«Η Ελλάδα ποτέ δεν μαθαίνει», είναι το συμπέρασμα μιας πικρής έμπνευσης. Εκείνης που έδωσε το έργο του Μποστ στους σύγχρονους έλληνες γελοιογράφους. Οι οποίοι συνεχίζουν πάνω στα ίχνη της γραφίδας του να σχολιάζουν και να καυτηριάζουν τις σημερινές καταστάσεις, που κάνουν τον Μποστ επίκαιρο.

Το α λα Μποστ απόφθεγμα που συνοδεύει το σκίτσο της Εφης Ξένου «η Ελλάδα ποτέ δεν μαθαίνει» τιτλοφορεί και το τιμητικό αφιέρωμα στον Μποστ των δεκαεννέα σύγχρονων γελοιογράφων που περιλαμβάνεται στην έκθεση «CHERCHEZ ΝΑ ΦΑΜ!». Σε αυτό το τιμητικό αφιέρωμά τους το παρόν συνδιαλέγεται με το παρελθόν, ωθώντας μας όχι μόνο να γελάσουμε με τα «χάλια» μας, αλλά και «να λογαριάσουμε πώς προχωρούμε».

«Οι σύγχρονοι γελοιογράφοι εμπνέονται από τον Μποστ και με τα σκίτσα τους απεικονίζουν τη σημερινή κρίση», επισημαίνει η επιμελήτρια της έκθεσης , θεατρολόγος Μαρίνα Κοτζαμάνη. Αναφέρεται στη χοντρή Ανεργάρα του Κώστα Μητρόπουλου ως μετεξέλιξη της μποστικής Ανεργίτσας, στο Τρένο της Ευρώπης του Πέτρου Ζερβού όπου ο Πειναλέων ψάχνει στα σκουπίδια στο τελευταίο βαγόνι του συρμού, στην Αγία Τριάδα του Δημήτρη Χαντζόπουλου, στην Ελλάδα ως παιδί των φαναριών στο σκίτσο του Γιάννη Δερμιτζόγλου.

Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΘΛΙΨΗ. «Αυτό που βλέπουμε στη δουλειά τους είναι θλίψη, πίκρα και η αίσθηση ότι δεν ξέρουμε πού ανήκουμε, η απώλεια της κοινότητας. Είναι η διαφορά σε σύγκριση με τα καυστικά σχόλια του Μποστ. Εκεί φαίνεται ότι η Ελλάδα του ’60 είχε πίστη στη δυνατότητα συμμετοχής του κόσμου στα κοινά».

«Το περιεχόμενο της έκθεσης είναι το πολιτικό σκίτσο. Μέσα από τα 52 έργα του παρουσιάζεται η δύναμη του Τύπου», εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο ιστορικός Τάσος Σακελλαρόπουλος, αναφερόμενος στις καταβολές του Μποστ.

Γεννημένος το 1918 στην Κωνσταντινούπολη, ιδεολογικά προσανατολισμένος στην Αριστερά, μέσα στον Εμφύλιο Πόλεμο αρχίζει να σχεδιάζει ως επαγγελματίας της επιβίωσης. Και το 1954 μεταπηδά στο σκίτσο. Το διάστημα 1954-1960 ο Μποστ εικονογραφεί τα δημοσιεύματα στα περιοδικά «Εικόνες» (της Ελένης Βλάχου, εκδότριας της «Καθημερινής») και «Ταχυδρόμος» (με διευθυντή τον Γ.Π. Σαββίδη).

Η έκθεση επικεντρώνεται στη γελοιογραφική σάτιρα του Μποστ, στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο κατά την περίοδο 1950-1980. Τα σκίτσα του καλλιτέχνη εντάσσονται σε ιστορικό πλαίσιο, καθώς οι γελοιογραφίες του συνοδεύονται από κατατοπιστικά ιστορικά κείμενα και ντοκουμέντα που επεξηγούν τη σχέση με την εποχή τους.

Η κορυφαία στιγμή του είναι το διάστημα 1960-1965, όταν έχει σταματήσει τις εικονογραφήσεις και ήδη έχει γίνει γελοιογράφος στην «Αυγή». «Είναι η εποχή της ανόδου της Κεντροαριστεράς, του μεγάλου ρεύματος των Λαμπράκηδων, της ενδυνάμωσης της παρουσίας των νέων στους δρόμους», λέει ο ιστορικός και ερευνητής του έργου του Μποστ.

«Τα παιδιά που γεννήθηκαν στην Κατοχή είναι εκείνα που είχαν πολλές διεκδικήσεις και το ’60 αναζητούσαν νέα στοιχεία για τη ζωή τους. Ο Μποστ τούς δίνει μία χείρα βοηθείας μέσω του χιούμορ και της καυστικότητάς του. Είναι εκείνος που δείχνει ευαισθησία για την ελληνική παράδοση, σχολιάζοντας την Ελλάδα τού «όπως όπως» που στηνόταν εκείνη την εποχή».

Ο Μποστ είναι σήμερα όσο ποτέ πολιτικά επίκαιρος. Με επίκεντρο τους θρυλικούς χαρακτήρες του, την καθημαγμένη Μαμά Ελλάδα, την Ανεργίτσα και τον Πειναλέοντα, οι γελοιογραφίες του συσχετίζονται με τη σημερινή Ελλάδα της κρίσης.

ΦΙΛΟΛΑΪΚΟΣ. Η έκθεση αναδεικνύει τη φιλολαϊκή οπτική του Μποστ, που ξεπερνά τα κομματικά πλαίσια και δηλώνει πίστη σε ένα δημοκρατικό ήθος συμμετοχής. «Στα σκίτσα του υπήρχε η έννοια του διαλόγου του παρόντος με το παρελθόν για να σοκάρει και να διεγείρει τους ανθρώπους της εποχής του για να σκεφτούν. Αλλωστε, ο Μποστ υποστήριζε την καλώς εννοούμενη χρήση της λαϊκής παράδοσης επιμένοντας στο να μην αποποιηθούμε την ποιότητά της», λέει ο Τάσος Σακελλαρόπουλος.

Τα σκίτσα του Μποστ παρουσιάζονται μεγεθυμένα, σε ψηφιακή αναπαραγωγή. Ο κυριότερος λόγος γι’ αυτή την επιλογή είναι ότι τα έργα της πιο γόνιμης περιόδου του καλλιτέχνη (1959-1966) κατασχέθηκαν από την απριλιανή δικτατορία και έχουν χαθεί. Η παρουσίαση συμπληρώνεται από σημαντικό αρχειακό οπτικοακουστικό υλικό της ΕΡΤ με συνεντεύξεις του καλλιτέχνη και άλλων προσωπικοτήτων που μιλούν για το έργο του.