Η πρώτη κρούση των Χειμερινών Κολυμβητών στη δισκογραφία έγινε τα τέλη του 1974, αλλά η πόρτα έμεινε κλειστή. Πολύ κανταδόρικος ο ήχος, τους είπαν. Εντελώς εκτός κλίματος εποχής (που ήθελε μεγάλες συναυλίες και επαναστατικά άσματα). Εκείνοι όμως συνέχισαν κι έπαιζαν, στα σπίτια τους, σε καμιά γιορτή, στην ταβέρνα «Δόξα», πάνω από το τούρκικο προξενείο, σε άλλες ταβέρνες…

Το 1979 επανήλθε το θέμα του δίσκου και έγιναν πιο συστηματικές οι συναντήσεις τους. Ο λίντερ Αργύρης Μπακιρτζής, αρχιτέκτονας ειδικευμένος στις αναστηλώσεις, έγραφε κάμποσα χρόνια στίχους και μουσικές και χάρη στον φίλο και «δάσκαλό» του, Ισίδωρο Παπαδάμου, ήξερε να παίζει και μπουζούκι. Ολοι οι μουσικοί όμως εκείνης της παρέας ήταν ψαγμένοι και έμπειροι «παίχτες» και έτσι το βασικό θέμα για την κυκλοφορία εκείνου του πρώτου δίσκου (που ουσιαστικά βάφτισε το συγκρότημα) ήταν τα χρήματα.

Τα λεφτά βρέθηκαν από ‘δώ κι από ‘κει – «δανεικά», λέει ο ίδιος – και το «Χειμερινοί Κολυμβητές» κυκλοφόρησε (τελικά) το 1981 σε ανεξάρτητη παραγωγή, σε 2.000 αντίτυπα. Παρά το γεγονός, δε, ότι όντως και το ύφος της μουσικής τους αλλά και το στυλ του τραγουδιστή Μπακιρτζή ήταν – ας πούμε – ιδιόμορφα (το μουσικό ρεύμα διαμορφωνόταν από νέα πρόσωπα όπως ήταν ο Παπάζογλου, ο Ρασούλης, τα Παιδιά από την Πάτρα, η Οπισθοδρομική Κομπανία κ.ά.), το όνομά τους κυκλοφόρησε γρήγορα στα πιο προοδευτικά αυτιά, οι παρέες των φοιτητών άναψαν το πράσινο φως, οι συναυλίες τους στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα έφτιαξαν ένα πρώτο πιστό κοινό που ορκιζόταν στο όνομά τους και σιγοψιθύριζε τα στιχάκια του Αργύρη. «Συχνάζεις στο «Μικρό Καφέ» κι εγώ στη «Μυροβόλο»»… Αργότερα «Το πολλαπλό σου είδωλο» θα το έλεγε ο Γιώργος Νταλάρας και θα γινόταν πανελλήνια επιτυχία…

Ενα τραγούδι, μια πραγματική ιστορία. «Εγώ ξυπνάω, απ’ τις επτά, εσύ το μεσημέρι/ κι όταν τινάζω τα χαλιά, στο βόλεϊ πάντα τρέχεις». Μια συνάντηση που την επιθυμούσε διακαώς κι όλο καθυστερούσε…

«Το εν λόγω τραγούδι το είχαμε αφήσει να το ηχογραφήσουμε τελευταίο», έλεγε ο ίδιος ο Μπακιρτζής, «γιατί ήταν δύσκολο για τη φωνή μου». Την ηχογράφηση την έκανε ο Νίκος Παπάζογλου στο στούντιό του, το Αγροτικό, η πρώτη πλευρά του δίσκου είχε τελειώσει, και η παρέα τελείωνε με καθυστέρηση και τη δεύτερη. Το τραγούδι το είπε μια φορά αλλά δεν του άρεσε και ζήτησε να το κάνουν ξανά. Ο Παπάζογλου όμως είχε ραντεβού και ήθελε να φύγει. Ο Μπακιρτζής θύμωσε. Ενιωσε άσχημα. Αλλά εκείνη την ώρα η κοπέλα για την οποία είχε γράψει το τραγούδι – και είχαν εν τω μεταξύ χαθεί – κατέβαινε τις σκάλες του στούντιο, σαν από μηχανής θεός.

«Μόλις την είδα ξεχάστηκα, και γράφτηκε η ωραία, συγκρατημένα δραματική, εκτέλεση του δίσκου» έλεγε.

Ο στίχος είναι πέρα για πέρα αληθινός. Ο Μπακιρτζής χρησιμοποιεί τα λόγια που έλεγαν μεταξύ τους: «Θέλεις; Θέλω πάντα. Εχεις κέφι; Εχω πάντα». Το «πολλαπλό σου είδωλο στα κρύσταλλα κοιτάζω» αναφέρεται στις κατακόρυφες λωρίδες που πολλαπλασιάζουν τις σκιές, στην εξώπορτα του διαμερίσματός του, στην Καβάλα.

Το «συχνάζεις στο «Μικρό Καφέ» κι εγώ στη «Μυροβόλο»» είναι γιατί βάζει αντιμέτωπα δύο στέκια της Καβάλας. «Το «Μικρό Καφέ» ήταν, κατά κάποιον τρόπο, πιο σινιέ», έλεγε, «κι εκεί σύχναζαν κυριλέ, της πλάκας κυριλέ, τύποι, ενώ οι θαμώνες της «Μυροβόλου» ήταν, θα έλεγα, πιο αδέσμευτοι, μέχρι οριακά φρικιά. Ο δε στίχος «στην παμπ πηγαίνεις στις εννιά» λέει για το παλιό μπαράκι του Σαλαβάτη στη Βενιζέλου, το «Vanitas», στο οποίο πήγαινα κάπου κάπου, ένα από τα ελάχιστα μαγαζιά της Καβάλας στα οποία σύχναζα».