Ο πλούτος που κρύβει το δημοτικό τραγούδι θυσιάστηκε στον βωμό του λαϊκισμού και της ασχήμιας όπου χτίστηκε η σημερινή Ελλάδα, υποστηρίζει ο διάσημος βιολονίστας. Ελπίζει όμως ότι οι μαθητές που έσπευσαν από Ευρώπη και Ιαπωνία να παρακολουθήσουν το τριήμερο masterclass στο οποίο δίδαξε είχαν την ευκαιρία να δουν το πρόσωπο μιας πιο φωτεινής Ελλάδας.

Μπορεί ένα σεμινάριο βιολιού να φωτίσει μιαν άλλη Ελλάδα, μακριά από την κρίση; Ακόμη και να αλλάξει την εικόνα που υπάρχει για την Ελλάδα εκτός συνόρων; Μπορεί, σύμφωνα με τον διεθνούς φήμης έλληνα βιολονίστα Λεωνίδα Καβάκο, ο οποίος είδε ένα τριήμερο σεμινάριο που διοργάνωσε το ωδείο Μουσικοί Ορίζοντες στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός ως ιδανική ευκαιρία για να βρεθεί κοντά σε παιδιά με ταλέντο από όλον τον κόσμο. Και να τους διδάξει αυτά τα λίγα που και ο ίδιος γνωρίζει. Λίγα; Οχι από σεμνότητα, λέει. «Τα θεωρώ λίγα γιατί κάθε στιγμή ανανεώνονται και αναθεωρούνται. Ηθελα να τους μεταφέρω ό,τι ξέρω, να τους βοηθήσω, να τους εμπνεύσω ή να τους καθοδηγήσω».

Αυτή πρέπει να είναι η αποστολή, σύμφωνα με τον διεθνούς φήμης μουσικό. «Αυτά που γνωρίζω δεν τα έμαθα μόνος μου. Σπούδασα μόνος μου και συνέχισα να παίρνω μαθήματα και αφού είχα ξεκινήσει τη σταδιοδρομία μου». Ακόμη, πιστεύει ότι μέσα από τις συνεργασίες οι παρατηρήσεις και τα σχόλια των άλλων μουσικών λειτουργούν διδακτικά για εκείνον.

Εκείνος, πάντως, την αγάπη του για τη διδασκαλία την οφείλει στον δάσκαλό του Στέλιο Καφαντάρη, ο οποίος «όταν έβλεπε ότι υπήρχε κάποιο παιδί το οποίο είχε θέληση, αγάπη και δυνατότητες για το βιολί, δεν έπαιρνε χρήματα, το έκανε αφιλοκερδώς».

Οι περισσότεροι θα πίστευαν ότι το βιολί είναι το αγαπημένο όργανο του Λεωνίδα Καβάκου. Ολα όμως τα όργανα τον συγκινούν αν, όπως λέει, υπάρχει πραγματική και γνήσια έκφραση του μουσικού, η οποία αποκτά μια δύναμη που δεν μπορεί να μη σε αγγίξει. Την ίδια αναποφασιστικότητα δείχνει και στην επιλογή του αγαπημένου του συνθέτη.

Ωστόσο δεν τον συγκινεί τίποτε περισσότερο από ένα μοιρολόι και δηλώνει λάτρης της δημοτικής μουσικής, ιδιαίτερα της ηπειρώτικης. «Ο παππούς μου είχε συγκρότημα και έπαιζαν κυρίως ηπειρώτικα. Είναι καταπληκτικό το πόσο «σκούρο» και δραματικό είναι το ηχόχρωμα της ηπειρώτικης μουσικής και πόσο φωτεινό είναι το χρώμα της νησιώτικης η οποία έχει ως κύριο όργανό της το βιολί».

Η αξία όμως και των δύο είναι αδιαμφισβήτητη: «Εμείς εδώ στην «πολιτισμένη» Ελλάδα καταφέραμε να παραμερίσουμε και να στοχοποιήσουμε ειρωνικά σχεδόν το δημοτικό τραγούδι. Το θυσιάσαμε στον βωμό του λαϊκισμού και της ασχήμιας. Στη σημερινή Ελλάδα οποιοσδήποτε μπορεί να είναι μαέστρος χωρίς να ξέρει να κουνάει τα χέρια του και να παρουσιάζεται ως μεγάλος μουσικός».

Η δημοτική παράδοση για τον Καβάκο διαθέτει την πηγαία έκφραση της αγάπης για τον άνθρωπο, για τη ζωή και τη φύση. Και αυτές οι δυνάμεις καθόρισαν πολλούς σπουδαίους συνθέτες. Ο βιολονίστας και μουσικοπαιδαγωγός πλέον υποστηρίζει ότι η επιρροή της δημοτικής μουσικής, μαζί με τον χορό, ήταν πηγή αστείρευτη για τους συνθέτες των τριών τελευταίων αιώνων. «Ο Μπέλα Μπάρτοκ έκανε ταξίδια στην Τρανσυλβανία όπου έβαζε μουσικούς να του παίξουν και ηχογραφούσε τους σκοπούς αυτούς, τους οποίους χρησιμοποιούσε κατόπιν στα έργα του. Αυτός θεωρείται ο μεγαλύτερος ερευνητής από τους νεοκλασικούς συνθέτες, ο οποίος έκανε έρευνες στη δημοτική μουσική. Ταξίδεψε στα Βαλκάνια και για τον λόγο αυτόν έχει πολλές επιρροές στη μουσική του από τη βαλκανική μουσική».

