγορα κοινωνικό φαινόμενο με υψηλές κυκλοφορίες και ζωηρή διακίνηση των τευχών μεταξύ της νεολαίας του ’60» συμπλήρωσε ο Τζίμμυ Κορίνης που έχει γράψει ιστορίες για 300 τεύχη του περιοδικού «Μυστήριο» –αυτό αποτελούσε το αντίπαλον δέος της «Μάσκας» –και σε ισάριθμα τεύχη της «Μάσκας».

«Οταν πρωτογνώρισα τον Μαγγανάρη, πήγαινα στην Πλατεία Κλαυθμώνος, σε ένα παμπάλαιο κτίριο όπου στεγαζόταν το τυπογραφείο με λινοτυπικές μηχανές. Θυμάμαι, ας πούμε, έναν λινοτύπη συγγραφέα που εργαζόταν στα «ΝΕΑ», ο οποίος έγραφε τα διηγήματά του με τη μία στη λινοτυπική μηχανή. Τα τυπογραφεία ήταν άθλια, ποτισμένα με τη μυρωδιά του αντιμονίου, αλλά εμένα με γοήτευαν, είχαν ένα μυστηριακό περιβάλλον» θυμάται ο Κορίνης.

«Επρεπε να προβλέψεις τις ιστορίες που θα έβαζες αφού τυπώνονταν οκτώ εξώφυλλα μαζί. Τα εξώφυλλα τα παίρναμε έτοιμα από τις ΗΠΑ, τα ρετουσάριζε ο ζωγράφος, έβαζε ελληνικούς τίτλους, σαν photoshop. Πολλές φορές έβαζα τίτλους χωρίς να έχω το θέμα, το θέμα γραφόταν μετά, ενώ ο κάθε εκδοτικός οίκος επινοούσε ένα όνομα. Ας πούμε ο Τζίμμυ Κορίνης (εγώ) έγραφε τον Ντετέκτιβ Χ. Συχνά έπαιρνα τηλέφωνο τον θρυλικό ιατροδικαστή Καψάσκη για να τον συμβουλευθώ για θέματα πτωμάτων, θυμάτων κ.λπ.».

40.000 φύλλα. Βέβαια ο Κορίνης έχει ακόμη σήμερα τύψεις για κάτι: «Δεν κατάφερα ποτέ να βάλω μια ακέραιη ιστορία. Παίρναμε αμερικανικές ιστορίες (όταν δεν γράφαμε δικές μας) και έπρεπε να τις συμπτύξουμε από 70.000 λέξεις σε 30. Είχαμε πάντως μεγάλη κυκλοφορία, σύνδεση και διανομή και στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού. Το 1946 είχαμε 40.000 φύλλα πανελλαδικά» θυμάται και θα συμπληρώναμε την πολλαπλάσια αναγνωσιμότητα (και επιρροή) σε έναν ζωτικό πληθυσμό μεταπολέμου αποψιλωμένο, με μικρή αγοραστική δύναμη.

Ο Κορίνης, ο οποίος σήμερα πρωτοστατεί για την ίδρυση Λέσχης Φίλων της Μάσκας, εκφράζει και μια πικρία: «Είμαι γραμμένος στη μαύρη λίστα των συγγραφέων. Εφτιαξαν λέσχη αστυνομικού μυθιστορήματος και δεν με ειδοποίησαν ενώ έχω γράψει πολλά. Επίσης ένας γνωστός συγγραφέας (σ.σ.: ο Δημήτρης Νόλλας) πριν από χρόνια, όταν δημοσιεύθηκε ένα μυθιστόρημά μου σε συνέχειες σε περιοδικό, μίλησε με απαξία. Και όταν τον συνάντησα. Αν δεν είμαι εγώ λογοτέχνης ποιος είναι; Δεν είμαι εγώ τεχνίτης του λόγου;» θέτει τα ερωτήματα ο Τζίμμυ Κορίνης.

Αντικείμενο πόθου των συλλεκτών

Η «Μάσκα» είναι ένα από τα παλιά περιοδικά που όλο και πιο δύσκολα βρίσκουν οι συλλέκτες. Ακόμη και ο Τζίμμυ Κορίνης δεν έχει όλα τα τεύχη, ομηρικοί καβγάδες ξεσπούν συχνά μεταξύ των συλλεκτών που πιάνουν θέση από νωρίς το πρωί στο παζάρι του Μοναστηρακίου τις Κυριακές, στα βιβλιοπωλεία της οδού Aστιγγος (επίσης στο Μοναστηράκι) και στο μοναδικό παλαιοπωλείο της οδού Φορμίωνος στο Παγκράτι.