Ζούμε άραγε σ’ ένα βουνό από πτώματα;» αναρωτιόταν ο γερμανός ακαδημαϊκός και συγγραφέας Βίνφριντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ στο βιβλίο του «Οι δακτύλιοι του Κρόνου». Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, με την ιστορία των 23 και πλέον αιώνων, η απάντηση είναι: Ναι. Δρόμοι, πλατείες και κτίρια που οι κάτοικοι και οι επισκέπτες της πόλης προσπερνούν αδιάφορα αποτέλεσαν το σκηνικό για μαζικές εκτελέσεις, πολιτικές και μη δολοφονίες, ερωτικά εγκλήματα και οικογενειακές τραγωδίες. Τουριστικά αξιοθέατα, γραφικά σοκάκια και ειδυλλιακές τοποθεσίες είναι ποτισμένα με αίμα, «αόρατο» στα μάτια των ανυποψίαστων. Στη Θεσσαλονίκη οι τόποι βίας περισσεύουν και βοούν σιωπηρά.

Πενήντα δύο από τα εκατοντάδες μνημεία των νεκρών επέλεξαν και παρουσιάζουν ο συγγραφέας Σάκης Σερέφας και ο φωτογράφος Πάρις Πετρίδης στο βιβλίο τους «Εδώ – Τόποι βίας στη Θεσσαλονίκη» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αγρας. Πενήντα δύο περιστατικά βίαιων θανάτων, από τη σφαγή στον ιππόδρομο την άνοιξη του 390 μέχρι τη δολοφονία 27χρονης Γεωργιανής στην Πλατεία Aθωνος την Πρωτοχρονιά του 2011. Περιστατικά γνωστά, όπως οι δολοφονίες Λαμπράκη, Πολκ, Τούση, οι εκτελέσεις στο Γεντί Κουλέ και άλλα που πέρασαν στα «ψιλά» των εφημερίδων, όπως η αυτοκτονία 23χρονου στον κινηματογράφο Ηλύσια το 1933. Και όλα τους «ντυμένα» με βυζαντινά χρονικά, δικογραφίες και ρεπορτάζ εφημερίδων, αντικριστά με τη φωτογραφική αποτύπωση της σημερινής όψης των σημείων όπου διαδραματίστηκαν. Φωτογραφίες τραβηγμένες με το φως της αυγής, χωρίς ανθρώπινη παρουσία, που όμως απηχούν τις φωνές των νεκρών. «Αυτές οι εικόνες μάς υπενθυμίζουν την πόλη που υπήρξε και πριν, και υπάρχει κάτω από όλα αυτά, την αόρατη πόλη πάνω στην οποία πατάμε και μας περιβάλλει, καθώς ζούμε τις καθημερινές μας ζωές» γράφει ο ιστορικός ερευνητής Μαρκ Μαζάουερ στην εισαγωγή του βιβλίου.

Πλατεία Ιπποδρομίου

Η λεπίδα τούς κατέκοψε σαν στάχυα στον θέρο

Στον αρχαίο ιππόδρομο της πόλης έγινε πριν από 16 αιώνες η πρώτη μαζική σφαγή Θεσσαλονικέων. Την άνοιξη του 390, όταν ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος εξεστράτευσε στη Θεσσαλονίκη, πληροφορούμενος το τυραννικό καθεστώς που είχε επιβάλει στην πόλη ο Ευγένιος. Οταν έφτασε όμως στην πόλη λοιδορήθηκε, ενώ οι πολίτες στασίασαν και σκότωσαν τον έπαρχο. Ο Θεοδόσιος ανακοίνωσε ιππικούς αγώνες και όταν ο κόσμος συγκεντρώθηκε στον ιππόδρομο, τα στρατεύματά του περικύκλωσαν τον χώρο και εξαπέλυσαν επίθεση με τόξα και ακόντια. «Η οργή του βασιλέως, ανεξέλεγκτη, τυραννική (…) ξιφούλκησε άδικα εναντίον των πάντων, εξολοθρεύοντας αθώους και ενόχους. Γιατί, καθώς λέγεται, φονεύθηκαν 7.000 άνθρωποι, χωρίς να υπάρξει καμιά διαδικασία κρίσης που θα επέρριπτε την ευθύνη σ’ εκείνους που αποτόλμησαν τις ωμότητες. Αντίθετα, η λεπίδα κατέκοψε αδιάκριτα τους πάντες, σαν στάχυα στον θέρο» περιέγραψε ο επίσκοπος Θεοδώρητος.

