Στην οδό Σολωμού της Πλατείας Εξαρχείων αχνοφαίνεται ακόμα το «Αχ» στη μαύρη ταμπέλα. Το «Μαρία» έχει ξηλωθεί όπως και η πόρτα της κάποτε θρυλική σκηνής όπου για δέκα χρόνια λειτούργησε μια παρέα με ανατρεπτικότητα, χιούμορ και αγάπη στη μουσική. Η παρέα τού «Αχ Μαρία» –Γιάννης Ζουγανέλης, Σάκης Μπουλάς, Ισιδώρα Σιδέρη, Λάκης Παπαδόπουλος, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Σοφία Βόσσου αλλά και μια ευρύτερη παρέα δημιουργών που κατά καιρούς συμμετείχαν στα προγράμματα του εξαρχειώτικου στεκιού –έγραψε τη δική της σελίδα στον αθηναϊκό μουσικό χάρτη από το 1980 μέχρι το 1990. Μια παρέα που ακόμη και σήμερα αρνείται να παραιτηθεί από τη μαγεία της συλλογικότητας, της παρέας, του τραγουδιού και της σάτιρας. «Απ’ το «Αχ Μαρία» ρίξαμε άγκυρα εδώ /κάναμε γέφυρα Εξάρχεια με Ταύρο/κάναμε ίσιο ό,τι βλέπαμε στραβό/Και ισορροπήσαμε στο άσπρο και στο μαύρο», γράφει ο Σάκης Μπουλάς για το νέο πρόγραμμα που έκανε πρεμιέρα χθες στην Ακτή Πειραιώς (στον Ταύρο) και βρίσκει την παρέα πάλι επί των επάλξεων. Ο χώρος είναι μεγαλύτερος, απ’ έξω δεν κυνηγιούνται αντιεξουσιαστές με αστυνομικούς όπως κάποτε στο «Αχ Μαρία», τα μαλλιά των ανδρών καλλιτεχνών αραίωσαν και ήδη ο Γιάννης Ζουγανέλης και ο Λάκης Παπαδόπουλος μετρούν ο καθένας σαράντα χρόνια στο ελληνικό τραγούδι.

«Είμαστε μια παρέα φίλων με διαφορετικές προσωπικότητες που συνυπάρχουμε. Με τον Λάκη είμαστε φίλοι πάνω από τριάντα χρόνια, είμαστε κουμπάροι και συνδεθήκαμε από το «Αχ Μαρία» και από άλλες εμφανίσεις. Τώρα συνυπάρχουμε και με τον Μπάμπη Στόκα που επίσης προέρχεται από συγκρότημα – παρέα (τους Πυξ Λαξ) τον Νίκο Ζιώγαλα, τον Τζώνυ Βαβούρα», σημειώνει ο Ζουγανέλης στο πατάρι του καφενείου του Σάκη στα Εξάρχεια, λίγα μέτρα από το θρυλικό «Αχ Μαρία». Μιλάει για ένα πρόγραμμα που ισορροπεί στο γέλιο, στο τραγούδι, «όχι στο χάχανο και στον χαβαλέ», όπως σημειώνει. Αλλά μετράει και μια απουσία: «Εμμέσως είναι και ο Μπουλάς μαζί μας, αφού έχει γράψει νούμερα και κείμενα. Δεν θα είναι όμως πάνω στη σκηνή, αφού έχει ασθενήσει και παλεύει για τη ζωή του. Πιστεύω θα βγει κερδισμένος», προσθέτει ο Ζουγανέλης που μαζί με την παρέα βάφτισαν το νέο τους πρόγραμμα «Τα παιδία παίζει». Μια ιδέα του Λάκη Παπαδόπουλου με «παιδικότητα κι όχι παλιμπαιδισμό» που αναπόφευκτα βάζει στην κουβέντα τα δικά τους χρυσά χρόνια στο «Αχ Μαρία», προάγγελος του οποίου υπήρξε το «Μουσικό καφενείο Σούσουρο» στην Αδριανού. Εκεί συναντήθηκε για πρώτη φορά ο Ζουγανέλης με καλλιτέχνες όπως ο Νικόλας Ασιμος, ο Περικλής Χαρβάς, ο Θάνος Ανδριανός, ο Σάκης Μπουλάς, η Φλέρυ Νταντωνάκη, η Ισιδώρα Σιδέρη και το συγκρότημα Σπυριδούλα.

