Είναι τόσο πολλά τα μέρη, οι ιστορίες τους και οι πρωταγωνιστές τους ώστε ακόμη και οι τόμοι, οι μελέτες που έχουν ήδη γραφτεί όλο και κάτι μικρό αφήνουν απέξω. Μιλώντας για παράδειγμα μόνο για την Αθήνα, δεν γίνεται να μην αναφέρεις τη «Δεξαμενή» στο Κολωνάκι του 19ου αιώνα, στέκι λογοτεχνών όπως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, αλλά και νεότερων τότε, όπως ο Κώστας Βάρναλης, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, η Ελλη Αλεξίου. Δεν πρέπει να παραλείψεις το Καφενείο του Ζαχαράτου στην Πλατεία Ομονοίας, όπου έγραφε χρονογραφήματα ο Κονδυλάκης ή σύχναζαν ο Ροΐδης και ο Μαλακάσης. Ούτε τον Μαύρο Γάτο ή το Νέον Κέντρον στην περίοδο του Μεσοπολέμου.

Αργότερα, βέβαια, μαζί με τις λογοτεχνικές τάσεις θα άλλαζαν και τα στέκια τους. Στο ξακουστό Πατάρι του Λουμίδη θα κατέφευγαν αρχικά ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Νίκος Γκάτσος και αργότερα ο Μάνος Χατζιδάκις, η Ελένη Βακαλό, ο Μίλτος Σαχτούρης. Εχει γράψει μια ιστορία για αυτό το Πατάρι στα «Ανοιχτά χαρτιά» (εκδόσεις Ικαρος) και ο ίδιος ο Ελύτης: «… μια μέρα μας έπεσε, θυμάμαι, από τον ουρανό ένα νούμερο που δεν το περιμέναμε. Ηταν ένας νέος λεπτός με κοντό σγουρό μαλλί και μεγάλα μαύρα μάτια, που, φυσικά, έγραφε και εκείνος στίχους ελεύθερους, όταν όμως είδε ότι τα χειρόγραφά του δεν προξενήσανε την εντύπωση που προσδοκούσε, το γύρισε αμέσως αλλού. Ητανε, λέει, και μουσικός. (…) Ηταν συνθέτης. Ε, αυτό δεν το περιμέναμε. (…) Τον οδηγήσαμε αμέσως στο σπίτι του Βαλαωρίτη, κι εκεί ο Μάνος Χατζιδάκις –αυτός ήταν ο νέος συνθέτης –κάθησε στο πιάνο. Δεν έχει πια καμιά σημασία τι μας έπαιξε εκείνο το απομεσήμερο. Οπως εξομολογήθηκε ο ίδιος αργότερα, δεν υπήρχε τίποτε συγκεκριμένο στο νου του, απλώς αυτοσχεδίασε».

Το Μπραζίλιαν, επίσης, της οδού Βουκουρεστίου στέγαζε συναντήσεις λογοτεχνών του μεγέθους των Μ. Καραγάτση, Ηλία Βενέζη ή Μενέλαου Λουντέμη. Αλλοι θαμώνες του, μετά το πέρασμά τους από εκεί, θα κατέληγαν στο ουζερί του Απότσου στη Σταδίου, ένα στέκι που θα διατηρούσε τον χαρακτήρα του τόσο απαράλλακτο στα χρόνια, ώστε όταν το 1960 ο Σεφέρης θα επέστρεφε στην Αθήνα έπειτα από χρόνια θα κατέγραφε στο «Ημερολόγιό» του ότι ήταν από τις αναλλοίωτες γωνιές.

«Κατάλοιπα της αρχαίας Ελλάδας ήταν όλα αυτά», λέει σήμερα ο συνθέτης Νίκος Μαμαγκάκης, «εντευκτήρια, δηλαδή, που λειτουργούσαν σαν χώροι μικρών συμποσίων. Αλλά και κατάλοιπα της φυλής: πάντα οι Ελληνες ήταν «λογάδες», εξυπνάκηδες και αντάλλαζαν σκέψεις ή πειράγματα σε τέτοιους χώρους». Τακτικός επισκέπτης τους και ο ίδιος, έχει κάμποσες ιστορίες να διηγηθεί. Οπως για τον περίφημο Μπάμπη, έναν σερβιτόρο στο Βυζάντιο του Κολωνακίου. «Μπορούσε να σε ταπώσει σε τρία δευτερόλεπτα», θυμάται ο συνθέτης. «Ευφυέστατος άνθρωπος, που έκανε εύστοχες παρατηρήσεις. Και ανακατευόταν συχνά στις συζητήσεις μας. Οπως τότε που ο Γκάτσος πείραζε τον Ελύτη, λέγοντάς του «Οδυσσέα, αυτά που γράφεις εγώ τα πετάω στο καλάθι». Μιλιά ο Ελύτης. «Και πού τα πετάς, ρε Νίκο, για να τα πάρουμε, να κερδίσουμε και εμείς κανένα Νομπέλ;», του έλεγα εγώ. Τέτοια περιστατικά ο Μπάμπης είτε τα επιδοκίμαζε γελώντας τρανταχτά ή τα αποδοκίμαζε σιωπηρά».

ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Οχι ότι και άλλες πόλεις δεν είχαν τα δικά τους πολιτιστικά στέκια. Στη Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, ο δημοσιογράφος και ερευνητής Χρίστος Ζαφείρης θυμάται το βιβλιοπωλείο Μόλχο, το αρχαιότερο της συμπρωτεύουσας, το οποίο από το 1888 έως πριν από λίγα χρόνια που έκλεισε «ήταν η πόρτα της ευρωπαϊκής κουλτούρας στη Θεσσαλονίκη». Στα γραφεία του περιοδικού «Διαγώνιος», «που λειτουργούσε και σαν μικρή πινακοθήκη, με εκθέσεις ζωγραφικής, φωτογραφίας, αλλά και γλυπτικής», αν ήσουν τακτικός, από τη δεκαετία του ’50 και έπειτα, θα μπορούσες να γνωρίσεις ονόματα όπως οι Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Ηλίας Πετρόπουλος και Γιώργος Ιωάννου.

Η γκαλερί Ζ-Μ «από το 1968, υπό τη διαχείριση της γυναίκας του Παύλου Ζάννα, Μίνας, έγινε στέκι αντιδικτατορικό και κουλτουριάρικο». Ο Χρ. Ζαφείρης θυμάται επίσης τον Κοχλία του Κώστα Λαχά ή το βιβλιοπωλείο Βιβλιοθήκη στην οδό Χρυσοστόμου Σμύρνης, του οποίου «ψυχή» ήταν ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Και φυσικά το καφέ Ντορέ. «Τώρα πια το κυνηγάει η παλιά του φήμη, των πρώτων χρόνων του Φεστιβάλ Κινηματογράφου», λέει ο Χρ. Ζαφείρης. «Από το 1961-62, δηλαδή, και τα χρόνια που αναπτύσσεται ο περίφημος Β’ Εξώστης, εκεί θα συναντούσες τον Κώστα Σταματίου, τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, τον Τάκη Κανελλόπουλο, την αφρόκρεμα του σινεμά εκείνης της περιόδου. Οσοι επίσης δημιουργοί επισκέπτονταν την πόλη, οι Παντελής Βούλγαρης, Παύλος Τάσσιος, Τάσος Ψαράς, δεν γινόταν να μην περάσουν από εκεί».

ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ. Για την κρητική πόλη, ο Γιώργος Ζεβελάκης, γεωπόνος και ερευνητής της λογοτεχνίας, έχει πολλά στέκια να μνημονεύσει. Οπως την ιστορική Βικελαία Βιβλιοθήκη στο κέντρο και το καφενείο «Η Κνωσός» στο ισόγειό της, τα οποία τα τελευταία χρόνια, μετά τον θάνατο του διευθυντή του ιδρύματος Νίκου Γιανναδάκη, είναι μάλλον αδικαιολόγητα ανενεργά. Σύχναζαν εκεί ντόπιοι εκπρόσωποι του πνεύματος, όπως ο Μενέλαος Παρλαμάς, ο Στέλιος Αλεξίου ή ο Γιώργος Σαββίδης, ενώ τα γραφεία της ήταν ένα «εργαστήρι παραγωγής πνευματικής ύλης». Μάλλον όπως και το Στούντιο του Λευτέρη Αλεξίου στη Στοά του Αραστά. «Ηταν σημαντικό πνευματικό στέκι του Μεσοπολέμου», λέει ο Γ. Ζεβελάκης. «Πέρασε από εκεί και ο Χένρι Μίλερ, ο οποίος του αφιέρωσε ένα ολόκληρο κεφάλαιο στον «Κολοσσό του Mαρουσιού»».

Η δύναμή τους

Τι έκανε τα πνευματικά στέκια αυτό που ήταν κάποτε; «Ο άνθρωπος που είναι πίσω από κάθε προσπάθεια», λέει ο λογοτέχνης Κώστας Λογαράς. «Οπως με τα πρόσωπα του βιβλιοπωλείου της Εστίας, έτσι και με όλα τα άλλα».

«Υπεύθυνη μπορεί να είναι η συγκυρία, όπως μια περίοδος που σε πλακώνει πνευματικά», λέει ο δημοσιογράφος Χρίστος Ζαφείρης, «αλλά και ο άνθρωπος που εμψυχώνει τέτοιες προσπάθειες και δημιουργεί τις προϋποθέσεις τους. Πάνω από όλα, όμως, μάλλον είναι οι παρέες που κάνουν τη “δουλειά”. Και ευτυχώς σήμερα συνεχίζουν να υπάρχουν».