Παλιά Παραλία, απόληξη της Πλατείας Ελευθερίας

«Τα παράθυρα και οι στέγες είναι γεμάτα θεατές»

Εδώ οι Τούρκοι εκτέλεσαν με απαγχονισμό στις 16 Μαΐου 1876 επτά Αθίγγανους από τον Δενδροπόταμο, οι οποίοι είχαν καταδικαστεί άδικα για το λιντσάρισμα των προξένων της Γαλλίας και της Γερμανίας από τον τουρκικό όχλο. «Τα παράθυρα και οι στέγες των γύρω σπιτιών είναι γεμάτα θεατές. (…) Αλλά η κυβέρνηση του σουλτάνου δεν φρόντισε αρκετά για να εξασφαλίσει καλές συνθήκες για την εκτέλεση. Οι αγχόνες ήταν τόσο χαμηλές, που τα γυμνά πόδια των καταδικασμένων ακουμπούσαν στο έδαφος. Τα νύχια από τα δάκτυλα των ποδιών τους έτριζαν στην άμμο. Οταν η εκτέλεση τελείωσε, οι στρατιώτες αποσύρθηκαν και οι νεκροί έμειναν ώς το βράδυ κρεμασμένοι για να τους βλέπει ο κόσμος».

Μαρτυρία του αξιωματικού και κατοπινού μυθιστοριογράφου Πιερ Λοτί

Πλατεία Δημοκρατίας (Βαρδαρίου)

«Το χτύπημα χώριζε στα δύο το κεφάλι»

Στο συγκεκριμένο σημείο, στην είσοδο της Εγνατίας, βρισκόταν η Χρυσή Πύλη, η μία από τις δύο δυτικές εισόδους στη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου προσπάθησαν να διαφύγουν οι κάτοικοι κατά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς, τον Ιούλιο του 904. «Οι σκληροί τους εχθροί (…) τούς χτυπούσαν κατακέφαλα με τα σπαθιά. Το χτύπημα χώριζε στα δύο το κεφάλι όποιου βρισκόταν μπροστά τους και τα κομμάτια έπεφταν από ‘δώ κι από ‘κεί. Τα σώματα μετά τον θάνατο δεν έπεφταν στη γη, αλλά κρατιόντουσαν όρθια, στηριγμένα από τα υπόλοιπα σώματα, μέχρι που όλοι σκοτώθηκαν».

Μαρτυρία του κληρικού Ιωάννη Καμινιάτη

Διασταύρωση οδού Τσιμισκή και Πλατείας Αριστοτέλους

«Την έπληξεν εις τον λαιμόν διά μαχαίρας…»

Στο σημείο σφαγιάστηκε από φασίστες η 19χρονη επονίτισσα Δάφνη Χατζηπαναγιώτου στη μεγάλη πορεία για τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 10 Μαΐου 1945. «Η θυγατέρα μου Δάφνη, κατά την κάθοδόν της από την οδόν Εγνατίας προς την οδόν Β. Κωνσταντίνου, μετά του λαού τού πανηγυρίζοντος την νίκην κατά του φασισμού, πριν φθάσουν ακόμη εις την οδόν Τσιμισκή, εδέχθησαν πυρά από τας διαφόρους ενέδρας που είχαν στηθεί. (…) Ενα ανθρωπόμορφον τέρας με πολιτικήν ενδυμασίαν, κατελθόν εκ του πλησίον ευρισκομένου φορτηγού στρατιωτικού αυτοκινήτου και σύραν την κεφαλήν της προς τα οπίσω από τα μαλλιά της, την έπληξεν εις τον λαιμόν διά μαχαίρας και της απέκοψεν την καρωτίδα και όλα τα φωνητικά της όργανα, αύτη δε εκυλίσθη αμέσως εις το έδαφος. (…) Εν Θεσσαλονίκη τη 11.5.1945, μετά τιμής, ο τεθλιμμένος πατήρ Αδαμάντιος Χατζηπαναγιώτου.