«Λίγο καιρό μετά, το 1980, ψάχναμε τίτλους για το νέο στέκι μας τότε στα Εξάρχεια. Περνάει ο Ασιμος μια μέρα και μας λέει: Βγάλτε το «Αχ Μαρία τα μπούτια σου…». Μας άρεσε, το βαφτίσαμε ενώ κάθε φορά βάζαμε και υπότιτλους όπως «Αχ Μαρία τα μπούτια» σου, «Αχ Μαρία πολιτιστικό φρόκαλο της Ευρώπης», «Aχ Μαρία ή θάνατος», «Aχ Μαρία αναρχία», θυμάται ο Ζουγανέλης, ενώ ο Λάκης Παπαδόπουλος καταθέτει μια σουρεάλ εικόνα: «Είχε γίνει επιτυχία το «Για να σ’ εκδικηθώ». Ελεγα αυτό το τραγούδι και ο κόσμος χτυπιόταν για κάποιον λόγο στα γέλια. Δεν έδωσα σημασία. Οταν μια μέρα είδα σε βίντεο το πρόγραμμα, αντελήφθην πως κατά τη διάρκεια του τραγουδιού, από πίσω μου περνούσε ο Γιάννης φορώντας μόνο το βρακί του». Ποια ήταν η λογική του παράλογου «Αχ Μαρία» όμως; «Δεν υπολογίζαμε καθόλου τη μικροαστική λογική, κάναμε σάτιρα στην Εκκλησία, στους θεσμούς, στη Δικαιοσύνη, ενώ από εκεί πέρασε όλο το ηλεκτρικό τραγούδι, και όχι μόνον», σημειώνει ο Ζουγανέλης: Τζίμης Πανούσης, Φατμέ, Αντώνης Τουρκογιώργης, Γιοκαρίνης, Τουρνάς, Σαββίνα Γιαννάτου, αλλά και Χατζηκουτσέλης, Βάσια Τριφύλλη, τζαζίστες όπως ο Φακανάς ενώ ξεχωρίζει η παρουσία του Σαββόπουλου το 1986 στη σκηνή του κέντρου. «Τις μισές μέρες δεν δουλεύαμε, κυνηγιόντουσαν οι μεν με τους δε, αστυνόμοι και αναρχικοί, είχε ένταση τότε αλλά διαφορετική», θυμάται ο Λάκης, που περιγράφει τα χρόνια του «Αχ Μαρία» ως τα καλύτερα στην καριέρα του.

«Υπήρχε μια αναζήτηση, υπήρχαν αναρχικοί με αρχές, αντιεξουσιαστές που σέβονταν τον βίο των ανθρώπων, είχαν πρόσωπο, δεν ήταν οπαδιστές», συμπληρώνει ο Γιάννης ενώ θυμάται πως την πόρτα του «Αχ Μαρία» πέρναγε το πιο ετερόκλητο κοινό: από τον Αλέκο Σακελλάριο (που σε στίχους του έγραψε τον περίφημο «Μακρυμάλλη») και τον Μάριο Πλωρίτη μέχρι τον Γιώργο Οικονομέα (στιχουργός της «Στέλλας» που ερμήνευσε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου), τον Σωτήρη Κακίση και τον Μάκη Τριανταφυλλόπουλο – «που γράφαμε τις ειδήσεις της ημέρας όπως τις φανταζόμασταν». Στο νέο πρόγραμμα μάλιστα, διατηρείται ένα παλιό νούμερο από τα ηρωικά χρόνια του «Αχ Μαρία», το «Λος Μούγγος». Μια ιδέα του Ζουγανέλη που είχε κωφάλαλους γονείς και είναι χρόνια τώρα ευαισθητοποιημένος στα θέματα κοινωνικού ρατσισμού. «Φτιάξαμε με Σάκη και Λάκη τους «Λος Μούγγος». Το γέλιο είναι μια τρομερή σύσπαση, δεν πιστεύω σε καλλιτέχνες που δεν γελάνε», μας λέει ο Ζουγανέλης που σατιρίζει τους κωφάλαλους αντιμετωπίζοντάς τους επί ίσοις όροις, ενώ ξεφυλλίζοντας τις αναμνήσεις του «Αχ Μαρία» στέκεται σε ατάκες που έμειναν παροιμιώδεις όπως το «Δεν θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη» που έλεγαν σε νούμερο με ένα γραφείο τελετών.
«Ο Γιάννης και ο Σάκης είναι δύο δαιμόνιοι καλλιτέχνες, πολύπλευρα ταλέντα. Οταν πρωτοπήγα, τον τρίτο χρόνο του «Αχ Μαρία», παρακαλούσα να τελειώνω γρήγορα, να έχω λίγα τραγούδια για να κατέβω από την πίστα για να γελάω με δαύτους. Ο Γιάννης γινόταν από κουρελού πλύστρα μέχρι αρχιεπίσκοπος», σημειώνει ο Λάκης Παπαδόπουλος, που δηλώνει ακόμη ερασιτέχνης έπειτα από δεκάδες επιτυχίες και χιλιάδες ώρες λάιβ, ενώ ο Ζουγανέλης σκιαγραφεί τον κοινωνικό καμβά της εποχής:

