Θα μπορούσε να φτιάξει ακόμη ένα άλμπουμ με φωτογραφίες. Μωρό στο Παρίσι, από τα εννιά της στο Βραχάτι (την εποχή της εξορίας του πατέρα της), αργότερα σε συναυλίες του στο εξωτερικό ή με τα παιδιά της. Θα μπορούσε. Αν δεν ήταν η Μαργαρίτα Θεοδωράκη.

Οσοι τη βλέπουν επί το έργον, με σηκωμένα τα μανίκια, να κολλάει ψηφίδες και αντικείμενα πάνω στη μάντρα που περιβάλλει το σπίτι της στο Βραχάτι μπορεί να εκπλήσσονται στην αρχή, όμως την επομένη πηγαίνουν πάλι εκεί, αυτή τη φορά μαζί με τα παιδιά τους.

Η Μαργαρίτα Θεοδωράκη πάει κι έρχεται, κολλάει, δίνει οδηγίες, φτιάχνει, διαλύει, επανέρχεται –και όλα αυτά γίνονται λάιβ μπροστά στα μάτια των περαστικών που συνήθως φέρνουν μαζί και τον καφέ τους.

Ενας μεγάλος καμβάς –η μάντρα –που με την πρώτη ματιά σού φέρνει στον νου τις ναΐφ δημιουργίες της μεξικάνικης τέχνης. Εντονα πράσινα και γαλάζια, παιδικά παιχνίδια, ποτήρια, πιάτα, γλάστρες, αναμνηστικά από ταξίδια, αγαλματίδια (κάποια μάλιστα τα παρήγγειλε από το εξωτερικό), διακοσμητικά, μαζί με χρωματιστά γυαλιά, καθρεφτάκια και πλακάκια μπάνιου, φτιάχνουν το ιδιόμορφο κολάζ της.

«Θαύμαζα πάντα τον Γκαουντί» λέει. «Από εκεί ξεκίνησα. Ομως πάνω στη μάντρα θα βρείτε και Καντίνσκι και Βαν Γκογκ. Το αυτί του, το μαχαίρι που του έκοψε το αυτί, το αίμα του. Ετσι κάπως μου βγαίνουν τα πράγματα. Συνειρμικά. Είχα για παράδειγμα ένα παπούτσι μπιμπελό. Εποχής. Μου έφερε στον νου τη μόδα. Κέντρο της μόδας είναι το Παρίσι. Το Παρίσι όμως είναι και η πόλη που γεννήθηκα. Ετσι φτιάχνονται σιγά σιγά οι ιστορίες του τοίχου. Τώρα έχω κάτι στο μυαλό μου για τον ζωγράφο Θεόφιλο. Και πάει λέγοντας. Γιατί με τη φόρα που έχω, δεν θα αργήσω να φτάσω και στο σπίτι του πατέρα μου, δίπλα».

Ενα ιδιόμορφο ταξίδι που φτιάχνεται από μνήμες, συνειρμούς και θραύσματα ενός χρόνου περασμένου. «Τι να το αναλύουμε τώρα;» λέει η ίδια. «Σίγουρα πάντως είναι και ένας τρόπος επαφής με τον κόσμο».

Η «μεταμόρφωση» της μάντρας στο σπίτι της στο Βραχάτι Κορινθίας είναι η τελευταία της «τρέλα», όπως λέει η ίδια. «Πολύ δημιουργική τρέλα. Κι έτσι όπως το σκέφτομαι, ποτέ δεν ξέρεις ένα χόμπι πού μπορεί να σε βγάλει. Μακάρι να μπορούσα να το κάνω και επάγγελμα».

Δεν είναι εκεί όλη την εβδομάδα, φροντίζει όμως τρεις ημέρες τουλάχιστον να το καταφέρνει. «Μια ζωή κεντούσα μόνη μου –πάντα έτσι με θυμάμαι. Κόσμος μέσα στο σπίτι, τα παιδιά να παίζουν κι εγώ κάπου στη γωνία να κεντάω. Τώρα γίνεται χαμός έξω από το σπίτι. Σχολεία, δάσκαλοι, παιδιά. Το έλα να δεις».

Η πιο κοινή ερώτηση των περαστικών είναι «γιατί;» Η απάντησή της είναι άμεση: «Για την ευχαρίστησή μου. Και για τη δική σας. Είναι Street art, η τέχνη μέσα στην πόλη. Και δεν μπορεί να φανταστεί κανείς πόσο ωραίο είναι αυτό. Πόση διαφορά έχει από το να συγκεντρώνεσαι μοναχή σου πάνω από μια κλωστή».