Απόσπασμα από την επιστολή του πατέρα

του θύματος στην εφημερίδα «Δημοκρατία»

Οδός Ηρακλείδου 10, Ανω Πόλη

«Εφερε το περίστροφό του στο κεφάλι της και επυροβόλησε»

Σ’ ένα από τα φτωχικά προσφυγικά σπιτάκια της Ανω Πόλης, από αυτά για τα οποία «αδιαφορεί ο μουσιούς δανδής των κομψών συνοικιών», όπως έγραφε η εφημερίδα «Μακεδονία», εκτυλίχθηκε στις 28 Αυγούστου 1930 οικογενειακή τραγωδία. Ο Αριστείδης Κύρκος, αφού πυρπόλησε τον φούρνο του, δολοφόνησε τη γυναίκα του Κυριακούλα και τη μητέρα της, και στη συνέχεια αυτοκτόνησε. «Η Κυριακούλα είχε αγοράσει ψάρια. Είχε ένα κέφι εξαιρετικό. Ετραγουδούσεν. (…) Ξαφνικά εφάνηκε στην πόρτα ο Αριστείδης. (…) την έπιασε από τον λαιμό, την έσπρωξε κάτω, έφερε το περίστροφό του στο κεφάλι της και επυροβόλησε τρεις φορές βρίζοντας μαζί. (…) Εμπήκε στο δωμάτιο το πλαγινό, εξάπλωσε τη γριά και την εσκότωσε με τον ίδιο τρόπο. (…) Ακουσα ακόμη τρεις πυροβολισμούς. Για μια στιγμή που τα πάντα ησύχασαν εμπήκα να ιδώ. Φρίκη! Είχε και ο ίδιος χτυπηθεί. Ητανε ριγμένος επάνω στη γυναίκα του με το κεφάλι μέσα στο τηγάνι» περιέγραφε γειτόνισσα στη «Μακεδονία».

Χορτιάτης, μνημείο Ολοκαυτώματος

«Αρπαζαν τα μωρά και σπούσαν τα κεφαλάκια τους»

Οι μαρτυρίες όσων επέζησαν στο ολοκαύτωμα των 149 αμάχων από τους Γερμανούς και τους ταγματασφαλίτες συνεργούς τους στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 στον Χορτιάτη συγκλονίζουν. «Αρπαζαν τα μωρά και σπούσαν τα κεφαλάκια τους στους τοίχους του φούρνου όπου μας κλείσανε, άλλα τα στραγγάλιζαν και άλλα τα ποδοπατούσαν και τα μυαλουδάκια τους χυμένα πάνω μας ήταν φρίκη».

Βασιλική Γκουραμάνη

«Οταν ρίξανε την ριπή του πολυβόλου, εγώ ήμουν ανάμεσα στη μάνα και την αρραβωνιασμένη αδελφή μου. Καθόμασταν χάμω στη σάλα του φούρνου και είχα γυρίσει το κεφάλι μου στο στήθος της αδελφής μου. Απλωσα το αριστερό μου χέρι κι αγκάλιασα το κεφάλι της. Μια σφαίρα πέρασε ξυστά απ’ τον λαιμό μου, τρύπησε το κεφάλι της αδελφής μου και σφηνώθηκε μέσα στην παλάμη μου. Δύο σφαίρες με χτύπησαν και στα δύο γόνατα. Η αδελφή μου και η μάνα μου δίπλα μου σκοτώθηκαν».

Ελένη Νανακούδη – Γκουραμάνη

Πλατεία Σιντριβανίου

«Δένοντάς τους σε δεμάτια τούς στοίβαζαν»

Η Κασσανδρεωτική Πύλη, σημερινή Πλατεία Σιντριβανίου, υπήρξε τόπος μαρτυρίου κατά την άλωση της πόλης από τους Νορμανδούς το 1185. «Οι βάρβαροι γέμισαν όλη την πόλη αρχίζοντας να εισρέουν από τις ανατολικές πύλες. Θέριζαν τους δικούς μας και δένοντάς τους σε δεμάτια τούς στοίβαζαν σε θημωνιές τέτοιες που αρέσουν για τροφή στον Αδη. (…) οι οικοδεσπότες είχαν διωχθεί και περιπλανιόντουσαν από ‘δώ κι από ‘κεί πεινώντας, διψώντας και ριγώντας από το κρύο, καθώς ήταν επιπλέον και γυμνοί. (…) Μόνο οι πόρνες ήταν λαμπρά ενδεδυμένες, καθώς φορούσαν εκκλησιαστικά πέπλα. Ετσι στολισμένες συνόδευαν τους ανόσιους εραστές τους και μπροστά στα μάτια μας επιδίδονταν ελεύθερα στην αμαρτία».

Προσωπική μαρτυρία του λόγιου και Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ευσταθίου