«Οι αποδέκτες ήταν πιο έτοιμοι τότε για διαφορετικότητα ιδεολογιών. Υπήρχαν μαζικά κινήματα. Εγώ ήμουν απέναντι στις λογικές της ένταξης, μόνο ως φοιτητής της Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ ήμουν επιρροή της ΑΑΣΠΕ (σ.σ. παράταξης του ΕΚΚΕ). Πιστεύω πάντως πως δεν είναι χαμένη η νέα γενιά, σύντομα θα φανεί, θα πέσει το φως πάνω της». Τι να κάνει όμως ένα νέος τραγουδοποιός σήμερα, χωρίς δισκογραφία και χωρίς μεροκάματο; «Να επιμείνει, διαθέτω και το δικό μου label τον Αυλό. Εχω κάνει πάνω από 20 δίσκους νέων παιδιών που συχνά δεν τεκμηριώνουν την πρωτοβουλία τους, χάνουν το σθένος του εύκολα», μας λέει ο Γιάννης που τη δική του πόρτα άνοιξε πριν σαράντα χρόνια «ένας μεγάλος συνθέτης και δάσκαλος», ο Νίκος Μαμαγκάκης. «Με πήγε από τον Αγιο Νικόλαο της Αχαρνών που ήταν το σπίτι μου στην Ακαδημία Μονάχου. Μάλιστα είπαμε ότι είμαι μεγαλύτερος για να υπογράψω με τη Lyra του Πατσιφά».

Το ξεκίνημα ήταν διαφορετικό για τον Λάκη Παπαδόπουλο: «Ημουν 13 ετών, βρέθηκε ένας μεγαλύτερος με μισάωρο στο ράδιο και μας πήγε στην εταιρεία RCA Victor: ήταν ο Γιώργος Καρατζαφέρης. Κάναμε πέντε μικρά δισκάκια με το συγκρότημα μου, τους Dragons», θυμάται ο Λάκης που πάντως έχει και χρόνια υπηρεσίας ως ναυτικός: «Ημουν τρεισήμισι χρόνια στα κρουαζιερόπλοια, ήταν υπέροχα. Θυμάμαι ένα καράβι, το «Argonauts», ήταν πρώην θαλαμηγός του Χίτλερ, πηγαίναμε Βραζιλία και Αμαζόνιο. Ημουν μουσικός στις κρουαζιέρες, έπαιζα ροκ εν ρολ. Ηταν η μόνη ελπίδα, εδώ δεν υπήρχε τίποτε. Μόνο τα ωραία λαϊκά μαγαζιά υπήρχαν με Τσιτσάνη και άλλους, έπαιζαν πραγματικά ωραία λαϊκά τραγούδια αλλά εμείς ακούγαμε Μπιτλς, Σάντοους, Ζάππα. Το «Περιβόλι του τρελού» του Σαββόπουλου, ας πούμε, μου άρεσε όσο και το «Revolver» των Μπιτλς».

Ο ίδιος, εξάλλου, αν και μετράει δεκάδες επιτυχίες που έχουν ερμηνεύσει οι πιο διαφορετικοί τραγουδιστές (από τον Μητροπάνο μέχρι τον Ρουβά και από την Αρλέτα μέχρι τον Βασίλη Καρρά), μετράει ένσημα από πολλές δουλειές όπως παραγωγός ραδιοφώνου, βοηθός λογιστή και άλλα. «Είναι η δουλειά μου, κόβω κοστούμια – τραγούδια, σαν μοδίστρα», λέει χαμογελώντας ο Λάκης στο πατάρι του καφενείου του Σάκη στα Εξάρχεια και σε λίγο μαζί με τον Γιάννη σηκώνονται και αφισοκολλούν για τη νέα τους παράσταση στην Ακτή Πειραιώς με την λαχτάρα του νέου καλλιτέχνη. «Βασικά τα προγράμματα τα στήνουμε γιατί έχουμε ανάγκη να φεύγουμε από τις γυναίκες μας. Αλλά μην το γράψεις…», μου λέει με νόημα ο Λάκης.