Από τις εκατοντάδες συμμετοχές επελέγησαν έπειτα από απαιτητικές ακροάσεις μόνο 12 μαθητές, οι οποίοι διαθέτουν υψηλό μουσικό επίπεδο. Η παρουσία τους στη σημερινή Αθήνα έστω και για λίγες ημέρες έδωσε ίσως μια άλλη χροιά λόγω των συνθηκών και της ιστορικής συγκυρίας, αφού είχαν τη δυνατότητα να αποκτήσουν ιδία άποψη για τη σημερινή Ελλάδα. Ο διεθνούς φήμης μουσικός δεν υποβαθμίζει τη σοβαρότητα της κατάστασης, αλλά υπογραμμίζει ότι υπάρχει μια υπερβολή από τα διάφορα μέσα ενημέρωσης. Είναι τα ίδια που, όπως λέει, χειρίζονται την αισθητική της πληροφόρησης σε ό,τι αφορά τη μουσική. «Υπάρχει ένα απόλυτο κενό –όχι μόνο τώρα, αλλά από πάντα –παιδείας και αποπροσανατολισμός. Σήμερα έχουμε χάσει τα «αυγά και τα πασχάλια». Στην κλασική μουσική δεν υπάρχει τίποτα. Ο κόσμος έχει την ανάγκη και το δικαίωμα και η Πολιτεία την υποχρέωση να παράσχει τα πάντα σε ένα επίπεδο το οποίο πρέπει να είναι υψηλότατο. Να στηρίξει τη μουσική και την Παιδεία –όπου υπάρχει ένα μεγάλο κενό -, κάτι που δεν γίνεται εδώ και χρόνια».

Σπεύδει εξάλλου να θυμίσει τις εξαγγελίες την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων για τη δημιουργία Μουσικής Ακαδημίας, κάτι που όμως δεν υλοποιήθηκε ποτέ. «Αυτό αποδεικνύει τη γελοιότητα που επικρατεί στο πολιτικό σύστημα. Δεν υπάρχει κανένας συντονισμός και οργάνωση όχι μόνο στη μουσική, αλλά παντού. Η πραγματικότητα είναι ότι στον χώρο της κλασικής μουσικής αλλά και των άλλων τεχνών έχουμε μια εικόνα υπανάπτυκτης χώρας. Είμαστε πολύ πίσω».

Την ίδια στιγμή όμως ξεκαθαρίζει ότι δεν είναι άνθρωπος που κλαίει τη μοίρα του, αλλά ούτε ντύνει με ωραία ρούχα ένα άσχημο σώμα. «Βρισκόμαστε σε ένα μεταβατικό στάδιο. Πάντα έλεγα ότι η Ελλάδα είναι μια πνευματική έννοια. Δεν είναι γεωγραφικός χώρος. Δεν είναι αυτό που περιγράφουμε εμείς σήμερα. Η ελληνική γλώσσα δεν έχει ανάγκη τη χώρα μας ως τόπο και πολύ περισσότερο δεν έχει ανάγκη τους Ελληνες όπως λειτουργούμε σήμερα».

Στα ταξίδια του έρχεται συχνά αντιμέτωπος με ανθρώπους που αισθάνονται την ανάγκη να ειρωνευτούν την κατάσταση στην Ελλάδα. Εκείνος δεν περνάει στην αντεπίθεση, αφού χαρακτηρίζει αυτές τις προσεγγίσεις «άξεστες». Τον ίδιο χαρακτηρισμό αποδίδει και στο πολιτικό σύστημα της Ελλάδας, το οποίο ισχυρίζεται πως κατέστρεψε ό,τι υπήρχε. «Οποιοσδήποτε ήταν σοβαρός και αξιόπιστος θα έπρεπε να είχε παραιτηθεί».

Ο Λεωνίδας Καβάκος βλέπει τη σημερινή εποχή ως μεταβατική περίοδο που μπορεί να αποτελέσει πρόκληση για τους ανθρώπους με ιδανικά και οράματα. Ο «βομβαρδισμός» όμως της μιζέριας –η οποία είναι υπαρκτή ως έναν βαθμό, όπως υποστηρίζει –εκμηδενίζει τις δυνατότητες ανάκαμψης.

«Είναι σημαντικό να ξέρεις πού βρίσκεσαι. Μας έμαθαν και μάθαμε –διότι στη δημοκρατία έχεις τις κυβερνήσεις που σου αξίζουν επειδή εσύ τις ψηφίζεις –να είμαστε ανεύθυνοι. Τόσο στο επίπεδο της μόρφωσης, που εγγυάται το μέλλον μιας χώρας, όσο και στο επίπεδο του πολιτισμού, που συνδέεται με την αισθητική της. Εμείς, αντί να επενδύσουμε σε αυτά, μάθαμε να απολαμβάνουμε τον ήλιο, τη θάλασσα και την καλοζωία. Τώρα, που ήρθε η ώρα της κρίσης, απορούμε!».